Άγνωστες γραπτές μαρτυρίες για την Επανάσταση της 5ης Οκτωβρίου 1944. Η μαντινάδα του Νικολάου Παναγιώτου (1901-1978)

Άγνωστες γραπτές μαρτυρίες για την Επανάσταση της 5ης Οκτωβρίου 1944. Η μαντινάδα του Νικολάου Παναγιώτου (1901-1978)

έρευνα-καταγραφή Μηνάς ΑΛ. Αλεξιάδης

Μια άλλη μαρτυρία, έμμεση αυτή τη φορά, εντοπίζεται σε μαντινάδα που συνέθεσε ο συμπατριώτης μας, από το Απέρι, Νικόλαος Παναγιώτου (1901-1978), μετέπειτα πρωτοπρεσβύτερος στον Ιερό Ναό της Μητροπόλεως Καρπάθου.

Ο Παναγιώτου, ξενιτεμένος τη δεκαετία του 1940 στις Η.Π.Α., ήταν τακτικός συνεργάτης του μηνιαίου Δελτίου της Αδελφότητας Απεριτών Καρπάθου «Η Ομόνοια», όπου παρουσίαζε άρθρα και εκτενή ειδησεογραφικά κείμενα για το Απέρι και την Κάρπαθο γενικότερα.

Έτσι στο τεύχος αρ. 61-63, που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το τρίμηνο Μαΐου – Ιουνίου – Ιουλίου 1948, με νωπή ακόμη την Απελευθέρωση της Καρπάθου (είχαν περάσει μόλις 4 χρόνια), ο Νικόλαος Παναγιώτου εδημοσίευσε 22 δίστιχα (μαντινάδες), που συνέθεσε ο ίδιος, με τον γενικό τίτλο «Ο Κλήδονας της Λευθεριάς»13. Ο τίτλος προέρχεται ασφαλώς από το πανελλήνια γνωστό έθιμο του Κλήδονα (24 Ιουνίου), το οποίο γινόταν κάθε χρόνο και στην Κάρπαθο (σε ορισμένα χωριά εξακολουθεί να τελείται και σήμερα). Ο Παναγιώτου συσχετίζει την τοπική εθιμολογία με την Απελευθέρωση του νησιού και αρχίζει ως εξής:

“Ανοίξατε τον Κλήδονα στ’ Άι Γιαννιού τη χάρη,

που τώρα με τη Λευτεριά θα δώσει και θα πάρει.

Χρόνια τ’ αμίλητο νερό ήτανε σκεπασμένο,
γιατί τα χρόνια της σκλαβιάς το είχανε κρυμμένο.

Γητίνα(=πήλινο δοχείο) χιλιοπλούμιστη έχομεν ετοιμάσει,

για της Καρπάθου το νησί τραγούδια να μοιράσει.

Για κάθε μήλο πλουμιστό κι απίδι που θα πιάσω,

στο κάθε ένα μας χωριό παινέματα θα γράψω.

Χιλιοτραγούδιστο Νησί, εσύ ’χεις τα πρωτεία,
που πρώτο ξεσκλαβώθηκες απ’ τη σκληρή δουλεία.

’Π’ όλα τα Δωδεκάνησα έχεις περίσσια χάρη,

με τις ωραίες εξοχές και τα πολλά σου κάλλη”.

Και αφού συνεχίζει να επαινεί με άλλα ωραία δίστιχα την Κάρπαθο, στη συνέχεια, όπως υπαινίχθηκε σ’ ένα δίστιχό του παραπάνω, εγκωμιάζει κάθε χωριό της Καρπάθου χωριστά. Δίνω τρία παραδείγματα για αντίστοιχα χωριά:

«Στ’ ΑΠΕΡΙ
Μέσα σ’ ανθώνες και δροσιές και εξοχές με κάλλη,

λάμπεις με τη Μητρόπολη που δεν την έχουν άλλοι.

Στα ΠΗΓΑΔΙΑ
Η πρώτη σκάλα του Νησιού, το πρώτο μας εμμάτι,

όποιος γυρνά που τα μακριά, πρώτα σε σένα θάρτει.

Στις ΜΕΝΕΤΕΣ
Για σένα, Σούλι του Νησιού, θε να λοξοδρομήσω,
στην εύμορφή σου εκκλησιά να μπω να προσκυνήσω».

