Σύμφωνα με την παράδοση, όπως καταγράφει ο ιστορικός Μανώλης Κασσώτης, το αρχικό εκκλησάκι κτίστηκε προτού επικρατήσει η πειρατεία στην περιοχή. Ο βράχος πάνω στον οποίο κτίστηκε το εκκλησάκι ήταν μέσα στο χωράφι της Φωτουλιάς του Αντρέα Διακαντρά, ο οποίος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, διετέλεσε μουχτάρης (δήμαρχος) του Απερίου, και παντρεύτηκε την πρωτοκανακαρά του χωριού.
Η παράδοση αναφέρει ότι κάποια μέρα που η Φωτουλιά επισκέφθηκε το λιόφυτο της, που ήταν ένα γύρω από τον ιερό βράχο, είδε μέσα από τις πέτρες να βγαίνει φως, και όταν πήγε πιο κοντά βρήκε την εικόνα της Αγίας Κυριακής, που μπροστά της άναβε καντήλι. Τόπε σένα βοσκό που έβοσκε στην περιοχή, αλλά αυτός την κορόιδεψε λέγοντας: «άτε και σου που πιστεύγεις στα ξύλα» και με το ταγρά που κρατούσε έδωσε μια τσεκουριά στην εικόνα. Αμέσως η θάλασσα γύρω από την Πατέλλα κοκκίνισε και το κοπάδι του βοσκού χάθηκε.
Μόλις η Φωτουλιά γύρισε στο χωριό και διηγήθηκε το θαύμα στον άνδρα της, ο Διακαντράς αποφάσισε να κτίσει το σημερινό εκκλησάκι με την συνδρομή και άλλων Απεριτών. Με το καιρό η φήμη του μοναστηριού μεγάλωνε. Αργότερα οι απόγονοι της Φωτουλιάς: Φωτεινή Ποθητού, Σεβαστή Καμπουράκη και Φωτεινή Λεντή παραχώρησαν μέρη του χωραφιού τους όπου κτίστηκαν τα «κελιά της Παναγίας», ευρύχωρη αυλή, υδατοδεξαμενή, αποχωρητήρια και αργότερα parking.















