Ο Καρπάθιος λογοτέχνης Αναστάσιος Ν. Φράγκος (Η επιστολή από τον Καβάφη)

Ο Καρπάθιος λογοτέχνης Αναστάσιος Ν. Φράγκος (Η επιστολή από τον Καβάφη)

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς 

Αλεξάνδρεια 10 Rue Lepsious

19 Σεπτεμβρίου 1926.

 Φίλε Φράγκε,

Σας ευχαριστώ θερμότατα για την χάρτα σας της 6 Σεπτεμβρίου και την αποστολή των δύο φύλλων της “Ελευθερίας” των περιεχόντων τη μελέτη σας περί των ποιημάτων μου. Με ευχαρίστησε πολύ η ανάγνωση της μελέτης αυτής.

Είναι καλή εργασία.

Με ήταν δε μια μεγάλη ικανοποίηση να δω το έργο μου έτυχεν επιδοκιμασίας από σας, έναν νέον με τόσον τάλαντον.

 

Με πολλήν εκτίμησι

Κ. Π. Καβάφης

 

Ο Αναστάσιος  Φράγκος, ο Τάσος, ήταν τότε είκοσι χρονών, νεαρός φοιτητής της νομικής, μελέτησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη, και τόλμησε να βάλει στο χαρτί, τη διεισδυτική ματιά της σκέψης του.

Είναι ο μοναδικός Καρπάθιος, με ένα γράμμα από τον Καβάφη.

Στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, δημοσιεύει το βιβλίο “Κριτικά σημειώματα”. Επιλέγεται από τις εκδόσεις “Αλεξανδρινή τέχνη” και είναι ο πρώτος, τόσο νέος, κριτικός.

Πρόκειται για μια ιδιαίτερη, προσωπική ματιά, στους ποιητές Καβάφη, Παλαμά, και τους λογοτέχνες Δημοσθένη Βουτυρά και τον Νικόλαο Νικολαϊδη.

Η κριτική προσέγγιση του Φράγκου, δεν εξετάζει μόνο τη στεγνή, ανάγνωση ποιημάτων και λογοτεχνικών κειμένων, ο ίδιος προσπαθεί να νιώσει, να αφουγκραστεί τους δημιουργούς. Αποφεύγει να πατήσει σε βήματα και απόψεις επωνύμων και στέκεται με ωριμότητα αλλά και συναίσθημα στο περιεχόμενο. Όμως  κλείνει τα μάτια, αγγίζει το ηχόχρωμα, που προκαλούν οι φθόγγοι από τις παραγόμενες λέξεις.

Περιγράφει μαγεμένος, τον Καβάφη σαν το “ποιητή των ελαχίστων”, μελετά τα ποιήματα του και είναι σίγουρος, δεν θα μπορέσει κανένας να  μιμηθεί το έργο του. Διακρίνει τη γραφή “συνθήκης” και την ανάγκη “ικανοποίησης”του κοινού, σε πολλούς ,άλλους δημιουργούς της εποχής του. Στην αντίπερα όχθη τοποθετεί το Καβάφη, με τον τίτλο “παγκόσμιος δημιουργός”.

Να υπενθυμίσω, όλα αυτά γράφονται το Σεπτέμβρη του 1926. Ο Καβάφης ήταν 63 χρονών και έχει γράψει 123 έργα, τα επόμενα  επτά χρόνια, μέχρι το θάνατο του, θα γράψει, και θα μας αφήσει κληρονομιά ακόμη 31 ποιήματα.

Στις τελευταίες σελίδες των “κριτικών σημειωμάτων”, ο Φράγκος αγγίζει και τον λογοτέχνη Δημοσθένη Βουτυρά. Θαυμάζει την πένα και τη καθαρότητα της γραφής του, γράφει επαίνους, για το “τεράστιο ταλέντο” του “λαϊκού διηγηματογράφου”,και ενώ αναγνωρίζει πολλά “τρωτά σημεία”, δεν βλέπει αυτό που αποκαλούν οι άλλοι, σπουδαιότεροι και φτασμένοι κριτικοί, τον “Βουτυρά σαν πρόβλημα”αντίθετα, τον χαρακτηρίζει, με θάρρος, “είναι ο νεώτερος Παπαδιαμάντης”.

