Οι Αναράες βρίσκουτται παντού, αμμέ στους σπήλιους στ΄Αφούρι τσαι στοις ποταμούς τσαι στοις ρεμαδιές του Ρίχτη ‘εν απολείπου ποτέ, έχει ακόμη τσαι στοις σπηλιές της θάλασσας τσαι βγαίνου τα μεσάνυχτα αλλά τσαι μέρα μεσημέρι φαίνουτται.
Πολλές Αναράες είναι τσαι παντρεμένες τσ’ έχου τοις άντρες τως, τοις Ανάραους, τσαι κάνου τσαι παιδιά, άλλα αΰναμα τσαι ζαρωμένα τσ’ άλλα παχειά σάτ’ τα ‘ρτούτσια.
Ετσείνοι που τοις θωρούσι – ν είναι το στοίχι τως αλλαφρύ, οι αλαφρόστοιχοι, που λέου, τσ’ ααθίζου ισ’ εμμετάτσι.
Η προλαλλά μου μας ήλεε πως μια βολά ήρτεν ένας άνθρωπος τσ’ εΰρεψε τη μαμμή την Ερνιά του Κωστή απού τ’ Όθος να την επάρη να μτσάη μιαγ γυναίκα. Ετσείνος ήτον Ανάραος, αμμέ που να το καταλάβη ετσείν’ η κακομοίρα;
Στη στράταν απού πήαινα εκουβέντιαζεν ο Ανάραος της μάμμης τσαι της ήλεε. – Καλό – ν απού ‘ες, μάμμη, αν είναι το παιΐ – ν αρτσενικό: Τσαι κακόν απού ‘ες, μάμμη, αν είναι το παιΐ θελυκό! Η μάμμη μονιμιάς εκακοπιεύτη, όσο τσ’ αν είναι το – ν ααθή, πως αυτά ‘εν είναι λόγια των αθρώπω τσ’ ‘εν ήβγαλε μιλιά – ν απού το στόμα της.
Εκλούθα το λοιπός του Ανάραου τσ’ επήασι στο σπήλαιο στο Ρίχτη. Εξεέννησε τηγ γυναίκα τσαι για τηκ καλή της μοίρα το παιΐν ήτο – ν αρσενικό αλτσώς βουά της μοίρας της! Τσαν εδιόρτωσε τηγ γυναίκα τσαι την ήαλε στο στρώμα, ήθελε να της κάμη κατά το συνήθειο για τοις λουχούες τσαι μια τέντα. Τσαι τότε της εώκα – ν αντζήνια σεντόνια τσαι το ‘να το γρώνισε πως ήτον εϊκό της, που το ‘χε – ν εφτατσαίνουργιο μέσ’ στο σεντούτσι του σπιδιού της τσαι με τοις εφταγνώριστες κορδέλλες του. Μιλιάν η μάμμη!
Μόνο την ώρα που το κρέμαζε ήκαμε κρουφά με τα ‘όματα μια παλαμά πάνω στο σεντόνι, να ‘ούμε αθ θα της το ‘υρίσουσι, να το γρωνίση. Τσαν επόκαμε τηβ βουλειά της, της εώκα το ρεγάλλο της, τσαι της εεμώσα τοις φτερούες του ζιππουνιού της με μια φουχτά πράματα, που της εφανίστησα τσα κρομμυόφυλλα.
Τότες ήφυε τσαι μήε πίσω ‘εν εΰρισε να ή! (ώχου παιΐ μου, τα λέω τα’ ανεχιτώνω!) Τσαν ήρτε πλια ωγιά κοντά στο χωριό στον Άϊ – Γιώργη, του Νουάρου το κρασάμπελο, επήρε θάρρος η ‘υναίκα, ήκαμε το σταυρό της στο μοναστήρι – εχάρασσε πλιο τσ’ η μέρα – τσ’ επήεν ετσειά ‘τσα στόμ Μελιτώνα τα’ εξετίναξε τοις φτερούες της να πέσου τ’ Αναραοσίματα! Όξ’ απόες τσ’ απόμακρα! Επόσωσε πλιο στο σπίτι μισοποθαμμέν’ απού τόφ φόο της. Το νυχάτο εσηκώθη τσαι την ώρα που ‘αλλε το ζιππούνι της ήπεσε κάτω από τη φτερούα της ένα πράμα! Τσαι τίαν ήτο; Ένας μαμουδιές!
Τότες εκατάλαβε πως ετσείνα που θάρρει πως ήτο κρομμυόφυλλα ήτο μαμουδιέες! Ήκοψε τσ’ επήε στοτ τόπο που θυμάτο πως τα ‘ρριξε άμμ’ έν ηύρε τίποτε.
Η Αναρά εθύμωσε τσαι τα πήρε πίσω. Ύστερα ‘πό καμμιά δεκαρά – ημέρες επήε ν’ αννοίξ’ η μάμμη το σεντούνι της τσ’ είε στην απάνω μερά το σεντόνι της που ‘ε στο σπήλαιο της Αναράς, με τηπ παλαμά που ΄καμεν η ίδια τσαι με τα στίματα που φαίνουττον ακόμη στ’ αφόριο σεντόνι απού τοις λεχουδιές της Αναρίας.
Γι’ αυτό λέουσι πως για να μην επαίρουν οι Καλές γυναίτσες τα σεντόνια του σπιδιού, πρέπει να μη τ΄αφήνης αντζήνιαστα, γιατί σου τα παίρου τσαι τα ματώνου στηγ γέννα τως τσαι καμμιά βολά σου τα ‘υρίζ’ ο Ανάραος ματωμένα τσαι ογρά ογρά τσ’ άλλες βολές αργίει να σου τα φέρη τσαι ξεραίνουτται τα ‘ματα τσαι φαίνουτται μόνο τα στίματα!
[αλαφρόστοιχοι= Οι αλαφρόστοιχοι είναι οι κοινώς «αλαφροήσκιωτοι», ααθίζου= αγαθίζουν, είναι ευήθεις, εμμετάτσι= υποκορ. του εμμετί= ολίγον, μτσάη= να πιάση να ξεγεννήση, εκακοπιεύτη= υπωψιασθή, μέρα μεσημέρι= Η ιδέα περί εμφανίσεως δαιμονίων κατά την μεσημβρίαν ακριβώς (σχίζα του μεσημεριού) είναι παλαιά ελληνική (πβ.και το δαιμόνιον το μεσημβρινόν του Ψαλμού 90, 6) εισαχθείσα και εις την Χριστιανικήν Εκκλησίαν ως φαίνεται από τους εξορκισμούς του Μεγ. Βασιλείου και του Χρυσοστόμου κατά του μεσημβρινού δαίμονος, ‘ρτούτσια= ορτύκια, ανεχιτώνω= ανατριχιάζω, φρίττω εκ του αναχαιτώνω (χαίτη), μαμουδιές= μαχμουτιές, χρυσούν Τουρκικόν νόμισμα]