Ο αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος χαρακτηρίζει τις Μενετές «Σούλι», εννοώντας προφανώς το πρόσφατο τότε Απελευθερωτικό Κίνημα που είχε μήτρα το χωριό αυτό.

Αναφέρω ωστόσο εδώ, ότι και άλλοι σύγχρονοι Καρπάθιοι στιχουργοί, τραγουδιστές και λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων η Εύρη Βαρίκα – Μοσκόβη (1910-1988, από το Όθος), της οποίας το ομώνυμο ποίημα (ΣΟΥΛΙ) έχουμε ήδη αναδείξει και παρουσιάσει σε επετειακό βιβλίο για την 5η Οκτωβρίου 1944, έχουν δώσει τον ίδιο χαρακτηρισμό, από απόηχο του ηρωισμού των Σουλιωτών της Ηπείρου στα χρόνια του Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία από τον Οθωμανικό ζυγό.

Επισημαίνω ακόμη την καταγραφή του Έλληνα λογοτέχνη και πολιτικού Χρήστου Ζαλοκώστα (1896-1975), ο οποίος, μεταξύ άλλων έγραψε και ταξιδιωτικά κείμενα. Συγκεκριμένα ο Ζαλοκώστας στο βιβλίο του «Ηλιόλουστη Φτώχεια», που εξέδωσε στην Αθήνα το 1955, αναφέρεται και στα ταξίδια του στα Δωδεκάνησα, με ένα κότερο. Για την Κάρπαθο, μεταξύ άλλων, γράφει:

«Κατά το βραδάκι δυνάμωσ’ ο αγέρας και τούτο το μεθύσι τ’ ουρανού ξέσπασε στα πανιά μας που πρίστηκαν από τ’ ανεμοκόπημα.

– «Μαΐστρος είναι;», ρωτώ έναν ναύτη.

– «Όχι», μου απαντά, «βοριάς. Δεν σου μυρίζει πέτρα; Πέτρα μυρίζει ο βοριάς.

Τον μαΐστρο τον οσμίζομαι από τη δροσιά του. Η νοτιά ευωδιάζει κάβουρα, ο σιρόκος φύκια». Έτσι νιώθει τον καιρό τούτος ο θαλασσινός. Με τα ρουθούνια. Παρακαλάμε όλη τη νύχτα κι ο καπετάνιος ξαγρυπνά στο τιμόνι μαζί με το φεγγάρι, όσο να ξημερώσει να διπλαρώσουμε τη σκληρόγραμμη Κάρπαθο και να αράξωμε στο αμμουδερό λιμανάκι Γιαφάνι.

Φτωχό το νησί, μίζερη κι η βιτρίνα του

– λίγα σπιτάκια, ένας καφενές, μια συμπαθητική κάτασπρη εκκλησία. Μένουμε στο Γιαφάνι όσην ώρα χρειάζεται να βρούμε ζώα και βιαζόμαστε ν’ ανεβούμε στον Όλυμπο, το μεγάλο χωριό του νησιού».

Και σε άλλο σημείο των περιγραφών του, ο Ζαλοκώστας σημειώνει:

«Το νησί χωρίζει στη μέση τ’ οροπέδιο Λάστος, όπου φυτρώνει το θαυματουργό χόρτο Λαμπιδούσα, πουβάφει χρυσά τα δόντια των προβάτων, όταν το βόσκουν. Ο Αιλιανός γράφει για την Λαμπιδούσα πως την ημέρα δεν την ξεχωρίζεις από τ’ άλλα φυτά, μα τη νύχτα λάμπει σαν άστρο, όσο να την πλησιάσει άνθρωπος, οπόταν αυτόματα σβύνει. Στη Λάστο βλέπεις και το μοναστήρι της Παναγιάς της Δυνατούλας – από τρυφερή αγάπη οι ντόπιοι δεν ονομάζουν τη Θεοτόκο δυνατή, αλλά δυνατούλα…».

«Νοτιώτερα στέκει το χωριό Μενετές, με ποτιστικά χωράφια. Αυτό κίνησε επανάσταση το 1944 μόλις έφυγαν οι Γερμανοί και με τους Ελυμπίτες αιχμαλώτισαν την Ιταλική φρουρά. Αν και οι φασίστες τούς είχανε τόσα χρόνια κατατυραννήσει, οι Καρπαθιώτες τούς φέρθηκαν ιπποτικά».