Ο μοναχογιός, του Αρκασσιώτη Νικολάου Φράγκου και της Μενεδιάτισσας κανακαράς, Καλλιόπης Εμμανουήλ Γεραπετρίτη, είναι η περίπτωση του ανήσυχου δημιουργικού Καρπάθιου, που ποτέ δεν πρόταξε τον εαυτό του, ούτε το έργο του, αλλά δούλεψε με στόχο την ομάδα και υπηρέτησε το σύνολο.

Γεννημένος στις 24 Ιουνίου 1906, στο Μεταξουργείο, η σχέση του με το πατρικό τόπο, τη Κάρπαθο, μπαίνει στη ψυχή του, φαίνεται να εισβάλει και να ριζώνει, από τα καθημερινά λόγια των γονιών και του Καρπάθικου κύκλου, που μπαινοβγάνει στο σπίτι.

Πρώτο παιδί από τα πέντε, σε όλα δίνουν ονόματα που ξεκινούν από το γράμμα Α. Αναστάσης, Αθανάσιος, Αντώνης, Απόστολος και τελευταία η κόρη, η Άννα.

Μέσα από καθιστά γλέντια και μαντινάδες, πλάθει με τα πιο τρυφερά και γλυκά χρώματα, τη σκλαβωμένη, εκείνα τα χρόνια Δωδεκάνησο.

Βρίσκει άπειρες ευκαιρίες, για να βγάλει το πάθος και να μετατρέψει την φανερή αδυναμία, που ακούει στο όνομα Κάρπαθος, σε παθιασμένη δημιουργία.

Πρωτεργάτης σε ένα πλήθος κινήσεων την δεκαετία του 1930, όπως στο “Δωδεκανησιακό Σχολείο”με πρόεδρο τη μάνα της Δωδεκανήσου, Αντιγόνης Ζουρουδή, αλλά και ενεργό μέλος, του πανκαρπαθιακού συλλόγου, γράφει και δημοσιεύει δεκάδες κείμενα, για τα βασανισμένα, υπόδουλα στους Ιταλούς, Δωδεκάνησα.

Κορυφαία στιγμή η ίδρυση “Εταιρίας Δωδεκανησιακών Μελετών”.  Στις 15 Απριλίου 1936, στο σπίτι του οφθαλμίατρου Νικολάου Μαυρή, εκτός από τον ίδιον υπογράφουν τη διακύρηξη  οι:

Μιχάλης Μιχαηλίδης Νουάρος, Μανώλης Πρωτοψάλτης, Βάσος Βαρίκας, Ανδρέας Παπανδρέου, Γιώργος Γεωργιάδης και ο Βάσος Χανιώτης. Μέσα στον χαμό της εποχής, μπορεί η εταιρία να μην λειτούργησε, έβαλε όμως τις βάσεις, για να προχωρήσει και να φέρει αποτελέσματα στα κατοπινά χρόνια.

Συμμετέχει σε κάθε μικρή και μεγάλη κίνηση της εποχής, γίνεται μπροστάρης ακόμη και στα γλέντια, με στόχο τα χρήματα αλλά και την προβολή του Δωδεκανησιακού ζητήματος. Αλησμόνητη θα έπρεπε να παραμένει η Δωδεκανησιακή βραδιά του 1930, με πρωτεργάτη τον κορυφαίο, πολυμήχανο Καρπάθιο, καφετζή-εκδότη, Μιλτιάδη Παπαμανώλη, πραγματοποιείται μια δική του ιδέα, η αναπαράσταση του Καρπάθικου γάμου, που προκαλεί πάταγο, σε όλη την Αθήνα.

Δοσμένος στο αγώνα της απελευθέρωσης, ο Φράγκος αφήνει, εγκαταλείπει, τη δικιά του, προσωπική, λογοτεχνική πορεία.

Ένα από τα ελάχιστα δημοσιευμένα διηγήματα του, γίνεται στο περιοδικό που επιμελείται προσωπικά ο Καβάφης.

