Ένα τραγούδι από την Κάρπαθο του Σπύρου Ι. Μαντά στο arhiogefirionipirotiokon.blogspot.gr
“45 Μισταργκοί”
…στο σκοπό παλιού συρματικού
Ντοκιμαντέρ (2008)
Σκηνοθεσία: Σπύρος Μαντάς
Παραγωγή: Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (ΑΓΗ)
Κάρπαθος..! Ανάμεσα Κρήτη και υπόλοιπα Δωδεκάνησα, η ανεμόεσσα του Ομήρου βίωσε μέσα στους αιώνες μιαν ιδιότυπη και γι’ αυτό επώδυνη απομόνωση. Ακόμη και σήμερα κάποια χωριά της παραμένουν οικονομικά κλειστά, εσωστρεφή κοινωνικά, όπως η Όλυμπος, αποκομμένη τούτη στο βόρειο τμήμα του νησιού…
Ήθη με αυστηρότητα περισσή, αλλά και αξιοπρέπεια!
Έθιμα αναλλοίωτα στου χρόνου τους κύκλους!
Μορφές λαϊκής τέχνης να στοχεύουν κατευθείαν στο συναίσθημα, παρακάμπτοντας διαδρομές του νου που αποπροσανατολίζουν…
Όλα τούτα συνέπειες, αλλά και διαφυγές, από μια πολύ δύσκολη ζωή. Και παντού χρώματα, πολλά χρώματα, έντονα, να ξορκίζουν τη μοναξιά και να τη μεταλλάσουν σε γιορτή…
Η κορύφωση έρχεται τις μέρες του Πάσχα, τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά και στις άλλες τις γιορτές, που, λες σαν αφορμή, σαν άλλοθι, οδηγούν στη μέθεξη.
Όχημα, τότε, τα χιλιάδες τραγούδια∙ τραγούδια σημερινά -δίστιχες αυτοσχέδιες μαντινάδες, τραγούδια παλιά -πολύστιχες παραλογές και ακριτικά με την αρχή τους στους βυζαντινούς καιρούς. Συνοδεύουν λύρα, τσαμπούνα και λαούτο…
Ακόμη και σήμερα ακούγονται στην Όλυμπο παραλογές -στις αρχές του γλεντιού. Εξακολουθούν να συγκινούν -και να χορεύονται “ο Αϊ-Γιώργης”, “ο κυρ-Βοριάς”, “του γιοφυριού της Άρτας”. Τα λένε στους σκοπούς τού λεγόμενου …Συρματικού, αφού τραγούδια τούτα ποταμοί, πάνε μακρόσυρτα, σαν …σύρμα. Κάποια στιγμή, βέβαια, ο ρυθμός επιταχύνεται, ο χορός αλλάζει από Σιανός σε Γονατιστό. Κοντά στο τέλος ο ρυθμός επιταχύνεται ακόμη περισσότερο, σχεδόν τρέχει, ενώ ο χορός, ο Πάνω χορός, γίνεται πια διονυσιακός! Φανερό πως όλα οδηγούν στην έκσταση…
Στον άλλον τύπο, το λεγόμενο Παλιό Συρματικό, που σπάνια πια ακούγεται σήμερα, η μελωδία, χωρίς ρυθμικές εναλλαγές, παραμένει απλή σ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού. Μία και μοναδική εδώ μουσική φράση, επαναλαμβάνεται συνεχώς καλύπτοντας κάθε φορά μόλις ενάμιση στίχο. Ο τελευταίος, πάντα δεκαπεντασύλλαβος ιαμβικός, με τσακίσματα και επαναλήψεις, καθυστερεί λες επίτηδες την εξέλιξη του μύθου, όλο και φορτίζοντας την ατμόσφαιρα. Όπως όταν το μικρό μαστορόπουλο, το …καρφάκι της Καρπαθιώτικης εκδοχής του γιοφυριού της Άρτας, αντί του κλασσικού πουλιού, λαθεύει, παρακούει στην εντολή του πρωτομάστορα, κι έτσι η γυναίκα, μοιραίο θύμα, φτάνει στο γιαπί στολισμένη…
Καρπαθιώτικη εκδοχή της παραλογής “Του γιοφυριού της Άρτας”, με τη συντομία και το λιτό της ύφος, διασώζει αρχαϊκά στοιχεία του μύθου, όπως είναι η επιλογή του θύματος με κλήρο. Ταυτόχρονα της λείπουν βασικά αλλά σίγουρα μεταγενέστερα επεισόδια, σαν το τέχνασμα του δαχτυλιδιού ή η αναίρεση της κατάρας.
Αποδίδεται στο σκοπό του παλιού συρματικού -πάει μονότονα, σαν σύρμα- με τη μία και μοναδική της μουσική φράση να καλύπτει κάθε φορά, επαναλαμβανόμενη, μόλις ενάμισι στίχο. Διατηρεί δηλαδή, διασώζει, το επαναληπτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον παμπάλαιο τρόπο απόδοσης των ηρωικών επών και των πιο λυρικών παραλογών. Όλα αυτά την καθιστούν, στιχουργικά και μελωδικά, ντοκουμέντο βυζαντινής μπαλάντας.
