Η πρώτη φορά που άκουσα γι’ αυτή την υπόθεση ήταν λίγο πριν την αλλαγή του έτους, το Δεκέμβρη του 1949. Βρισκόμουν στο σπίτι του καλού μου φίλου και παλιού συνεργάτη, σερ Ρόμπερτ Λούισον, ο οποίος είχε πρόσφατα γυρίσει από μια εξόρμηση στην περιοχή της Αιθιοπίας και της Ερυθραίας. Αφού μου έδειξε με μεγάλη περηφάνια τρία χρυσά νομίσματα του βασιλείου του Αξούμ, χρονολογημένα μεταξύ 3ου και 4ου μ.Χ. αιώνα, μου εξιστόρησε ένα περιστατικό που μου τράβηξε το ενδιαφέρον.
«Στην Ερυθραία,» είπε, «έχουν παραμείνει ακόμα λίγοι Ιταλοί, μια χούφτα δηλαδή, καμιά εικοσαριά άτομα. Γνώρισα τυχαία μερικούς, και ένας, ένας Αλμπέρτο κάτι, δε θυμάμαι, απόστρατος, συνταξιούχος, μου μίλησε για ένα νησί του Αιγαίου στο οποίο είχε περάσει κάποια χρόνια της ζωής του, όταν τελούσε ακόμα υπό την κατοχή του ιταλικού κράτους. Το νησί λέγεται Κάρπαθος. Το γνωρίζεις;».
Το είχα ακουστά από την περίοδο που διέμενα στην Κρήτη. Βλέπετε, στις αρχές του αιώνα, ως φοιτητής ακόμα τότε, ήμουν μέλος της ομάδας του σερ Άρθουρ Έβανς, του περίφημου αρχαιολόγου που, μεταξύ άλλων, έφερε στην επιφάνεια το παλάτι της Κνωσού. Πέραν όμως της ύπαρξης της νήσου και της γεωγραφικής της θέσης στη δυτική άκρη των Δωδεκανήσων, δε γνώριζα τίποτα.
«Τέλοσπάντων,» συνέχισε ο Ρόμπερτ, «εγώ φαντάσου δεν το ήξερα καν. Ο Ιταλός όμως μου μίλησε γι’ αυτό, μου ανέφερε κάποια πράματα για την ιστορία του και –εδώ είναι το σημαντικό– άφησε να εννοηθεί πως εκεί βρίσκεται κρυμμένος κάποιος αμύθητος θησαυρός».
«Θησαυρός; Τι θησαυρός;» ρώτησα με μεγάλη περιέργεια.
«Όπως σου είπα, δεν γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες. Απ’ ότι κατάλαβα, ο Αλμπέρτο αναφερόταν σε κάποιο σεντούκι Σαρακηνών πειρατών, το οποίο έθαψαν κάπου στο νησί. Βλέπεις, η Κάρπαθος ήταν συνήθης στόχος των πειρατών εκείνη την εποχή, φημολογείται ότι μέχρι κι ο θρυλικός Μπαρμπαρόσα την επισκεπτόταν συχνά, κι όταν λέω επισκεπτόταν εννοώ λεηλατούσε».
«Μάλιστα. Ενδιαφέρον ακούγεται, αλλά οι πληροφορίες είναι ιδιαίτερα ελλιπείς,» παρατήρησα. «Και δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να εμπιστευτείς έναν τυχαίο Ιταλό που γνώρισες στην Ερυθραία. Δε γνωρίζεις τίποτα περισσότερο;».
«Όχι, αλλά θα μάθω. Ο Αλμπέρτο με παρέπεμψε σ’ έναν άνθρωπο που γνωρίζει λεπτομέρειες, πιθανότατα έχει στην κατοχή του και κάποιο χάρτη. Έναν άλλο Ιταλό που έζησε στο νησί καθ’ όλη τη διάρκεια της ιταλικής κυριαρχίας των Δωδεκανήσων, τριάντα χρόνια και βάλε. Του έχω ήδη στείλει ένα γράμμα και περιμένω την απάντησή του».