Η “Αλεξανδρινή τέχνη”, επιλέγει το έργο του Φράγκου το 1930, με τίτλο “Πένθιμα Λάβαρα”. Πρόκειται για μια παθιασμένη κατάθεση ψυχής, μακριά από άνευρα σχήματα και κενές λέξεις.

Στο τετρασέλιδο διήγημα, μας μεταφέρει στο νησί των λεπρών και περιγράφει έναν νεαρό, τον Δίλη, που περιτριγυρίζει ένα πτώμα και περιμένει το δικό του σβήσιμο. Λόγος μεστός, ολοκληρωμένος και καθάριος, πάνω από όλα ειλικρινής και αβίαστος, τρέχει σαν νερό πηγής και απομακρύνει κάθε εξωτερική σκέψη του αναγνώστη. Παρασυρμένος από τον πεσιμισμό της εποχής του, ο Τάσος Φράγκος, είναι παθιασμένος Δωδεκανήσιος, είναι αφιερωμένος, ταμένος στα άγνωστα νησιά.

Ακόμη δεν έχει ταξιδέψει σε αυτά, δεν τα έχει γνωρίσει, παρόλα αυτά, η υπόθεση της Δωδεκανήσου τον πονάει σαν μια βαθιά, ανοιχτή πληγή, που δεν σταματά να αιμμοραγεί.

Με κάθε ευκαιρία αρθρογραφεί, σε Αμερική, Αλεξανδρεία, Αθήνα, δεν υποτιμά τον επαρχιακό τύπο και είναι τακτικός συνεργάτης σε ένα πλήθος ημερησίων και εβδομαδιαίων εφημερίδων. Προσπαθεί και κάθε φορά αγγίζει με έναν διαφορετικό τρόπο το ζήτημα.

Τακτικός αρθρογράφος της Εφημερίδας “Πατρίς”, αλλά και του “Εθνικού Κήρυκα”, στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, μάλιστα η εφημερίδα πραγματοποίησε το 1935, μια ξεχωριστή έκδοση για την ιστορική μελέτη του Τάσου Φράγκου, “Δωδεκάνησος”.

Είναι μια γόνιμη και εξαιρετικά φορτωμένη εποχή για τον Φράγκο. Γράφει, αρθρογραφεί και σχολιάζει σε δεκάδες ελληνικά και ξένα έντυπα.

Από την “Πρόοδο” του Σικάγου, στην “Αγών” του Παρισιού και από εκεί στη “Νέα Τέχνη” των Αθηνών και την “Αλεξανδρινή Τέχνη” στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αλλά και σε ένα πλήθος επαρχιακών φύλων όπως: Η “Κέρκυρα”, η “Κερκυραϊκη ηχώ”, “Ήπειρος”,  ο “Πατρεύς”, ο “Κήρυκας Ιωαννίνων”, ο “Ηπειρωτικός Αγώνας”, ο “Ελεύθερος Λόγος, η “Επαρχεία” (Θεσσαλίας), η “Αλήθεια” και φυσικά η δεκαπενθήμερη εφημερίδα των Νέων Δωδεκανήσιων η “Δωδεκανησιακή”.

Σε ένα προσωπικό του ταξίδι στη Πάτρα το 1937, συναντά το φίλο του, σπουδαίο νομικό και ιστορικό, λογοτέχνη Κώστα Τριανταφύλλου, από τα πιο σπουδαία πρόσωπα στην πόλη του αλλά και υποστηρικτής της Δωδεκανησιακής νεολαίας. Μα δεν χάνει άσκοπα χρόνο, ανεβαίνει στο Μεσολόγγι και προκαλεί όλη την Ελλάδα, αλλά και την παροικία σε ολόκληρο το κόσμο.

Ανασύρει και προβάλλει τον ξεχασμένο Δωδεκανήσιος ήρωας, τον στρατηγό και βουλευτή Δημήτρης Θέμελης,έναν από τους πρωτεργάτες της φιλικής εταιρίας, που έπεσε στη μάχη της πολιορκίας του Μεσολογγίου.

Ο Φράγκος θεώρησε βαρύ, προσωπικό χρέος, την αναγνώριση του ήρωα, έστειλε γράμματα και προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.

