έρευνα – καταγραφή Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης
Ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία του 1946. Ανήκει στην Ελληνίδα λογοτέχνιδα και λαογράφο Αθηνά Ταρσούλη (1884-1975), που επισκέφθηκε τα χρόνια εκείνα (φθινόπωρο του 1945) την απελευθερωμένη Κάρπαθο, και μάλιστα στο γνωστό τρίτομο έργο της, με τίτλο “Δωδεκάνησα”, το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα την περίοδο 1947-1950, ασχολείται, σε πολλές σελίδες του, με τη Λαογραφία της Καρπάθου. Η Αθηνά Ταρσούλη, λοιπόν, στον τόμο 40 του έγκυρου φιλολογικού και λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Εστία», που ίδρυσε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) και διηύθυνε τότε ο Πέτρος Χάρης (1902-1998), ακαδημαϊκοί και οι δύο, εδημοσίευσε σε δύο συνέχειες, με τίτλο «Κάρπαθος», τις ταξιδιωτικές και λαογραφικές εντυπώσεις της από την «ηνεμόεσσα» του Ομήρου.
Παραθέτω εδώ ορισμένα αποσπάσματα, πλαισιωμένα από ωραίες λογοτεχνικές και λαογραφικές περιγραφές για τα χωριά του νησιού. Το κείμενο αρχίζει έτσι:
«Ένα από τα ωραιότερα και ποιητικότερα νησιά της Δωδεκανήσου, ξεχωριστό κι ολόλαμπρο διαμάντι μέσα στα τόσα άλλα του Αρχιπελάγους Αιγαίου, είναι η ειδυλλιακή Κάρπαθος, η ορεινή αυτή μεγαλόνησος που ορθώνει στα σύννεφα τις περήφανες κορφές της, με κορώνα το υπερύψηλο όρος Καλόλιμνο.
Το βόρειο μέρος του νησιού είναι ξερό και άγονο αλλά κλείνει μέσ’ τις τραχειές του αγκαλιές έν’ από τα πιο πλούσια θησαυροφυλάκια της ελληνικής και ιδιαίτερα της δωδεκανησιακής λαογραφίας. Το ονομαστό χωριό Όλυμπος ή Έλυμπος, όπως το λένε εκεί. Ύστερ’ από πολύωρο και ριψοκίνδυνο ταξίδι δεκατεσσάρων ωρών με καΐκι 15 τόννων [εννοεί προφανώς από τη Ρόδο], νύχτα μέσα στο Καρπάθιο πέλαγος, το αδιάκοπα φουρτουνιασμένο που το γνώρισα σ’ όλη την ένταση του τραγικού του μεγαλείου, ρίξαμε άγκυρα σωτηρίας στο μικρό επίνειο Γιαφάνι (…)»11.
Και αφού αναφέρεται στα πάνω χωριά της Καρπάθου, Σπώα και Μεσοχώρι, στο δεύτερο μέρος του κειμένου της υπογραμμίζει:
«Από το χωριό της Έλυμπος έφυγα περνώντας πάλι με το ζώο από τον ίδιο δύσβατο δρόμο κ’ αισθάνθηκα για δεύτερη φορά την αγωνία του ιλίγγου κατηφορίζοντας προς το μικρό επίνειο Γιαφάνι, όπου ευγενικά με φιλοξένησαν σ’ ενός καλού καπετάνιου το σπίτι. Με το χάραμα θά ’φευγε ένα καρβουνιάρικο καΐκι για τα Πηγάδια, το μεγάλο λιμάνι της Κάτω Καρπάθου. Δεν έπρεπε να χάσω την ευκαιρία. Προτού ακόμα φέξει, γλυστράμε σε μια θάλασσα από γκρίζο απαλό μετάξι κεντημένο με οπάλια, με αμέθυστους, με αχνορόδινες μαρμαρυγές (…). Μια μικρή πολιτισμένη κωμόπολη είναι τα Πηγάδια, που τη διασχίζει ένας ωραίος ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Κι αυτός ο δρόμος ανηφορίζει στα γραφικά κι ολοπράσινα χωριά της εύφορης Κάτω Μεράς (…). Το πρώτο χωριό που με δέχεται πάνω από την πλατανόφυτη κοίτη του ποταμού, με το μεγάλο πέτρινο γεφύρι, με τα κελλαριστά νερά και τα κατάφυτα από φθινοπωρινούς καρπούς δέντρα, είναι το Απέρι.
Πιο πάνω, σε άλλη καμπή, προβάλλει με τις λουλουδισμένες της αυλές η Βωλάδα. Σ’ άλλη ψηλότερη κι απότομη πλαγιά το πολύδεντρο Όθος, πανοραματική σκοπιά σ’ όλο το νότιο Αιγαίο. Πιο χαμηλά οι Πυλές που αντικρύζουν καθαρά την Κάσο και το Κρητικό πέλαγος. Κατηφορίζοντας κυκλικά συναντούμε στην ακροθαλασσιά το Φοινίκι, αρχαία φοινικική αποικία, την Αρκάσα, που εστάθηκε, από τ’ αρχαιότατα χρόνια, μια από τις τέσσερις ακμάζουσες πολιτείες της Καρπάθου, η λεγόμενη Αρκεσία (…). Στρίβοντας τώρα προς τα Μεσόγεια, διασχίζουμε τις Μενετές, το γραφικό όσο και ηρωικό χωριό, που πρώτο κατέλυσε τις Ιταλικές αρχές και ύψωσε την επαναστατική σημαία».
Εδώ σημειώνεται καθαρά, η αφήγηση του γεγονότος, που γίνεται από έγκυρη γραφίδα και δηλώνει την επαναστατική πρωτοβουλία του συγκεκριμένου χωριού και μάλιστα ένα με δυο χρόνια μετά το Κίνημα.
5.10.2022
Καρπαθιακά Νέα