«Κατάλαβα. Άρα σκοπεύεις να φύγεις για Ελλάδα σύντομα;».
«Δεν κατάλαβες. Αυτή η αποστολή είναι για σένα, Ντάνι».
«Για μένα;» έκανα έκπληκτος.
«Ναι, για σένα,» επέμεινε ο φίλος μου. «Ολόκληρος σερ Ντάνιελ Στίβενσον, κι έχεις να φύγεις απ’ τη χώρα σχεδόν μια δεκαετία. Ειδικά μετά τον πόλεμο είναι λες και έπεσες σε κατάθλιψη, φίλε μου. Σίγουρα δεν είσαι πια ο περιπετειώδης εξερευνητής που χα γνωρίσει και θαυμάσει, κι αυτό με λυπεί βαθύτατα. Ήρθε η ώρα να ξεσκουριάσεις λοιπόν. Μια περιπέτεια μετά από καιρό. Εξάλλου εγώ δε μπορώ να πάω, τον Απρίλη φεύγω για Περσία».
«Δεν ξέρω…».
«Μην αρνηθείς. Ω έλα τώρα, Ντάνι. Σε ελληνικό νησί θα πας στο κάτω κάτω, δε σε στέλνω δα και στη Σαχάρα. Δηλαδή τι καλύτερο θα έκανες την άνοιξη και το καλοκαίρι; Θα πήγαινες στην Κορνουάλη; Δε βλέπεις ότι το κλίμα της Αγγλίας σε συνθλίβει; Δε βλέπεις ότι έχει έρθει ο καιρός να κάνεις μια αλλαγή;».
Έμεινα για λίγο σιωπηλός. Η αλήθεια είναι ότι τα χα σκεφτεί προ πολλού όλα αυτά, δε μου έλεγε κάτι καινούριο. Από την άλλη όμως ένιωθα ότι είχαν περάσει οι εποχές των ταξιδιών και της περιπέτειας. Είχα μεγαλώσει, είχα κουραστεί, τα πόδια μου είχαν βαρύνει. Εβδομήντα χρονών ήμουν εξάλλου.
«Κοίτα,» έκανε μετά από λίγο ο Ρόμπερτ. «Δε χρειάζεται ν’ αποφασίσεις τώρα. Μην ξεχνάς ότι ακόμα περιμένω το γράμμα του Ιταλού με τις πληροφορίες. Δε σε πιέζω ν’ απαντήσεις άμεσα. Αλλά σκέψου το, Ντάνι. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία».
Το σκέφτηκα όντως, κι όχι μόνο το σκέφτηκα, μα επισκέφτηκα και αρκετές φορές τη Βιβλιοθήκη για να συλλέξω πληροφορίες για το νησί. Η Κάρπαθος, λέει, ήταν ένα μέρος με πολύ πλούσιο παρελθόν, που κατοικούταν μάλιστα από την προϊστορία. Υπήρξε υπό την επιρροή των Μινωιτών και αναφορές γι’ αυτήν βρίσκονται ακόμα και στα Ομηρικά έπη. Υπήρξε ακόμα μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας, έπειτα τέλεσε υπό την κατοχή των Ροδιών και, σε μια ιστορία διαδοχικών αλλαγών κυριαρχίας, κατέληξε στις αρχές του αιώνα στα χέρια των Ιταλών. Τελικώς ήταν το πρώτο νησί του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος που κήρυξε την ανεξαρτησία του και ενώθηκε με το ελληνικό κράτος, τον Οκτώβρη του 1944 –πριν καν τελειώσει ο πόλεμος.
