Μέρος Στ’
Ξεκινήσαμε το ταξίδι όπως ακριβώς το σχεδίασα. Την Τετάρτη το πρωί φορτώσαμε τα σακιά με τις προμήθειες και δυο παγούρια με νερό, ανεβήκαμε στο καΐκι του Μιχάλη, εγώ, αυτός κι ο Μηνάς, και βάλαμε πλώρη για Σαρία. Δε μιλήσαμε πολύ στη διαδρομή των περίπου τριών ωρών, μα πρόσεξα ότι ο καπετάνιος μας με κοιτούσε κάθε τόσο με βλέμμα ερευνητικό και κάπως απειλητικό, γεγονός που με ταρακούνησε κάπως. Το είπα στο Μηνά.
«Έχε απλά λίγο το νου σου, σερ,» μου απάντησε εκείνος. «Μπορεί να σκέφτεται να σε κλέψει όταν πάμε να κατέβουμε, αλλά θα τον προλάβουμε, μην ανησυχείς».
Δεν είχα και πολλά λεφτά πάνω μου, μόνο μερικές δραχμές δηλαδή και τις δυο λίρες που θα τον πλήρωνα, οπότε δεν ανησύχησα γι’ αυτό. Ωστόσο, είχα μια ισχυρή διαίσθηση ότι δεν ήταν αυτό το οποίο ζύγιζε επάνω μου όταν με κοιτούσε μ’ αυτό το βλέμμα, μα κάτι διαφορετικό, κάτι που δε μπορούσα να εξηγήσω επαρκώς. Με διαπέρασε ένα μικρό ρίγος όταν, ασυνείδητα σχεδόν, θυμήθηκα και συνέδεσα το γεγονός με την αίσθηση παρακολούθησης που είχα τις προηγούμενες μέρες. Για να ελαφρύνω λίγο το κλίμα και να καθαρίσω το μυαλό μου απ’ τις άσχημες σκέψεις, έκανα μια άσχετη ερώτηση στο Μηνά, σχετικά με την πανέμορφη, καταγάλανη θάλασσα και τα όντα που ζούσαν σ’ αυτή.
«Ω ναι, σερ. Έχει πολύ ψάρι εδώ. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Έχουμε και τη μένουλα, δεν ξέρω πως τη λένε στ’ αγγλικά. Το πιο νόστιμο ψάρι του κόσμου. Αλλά πολύ δύσκολο, θεριό το λένε. Και βγαίνει μόνο το Μάρτη. Εγώ βέβαια δεν ξέρω πολλά από ψάρεμα, αλλά έχω ακούσει».
Έπειτα ο κυρ Μιχάλης γύρισε και αντάλλαξε μερικές κουβέντες με το Μηνά. Τον ρώτησα τι είπανε, και μου απάντησε πως ο καπετάνιος μας απλά ενδιαφερόταν για το σκοπό του ταξιδιού μας, μα δε θέλησε να μπει στη διαδικασία να του εξηγήσει πολλά (βέβαια ούτως ή άλλως δε γνώριζε και πολλά). Αυτός ο μικρός μου γινόταν όλο και πιο συμπαθής.
Φτάσαμε και αγκυροβολήσαμε σε μια απάνεμη ακτή, κατεβήκαμε προσεκτικά απ’ τη βάρκα για να μη βρέξουμε τα παντελόνια μας που διπλώσαμε ως το ύψος των γονάτων και πατήσαμε πάνω σε σκληρά, χοντρά βότσαλα. Λίγο πιο ψηλά, πάνω σε κάτι άγρια, θαμνώδη βράχια, ξεπετιόντουσαν λίγα λίγα μερικά μικρά πέτρινα σπιτάκια.
«Παλάτια,» είπε ο καπετάνιος μας, και συμπλήρωσε μέσω του διερμηνέα μου πως υπήρχε ένα καφενεδάκι που μπορούσαμε να βρούμε φαΐ, κρασί και νερό, μα απ’ όσο γνώριζε δεν υπήρχε κάποιος ξενώνας να περάσουμε τα βράδια (φυσικά εμείς είχαμε προετοιμαστεί γι’ αυτό).
«Σ’ ευχαριστούμε Μιχάλη,» του έκανα, «δε θα σε χρειαστούμε άλλο».
Εκείνος χαιρέτησε κι έκανε να φύγει, μα ο Μηνάς τον πρόλαβε και τον έπιασε απ’ το μπράτσο. «Ε,» του είπε, «δεν κανονίσαμε πότε θα γυρίσεις να μας πάρεις».
«Α, ναι, ναι,» απάντησε εκείνος αφηρημένος. «Πότε θες;».
Ο Μηνάς γύρισε να με κοιτάξει, του έδειξα δυο δάχτυλα. «Σε δυο βδομάδες».
Ανηφορίσαμε απ’ το μονοπάτι προς τον οικισμό.
«Τι θα κάνουμε τώρα, σερ;» με ρώτησε ο μικρός.
«Δε θέλω να χάσουμε καθόλου χρόνο. Ας φάμε πρώτα κάτι να πάρουμε δυνάμεις, και μετά πρέπει να μαζέψουμε πληροφορίες απ’ τους κατοίκους».
«Τι πληροφορίες;».
«Σχετικά με τα μέρη που επισκέπτονταν τα παλιά χρόνια οι πειρατές».
«Ω!» έκανε ενθουσιασμένος. «Δηλαδή σερ ψάχνουμε κάποιο θησαυρό;».
«Όχι,» τον έκοψα αυστηρά. «Δεν ψάχνουμε θησαυρό».
«Αλλά;».
