Κάρπαθος
Σε είδα
να ορθώνεσαι πανύψηλη,
αγέρωχη
και μόνη
στ’ ανέμου τα λημέρια,
πλάι στην εξώπορτα της θάλασσας.
Τα μαλλιά σου κυμάτιζαν λυτά,
κι ήταν
σαν να πασχίζανε με τα τσαλίμια τους
ν’ αποτυπώσουν
τη μορφή του αγέρα.
Η θάλασσα βρυχιόταν
αφρισμένη μπρος στα πόδια σου
μοίρα,
κατάρα,
ριζικό
και ευχή μαζί.
Έγειρε
και θρονιάστηκε στο βλέμμα σου
το χαμόγελο του ήλιου.
Έπεσε
και χαράχτηκε στο δέρμα σου
η σκληράδα της πέτρας.
Θάλασσα η μοίρα σου
και πέτρα.
Ήλιος η μοίρα σου
και αγέρας.
Έτσι σε θρόνιασα μες στην καρδιά μου,
περήφανο αντρογύναικο,
σ’ ένα φανταχτερό καβάι ντυμένη.
Και ο άνεμος τελάλης
να διαλαλεί
το όνομά σου με μια λύρα:
«Κάρπαθος!… Κάρπαθος!… Κάρπ…».