Πιο πολύ μου κίνησαν το ενδιαφέρον οι διηγήσεις ενός Γάλλου ταξιδιωτικού συγγραφέα, ο οποίος ανέφερε το νησί ως έναν τόπο άγριας και ιδιαίτερης ομορφιάς, που συνδυάζει μεγάλες αντιθέσεις που δε θα περίμενε κάποιος επισκέπτης, δεδομένου του ότι πρόκειται για ένα μάλλον μικρό νησί του Αιγαίου. Ο τρόπος που περιέγραψε τις αμμώδεις παραλίες της και την άγρια βλάστηση στο βόρειο κομμάτι του νησιού (όπου βρίσκεται μάλιστα και το ψηλότερο βουνό των Δωδεκανήσων) σχεδόν με συγκίνησε. Ακόμα έκανε κάποιες αναφορές στον τρόπο ζωής των κατοίκων, οι οποίοι απλώνονταν σε πολλά και διάσπαρτα χωριά, που τον βρήκε οπισθοδρομικό μα με ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον και με παραδόσεις που παρέμεναν σχεδόν αναλλοίωτες από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με ανησύχησε κάπως το γεγονός ότι περιέγραψε τους ντόπιους ως κάπως άξεστους και υπερβολικά καχύποπτους προς τους ξένους, μα τελικώς αποφάσισα να το αποδώσω στον ψηλομυτισμό και την ευρύτερη νοοτροπία των Γάλλων, που τείνουν να βλέπουν όλο τον υπόλοιπο κόσμο ως απολίτιστο και πνευματικά κατώτερο.
Όταν ο Ρόμπερτ με ενημέρωσε πως έλαβε την απάντηση που περίμενε απ’ τον Ιταλό, εγώ είχα ήδη πάρει την απόφασή μου. Στην τελική, ακόμα κι αν όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά μόνο φαντασιώσεις –πράγμα πολύ πιθανό– και πάλι δε θα μου έκαναν κακό λίγοι μήνες διακοπών σ’ ένα όμορφο ελληνικό νησί.
«Το πετράδι του Ιαπετού,» διάβασε με ενθουσιασμό. «Ξέρεις ποιος είναι ο Ιαπετός;».
«Τιτάνας, εκ των ισχυρότερων. Αδερφός του Κρόνου. Πατέρας του Προμηθέα, του Άτλαντα και άλλων. Μετά τη νίκη των Ολύμπιων φυλακίστηκε στα τάρταρα, μαζί με τους υπόλοιπους τιτάνες. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, πατρίδα του και τόπος γέννησής του είναι η νήσος Κάρπαθος».
«Έκανες την ερευνά σου απ’ ότι βλέπω Ντάνι, μπράβο. Απ’ αυτές ακριβώς τις παραδόσεις, λέει εδώ, πήρε το όνομά του το γιγαντιαίο ρουμπίνι που έκλεψε ο κουρσάρος Αλ Σαΐφ από τον Σαλαντίν της Αιγύπτου. Το ρουμπίνι φημολογείται πως έχει βάρος κοντά στο ένα κιλό, μπλα μπλα μπλα, είναι θαμμένο κάπου στο νησί και λοιπά και λοιπά, πληροφορίες για τον πειρατή…».
«Σου έστειλε κάποιον χάρτη;».
«Όχι, δυστυχώς. Παρ’ όλα αυτά έχει μια μικρή λίστα με πιθανές τοποθεσίες. Σου διαβάζω, απ’ την πιθανότερη στην λιγότερο πιθανή: νήσος Σαρία, ευρύτερη περιοχή του οικισμού της Αρκάσας, κήπος Αφ… πώς προφέρεται αυτό;».
«Αφιάρτης. Κάπου το διάβασα».
«Ναι, αυτό, όπως το πες. Αυτές είναι οι τρεις πιθανές τοποθεσίες. Τα υπόλοιπα μπορείς να τα διαβάσεις και μόνος σου. Λοιπόν, τι λες, Ντάνι; Θα πας;» με ρώτησε τελικά με ανυπομονησία.
«Αρχές Απρίλη φεύγω για Ελλάδα».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(Ο Αλέξανδρος Δ. Κοάν είναι συγγραφέας με καταγωγή από τις Μενετές Καρπάθου)