«Δε χρειάζεται να ξέρεις ακριβώς. Ας πούμε ότι είναι κάποιο κειμήλιο, μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας, αλλά όχι τόσο μεγάλης οικονομικής αξίας» (όσα λιγότερο ήξερε, τόσο το καλύτερο).
Φτάσαμε στο καφενείο, μέσα υπήρχαν λίγοι άντρες που μας κοίταξαν διερευνητικά και με καχυποψία. Παραγγείλαμε το μοναδικό πιάτο που υπήρχε διαθέσιμο, σουπιά με χόρτα. Ο Μηνάς έπιασε κουβέντα με τον ιδιοκτήτη, δεν κατάλαβα ακριβώς τι είπανε, αλλά φάνηκαν να τα πηγαίνουν καλά, γεγονός που έκανε και τους υπόλοιπους θαμώνες να νιώσουν κάπως πιο άνετα με την παρουσία μας. Ένας απ’ αυτούς έπιασε τη λύρα του κι άρχισε να παίζει κάτι παλαβά γρήγορους σκοπούς, που αμυδρά μου θύμιζαν αυτούς που είχα ακούσει πριν πολλά χρόνια στην Κρήτη.
«Φαίνεται πως σε συμπάθησαν, Μηνά».
«Ναι, σερ, έτσι νομίζω κι εγώ. Δεν τους μίλησα όμως ακόμα για τους πειρατές. Αν και, να σου πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι θα ξέρει και κανείς τους τίποτα. Οι περισσότεροι εδώ είναι απλοί βοσκοί».
«Ρώτα».
Γύρισε κι έβαλε μια φωνή που απευθυνόταν σε όλους μες στο καφενείο. Επικράτησε μια μικρή αναστάτωση, με τους θαμώνες να μιλάνε δυνατά ο ένας στον άλλον.
«Λένε ότι αν ξέρει κάποιος θα είναι ο ψαράς ο Γιώργης,» μου πε κάποια στιγμή ο Μηνάς. «Είχε βρει πριν λίγα χρόνια ένα πειρατικό ναυάγιο. Συνήθως τέτοια ώρα λένε έρχεται, όπου να ναι».
«Ας τον περιμένουμε. Τελείωσε τη σουπιά σου, είναι πεντανόστιμη».
Όντως, μισή ώρα αργότερα εμφανίστηκε ο ψαράς, ένας γέρος με γκρίζα μαλλιά κι ένα πρόσωπο αυλακωμένο από αμέτρητες ρυτίδες. Έγνεψε σε όλους με το κεφάλι, κάθισε μόνος σ’ ένα τραπεζάκι και παρήγγειλε ένα μικρό κανάτι κρασί. Το κατέβασε σχεδόν αμέσως, και τότε έκανα νόημα στο Μηνά να παραγγείλει άλλο ένα και να πάμε να κάτσουμε μαζί του. Δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός, μα απέπνεε μια γαλήνη. Ο Μηνάς δεν άργησε να μπει στο ψητό.
«Πειρατές, ε;» έκανε σκοτεινιάζοντας ο ψαράς. «Ναι, είχα όντως βρει ένα ναυάγιο στ’ ανοιχτά, έξω απ’ το Παρασπόρι. Τίποτα αξίας όμως, μόνο σάπια ξύλα. Δεν ξέρω πολλά, αλλά ξέρω ότι είστε στο σωστό μέρος. Σ’ αυτή τη μεριά του νησιού έρχονταν, βορειοανατολικά. Πρέπει να δατε και τα σπίτια με τους θόλους, τα πέτρινα, εδώ πιο έξω. Εκεί μένανε. Είχανε φτιάξει ορμητήριο. Ουσιαστικά θα πρέπει να πιάσετε όλες τις ακτές από δω και την Αλιμούντα που ναι πιο δίπλα, και να συνεχίσετε βόρεια και μετά δυτικά, μέχρι εκεί που αρχίζει η Πλάκα περίπου, ο όρμος. Ως εκεί έφτασαν οι πειρατές απ’ όσο ξέρω, πιο κάτω δεν πήγαν. Εκεί γύρω. Δεν έχει και πολλές παραλίες να ψάξετε, κυρίως βράχια έχει. Αλλά…» διέκοψε και με κοίταξε μ’ ένα άγριο βλέμμα που δε μπορούσα να ερμηνεύσω.
«Μηνά, ζήτα άλλο ένα κρασί».
«Αμέσως, σερ».
Ο μικρός έβαλε μια φωνή στον ιδιοκτήτη του καφενείου, και ο ψαράς άπλωσε το χέρι του και μου άρπαξε το μπράτσο, το έσφιξε με δύναμη. Μούγκρισε στα ελληνικά κάτι που έπειτα ο Μηνάς μου μετέφρασε ως: «Ξέρω τι ψάχνεις. Δε θα το βρεις εδώ».
Σηκώθηκα ταραγμένος, πλήρωσα το φαγητό μας και τα δυο κρασία και έκανα να φύγω.
«Μηνά εγώ θα πάω μια βόλτα. Κάτσε εδώ, αν θες. Κατά τις πέντε θα επιστρέψω να σε πάρω και θα πάμε στην… τη διπλανή παραλία που είπε, πώς τη λένε;»
«Αλιμούντα,» έκανε ο μικρός. «Αλλά θα ρθω μαζί σου, δε θέλω να κάτσω εδώ».
«Εντάξει, πάμε».
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ
Διαβάστε το τρίτο μέρος εδώ
Διαβάστε το τέταρτο μέρος εδώ
Διαβάστε το πέμπτο μέρος εδώ
24.9.2022
Καρπαθιακά Νέα