Βρήκε αρκετούς ένθερμους χρηματοδότες και την επόμενη χρονιά, το 1938, ολοκλήρωσε την αναγνώριση του ξεχασμένου Δ. Θέμελη.

Μάλιστα στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Θέμελη, ο Δωδεκανησιακός σύλλογος πραγματοποίησε μια εκδρομή στο Μεσολόγγι.

Την ίδια χρονιά, έρχεται η γνωριμία και ο γάμος. Παντρεύεται την Πηγαδιώτισσα, Σεβαστή Αλεξανδρίδη και το 1939, γεννιέται το πρώτο και μοναδικό, παιδί τους, ο Νικόλας. Έχουν μετακομίσει στον Πειραιά και το μόνο στο λιμάνι από την Αθήνα είναι την ομάδα του, παρέμεινε πάντα Παναθηναϊκός και δεν έχανε ευκαιρία να προκαλεί στο καρπάθικο καφενείο του Νταή. Το καφενείο του κυρ-Ηλία που ήταν αγαπημένος τόπος για να μελετά, να ξεκοκκαλίζει, καθημερινά τις εφημερίδες του, ενώ λαχταρούσε πάντα ένα τσιγαράκι.

Ξεσπάει ο πόλεμος, και επιστρατεύεται, φαντάρος φεύγει για το μέτωπο, τον βρίσκουμε να πολεμά τους Ιταλούς, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, ενώ με την είσοδο των Γερμανών, κατεβαίνει ποδαρόδρομο, έως τα Γιάννενα.

 

Η εγγονή του, Σεβαστή, δεν ξεχνά την ιστορία με το μουλάρι, που βρέθηκε στο δρόμο των στρατιωτών και εκείνος, παρόλη την ταλαιπωρία και την πείνα, αρνήθηκε, πεισματικά, τη κλοπή του.

Ο Φράγκος μετά τον πόλεμο, ξαναγυρνά στο υπουργείο οικονομικών που εργαζόταν, και φεύγει με απόσπαση για τη Θεσσαλονίκη.

Στη Μακεδονία παραμένει έξι χρόνια, μόνος, μακριά από τη γυναίκα και το γιό τους.

Πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι για τη Κάρπαθο, στις 28 Αυγούστου 1946, ακόμη το νησί είναι σε κατοχή, αυτή τη φορά κάτω από την Αγγλική διοίκηση.

Στο βιβλίο του,“Κάρπαθος”, περιγράφει με γλαφυρότητα, όλες τις μικρές λεπτομέρειες από τη διαδρομή, που χαρακτηρίζει “ατέλειωτη Οδύσσεια”.

Ξεκίνησε από τον Περαιά με το πετρελαιοκίνητο ιστιοφόρο, ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Πλοίαρχος ο Συμιακός Πινοτσής, οι συνεπιβάτες Καρπάθιοι ήταν πολλοί, ο Φράγκος γράφει για τους Μενεδιάτες, Γιώργο Φελουζή, τα αδέλφια Μανώλη και Μηνά Κοσμά και τους Αρκασιώτες Αλέκο Αλεξιάδη και τον Γιάννη Κανάκη.

Το ταξίδι κράτησε ένα γεμάτο τριήμερο, αναχώρησαν Παρασκευή μεσημέρι, απέφυγαν τις νάρκες που ήταν σπαρμένες μέσα στο Αιγαίο και επιτέλους, έφθασαν στα Πηγάδια, ήταν το χάραμα της Δευτέρας.

Στην Κάρπαθο μένει μια βδομάδα και με τη βοήθεια μιας Αγγλίδας, της  Μαίρης και του Αρκασιώτη Πιττά, εξασφαλίζει ένα από τα ελάχιστα αυτοκίνητα της UNRRA, της βοήθειας των Άγγλων συμμάχων, που διοικούσαν το νησί. Κατάφερε να γυρίσει όλη τη νότια Κάρπαθο και να καταγράψει όλα εκείνα που τον προκάλεσαν, που τράβηξαν τη ματιά του.

Την επόμενη χρονιά, το 1947, επαναλαμβάνει το ταξίδι στην Κάρπαθο και στέκεται τυχερός, καταφέρνει να επισκεφθεί το Διαφάνι και την Όλυμπο, προσκεκλημένος από τον πλοίαρχο Νικία.