Το τραγούδι επιζεί, όχι τυχαία, στην Όλυμπο, το βορειότερο, απομονωμένο ακόμη, χωριό της Καρπάθου. Οι εκεί συνθήκες -οικονομικές και κοινωνικές- συνέβαλαν στην ανόθευτη, σχεδόν αυτούσια μεταφορά του στο σήμερα.
♫ Σαρανταπέντε μισταργκοί κ΄εξηνταδυό μαστόροι
γιοφύρι θεμελιώννουσι…
γιοφύρι θεμελιώννουσι, γιοφύρι θε’ να χτίσου.
Κι ολημερίς το ’χτίντζασι…
Η ηχογράφηση και μαγνητοσκόπηση έγινε στις 21 Ιουλίου του 2008. Τραγούδησε παίζοντας λύρα ο Μανώλης Λεντάκης, ενώ συνόδεψαν με λαούτα οι Μιχάλης Μπαλασκάς και Γιάννης Οικονόμος.
Οι στίχοι, 28 στον αριθμό, έχουν καταγραφεί απ’ τον Μανόλη Μακρή -του αφηγήθηκε ο Γιώργης Ι. Παπαβασίλης – Μπουγιατζής.
[Μανόλη Μακρή, Τα Παραδοσιακά Τραγούδια της Ολύμπου Καρπάθου, Αθήνα 2007, σελ. 439-440]
Σαρανταπέντε μισταργκοί κ΄εξηνταδυό μαστόροι [Μισταργκοί = μισθωτοί εργάτες]
γιοφύρι θεμελιώννουσι, γιοφύρι θε’ να χτίσου.
Κι ολημερίς το ’χτίντζασι κι οληνυχτίς εχάλα.
Φωνή εκούστ’ απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
– Α’ δε στοιχειώσετ’ άθρωπο, γιοφύρι δε θα χτίσει.
Στο μπουλλετί το ’κάμασι κι ότινος θέλει πέσει. [Μπουλλετί = λαχνός, κλήρος]
Το μπουλλεττίν εξέπεσε στο πρωτομάστορή τω.
Τις ήκλαιεκ κ’ εβρέχετον, ο πρωτομάστορής τω!
– Α’ βάλω τη μανούλλα μου, πού να ’βρω άλλη μάνα,
α’ βάλω και το κύρη μου, πού να ’βρω άλλο κύρη,
α’ βάλω τ’ αερφάκια μου, πού να ’βρω άλλ’ αέρφια,
ας βάλω τη γυναίκα μου κι άλλη γυναίκα βρίσκω!
Στέλλει και παραγγέλλει της μ’ ένα μικρό καρφάκι: [Καρφάκι = μαθητευόμενος]
– Σάατο βράυ μη λουστεί και Κυριακή μη ’λάξει
και τη Γευτέρα το πρωίν εις το γιοφύριν να ’ρτει.
Κι εκείνος επαράκουσε και πάει και της λέει:
– Σάατο βράυν να λουστεί και Κυριακήν ν’ αλλάξει
και τη Γευτέρα το πρωίν εις το γιοφύριν νά ’ρτει.
Σάατο βράυ λούννεται και Κυριακήν αλλάτσει
και τη Γευτέρα το πρωίν εις το γιοφύρι πάει.
’Πο τα μαλλάκια την αρπά και κάτω τηνε βάλλει.
– Σταθείτ’ εσείς, καλοί πουργκοί κ’ εσείς καλοί μαστόροι, [Πουργκοί = βοηθοί]
κι αφήτε με να σας ειπώ ένα μοιρολοάκι:
Τρεις αερφούλλες είμεθα, κ’ οι τρεις κακού θανάτου
η μια στοιχειώννει τρίστρατο κ’ η άλλη μοναστήρι
κ’ εγιώ, η πλια μικρότερη, στοιχειώννω το γιοφύρι!
’Μ’ ως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γιοφύρι
κι από τ’ αντρός μου τη γενιά ψυχή να μη ’πομείνει!
Ένα τραγούδι από την Κάρπαθο
Σκηνοθεσία: Σπύρος Μαντάς
Παραγωγή: Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (ΑΓΗ)
Το τραγούδι απέδωσαν:
Μ. Λεντάκης (φωνή, λύρα), Μ. Μπαλασκάς (λαούτο), Γ. Οικονόμος (λαούτο).
Πίνακες-Σχέδια:
Γ. Στούμπος, Α. Τάσσος, Τσ. Τσανγκάρης. Vl. Noskov-Nelubov.
Φωτογραφίες:
Βελ. Βουτσάς, Σπ. Μαντάς , Γ. Παραγυιός, Δ. Χαϊτάλης, Studio Yeles, Tolios Editions, Αρχείο Συλλόγου απανταχού Καρπαθίων / Πειραιάς
Ακούστηκαν ακόμη αποσπάσματα από:
– “Μαντινάδες της Πατινάδας” με τους Μ. Κρητσιώτη (φωνή), Μ. Κωστέτσο (λύρα), Β. Κριτσιώτη (λαούτο)
– “Της Άρτας το γεφύρι” με τους Κ. Αντιμισιάρη (φωνή), Ν. Κοντονικόλα (λύρα), Γ. Γεωργάκη (τσαμπούνα), Γ. Αναστασιάδη, (λαούτο).
Το ντοκιμαντέρ (DVD) θα περιέχεται
στο υπό έκδοση βιβλίο του Σπ. Μαντά
“Του γιοφυριού της Άρτας …τραγουδώντας το θρύλο”.