7 χρόνια χωρίς την «ψυχή» της Αμμοωπής

7 χρόνια χωρίς την «ψυχή» της Αμμοωπής

Τέτοια ώρα είχε αδειάσει η παραλία, οι φίλοι είχαν μαζευτεί στα γιατάκια τους, κι εκείνος στεκόταν σιωπηλός.

Ταξίδευε το βλέμμα του μέχρι το μουτσούνι της Πατέλας ή είχε πάρει θέση στην ταβέρνα του θείου του, του Νίκου. Εκεί, στο πλαϊνό τραπέζι, το πρώτο όπως έμπαινες, που’χε την πιο πολύ δροσιά.

Ο Μιχαήλος. Για τους ξένους ίσως να έμοιαζε βαρύς, όμως για τους φίλους ήταν λεβέντης αδελφός, ένας φιλότιμος άνθρωπος που τ’αρεσε να ακούει ιστορίες που έφταναν στα πέρατα του κόσμου κι ύστερα χαμογελούσε, άνοιγε την αγκαλιά του και χωρούσε όλη την παρέα. Μα ήξερε, ένιωθε, πως όλοι μας πια τρέχαμε δίχως να παίρνουμε ανάσες, επιθυμούμε να προλάβουμε έναν απροσδιόριστο, χαμένο έτσι κι αλλιώς, χρόνο.

Η παλιαρρώστια τον άρπαξε στα βιαστικά, τόσο που ακόμη καθώς στέκεσαι στην αλλαγμένη πια Αμμοωπή και θαρρείς θα βγει από τη βάρκα του με έναν κουβά ψάρια. Ναι εκείνα τα μικρά που του άρεσε να τα πιάνει γιατί ήταν μπελαλίδικα και μανουριάρικα.

Θα σύρει μια φωνή, για να σε κεράσει ότι πιο καλό έχει η ταβέρνα. Κι εκείνος, παραχορτασμένος από τέτοια τραπέζια, θα ξεκινήσει με μια ρετσίνα και μια φέτα παγωμένο καρπούζι. 7 χρόνια δίχως το αστείο του, χωρίς την πλάκα του.

Μα έτσι φεύγουν οι άνθρωποι, ξεμακραίνουν βιαστικά τα σώματα τους, όμως οι σκιές τους μένουν πίσω και κάθε τόσο κάνουν σινιάλα, σαν εκείνα που έκανε ο Μιχαήλος μέσα στη βάρκα καθώς τραβούσε πάνω αγριάδια. 7 χρόνια σήμερα χωρίς τον πιο καλό Φίλο…

Μανώλης Δημελλάς