Όλες τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του, τις καταγράφει και τις δημοσιεύει σε εφημερίδες της Ελλάδας και της Αμερικής.

Ο Φράγκος δεν γράφει για να κερδίσει βαθμούς, δεν περιμένει θέσεις και φαρδιές καρέκλες, τα γραπτά του φανερώνουν από τη μια την εσωτερική του ανάγκη να εκφραστεί, ενώ από την άλλη, τον ακατανίκητο πόθο να μιλήσει για τον τόπο του.

Τα Δωδεκάνησα και η Κάρπαθος μπορεί να απελευθερώθηκαν, είχαν όμως τεράστια προβλήματα, ο ίδιος  συνεχίζει την αρθρογραφία, περιορίζεται σε θεματολογία που αφορά την Κάρπαθο, άλλωστε με εξαίρεση τα φοιτητικά του χρόνια, ποτέ δεν προωθούσε ιδιαίτερα τις προσωπικές του λογοτεχνικές απόπειρες.

Τα επόμενα χρόνια γράφει κυρίως ανταποκρίσεις, από τα ταξίδια του στην Κάρπαθο, ενώ τον χειμώνα, από το σπίτι στον Πειραιά, στέλνει επιστολές σε εφημερίδες, αναδεικνύοντας τις σοβαρές ελλείψεις του νησιού.

Εκλέγεται μέλος του Δ.Σ. απανταχού Καρπαθίων από το 1946 έως και το 1960. Τελευταία εμφάνιση στην «Καρπαθιακή Ηχώ» γίνεται το 1970 με αφορμή τον 26ο  εορτασμό της 5ηςΟκτωβρίου. Στην κατάμεστη αίθουσα του δημοτικού θεάτρου Πειραιά, υπενθυμίζει μακριά από υπερβολικές κορώνες, τον ξεσηκωμό των Καρπαθίων.

Την ίδια χρονιά γίνεται ακόμη μια φορά πρωτεργάτης στη δημιουργία «πανδωδεκανησιακού συνδέσμου» παλαιμάχων αγωνιστών της Δωδεκανήσου. Στην προσπάθεια συμμετέχουν επίσης οι Νικόλαος Στεφάνου, Γιάννης Μοσχούλης, Χαρ. Κάσσιος, Κων/νος Ηλιάδης, Χαρ. Χριστοφίδης, Παν. Σκευοφύκακας.

Μια προσπάθεια που δεν πρόλαβε να τη δει να αναπτύσσεται, η επιδείνωση της υγείας του, δεν άφησε περιθώρια για δράση και δυναμικές κινήσεις.

Ήταν 23 Ιούνη όταν ο Τάσος η γυναίκα του και τα δύο εγγόνια τους, επέστρεψαν από μια εκδρομή από τα Σελίνια.

Σάββατο μεσημέρι και ο Τάσος πετάχτηκε να ψωνίσει φρέσκο ελληνικό καφέ. Γύρισε με μια ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα,

η γυναίκα του απόρησε και αναρωτήθηκε, λίγο αστεία,

-Τάσο, κηδεία έχουμε και έφερες τόσο καφέ;

Εκείνος δεν απάντησε, έκανε μια γκριμάτσα, σα να έλεγε, ποιός ξέρει, ίσως χρειαστεί.

Ξαφνικά η εύθραυστη υγεία του επιδεινώθηκε, κάλεσαν τον φίλο και συνεργάτη του, Ολυμπίτη γιατρό Διακαντώνη.

Όμως δεν άντεξε, το καντήλι του Φράγκου έσβησε, ανήμερα των γενεθλίων του, ενώ έκλεινε τα 69 χρόνια του.

Απομένουν λιγοστές φωτογραφίες και μερικές σκόρπιες, κιτρινισμένες, λεπτές χάρτινες μνήμες, να θυμίζουν το μεγαλείο μιας γνήσιας, ανιδιοτελής ψυχής.

Ο φίλος του Ζίγδη, κολλητός και κουμπάρος του Μαύρου, αλλά και του γνήσια ψυχωμένου, Δωδεκανήσιου Μαυρή, αφήνει κληρονομιά το ήθος και το μεγαλείο ενός παθιασμένου ομαδικού αγώνα, μέσα σε μια πορεία ταπεινότητας και ήθους.

Γλετζές, ευχάριστος και πάντα ορεξάτος, έτσι απομένει στη μνήμη ο φιλότιμος Τάσος. Δεν είχε την τύχη του φίλου και συναδέλφου του, του σπουδαίου Γιάννη Σκαρίμπα, μα και πως άλλωστε, αφού δεν διάλεξε να τραβήξει μοναχικές πορείες.

Αν κάτι συνεχίζει να μετρά και να τον ανακατεύει με το παρόν, είναι ο τροπος που περνούν στην ψυχή και το αίμα, οι μεγάλες ιδέες.

Ο Τάσος, γνώρισε για πρώτη φορά την Κάρπαθο, στα σαράντα του. Δεν είχε περιουσίες, ενώ ξαναταξίδεψε ελάχιστες φορές για κάτω, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αντίθετα, γύρισε όλη την Ελλάδα. Όμως ο τόπος που γαλήνευε τη ψυχή του ήταν μοναχά τα Δωδεκάνησα. Οι φίλοι που κρατούσε σφιχτά μέσα του, ήταν Δωδεκανήσιοι και δεν ντρεπόταν, ούτε έκρυβε τον καημό και το άσβεστο, αχόρταγο πάθος για τη Κάρπαθο.

Τα κιτρινισμένα βιβλία, με προσωπικές αφιερώσεις από τον Ηλία Βενέζη, τον Λάκωνα συγγραφέα Γιώργο Ι. Ρουμάνη, τον Πατρινό Κώστα Τριανταφύλλου, τον Νισσύριο Ιάκωβο Καζάβη, αλλά και οι φωτογραφίες παρέα του Γιάννη Σκαρίμπα, δεν αφήνουν αμφιβολίες για τον Τάσο Φράγκο.

Η παρέα έσπασε, έφυγαν τμηματικά, σίγουρα θα ξαναβρέθηκαν στην αντίπερα όχθη, εκεί που δεν κυβερνά ο χρόνος το καράβι.

Θαρρώ σιγοκουβεντιάζουν πια, για τα περασμένα, θυμούνται τα δύσκολα, που κι αυτά, όπως όλα έσβησαν σαν σπίρτα, απέμειναν αραχνιασμένες μνήμες σαν το Στάμο, τον ήρωα από το μυθιστόρημα του, «όταν ξυπνούν οι σκλάβοι»,γράφει λοιπόν, ο Φράγκος:

«…οι ξένοι θρονιάστηκαν για τα καλά, σκορπίστηκαν σε όλα τα χωριά, σιγά σιγά πάτησαν και τα γειτονικά νησιά, πιάσαν τα σχολειά, τις εκκλησιές και όλα τα καλά σπίτια των νησιών, μπαμπέσικα ή με τη βία.

Μα οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν το ένα πίσω από το άλλο και οι ξένοι δεν εννοούσαν να φύγουν. Άρχισαν να φαίνονται καθαρά ποιοί ήσαν και τι έκρυβαν. Κατέστρεψαν τους χωριάτες μας, περνώντας άχρηστους δρόμους μέσα από τα χωράφια και τα περιβόλια τους. Κατέστρεψαν τους ναυτικούς μας, μην αφήνοντας τους σφουγγαράδες και τους μούτσους μας να φύγουν. Κατέστρεψαν τους τεχνίτες μας, αφήνοντας τους να φεύγουν την άνοιξη, αλλά μην αφήνοντας τους να γυρίσουν το φθινώπορο. Κυνήγησαν τις γυναίκες και τα κορίτσια μας, ώστε να μην μπορεί να ξεπορτίσει καμμία. Φυλάκισαν τους παπάδες και τους δασκάλους μας και διώχναν τους νέους μας που αντιμιλούσαν. Και με λίγα χρόνια έδιωξαν τη χαρά και την ευτυχία του νησιού μας, φέρνοντας τη φτώχεια και τη κακομοιριά και σκορπίζοντας τον τρόμο και το θάνατο στο διάβα τους…»