γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Λένε ότι οι μετανάστες, όσα μίλια κι αν είναι μακριά, πονούν περισσότερο την πρώτη τους πατρίδα. Και πως εκεί, στην ξενιτιά, ζουν δυο ζωές, στη μια κυνηγούν τον αληθινό χρόνο και στην αρχή μοιάζουν με θεριά έξω από τα νερά τους.
Σιγά-σιγά γίνονται το αίμα της νέας πατρίδας που παλεύουν να την κατακτήσουν, ενώ στη άλλη ζωή, την ιδιωτική, ζουν έναν διαφορετικό κόσμο μέσα στα όνειρα, όμοιο με τα πιο τρυφερές παιδικές στιγμές τους. Από την άλλη έρχονται τα χρόνια, που δεν περιμένουν κανέναν. Περπατούν, μάλλον τρέχουν ένα ατέλειωτο κατοστάρι δίχως να κουράζονται στιγμή! Έτσι και μέσα στις σημερινές εποχές των πιο άγριων ανυπόφορων δίποδων θηρίων, όσοι ξε-μένουν πίσω, δίκαια ή άδικα, στο τέλος όλοι γίνονται κάτοικοι στενών μνημάτων και των πιο ευρύχωρων μνημών. Όμως για τους μετανάστες, πετύχουν ή όχι στη νέα πατρίδα, η αποστολή τους πάντοτε ήταν πολύ πιο απαιτητική και φορτωμένη ευθύνες.
Ο Ιωάννης Αντωνιάδης είναι από εκείνους τους μετανάστες που άφησε ανεξίτηλο το χνάρι του στην Αφρική κι όμως παρόλο που επέστρεφε σπάνια στην Κάρπαθο, κατάφερε να μεταφέρει και να χτίσει ένα καινούριο νησί του αιγαίου, μια μικρή Ελλάδα, μέσα στην καρδιά του σημερινού Ζιμπάμπουε. Σεμνός, ταπεινός και με προσήλωση σε μεγάλους στόχους παραμένει ολοζώντανος στη μνήμη.
Διαδρομή μέχρι το Γκουέλο της Ροδεσίας.
Γεννημένος το 1864 στο Όθος της Καρπάθου ο Ιωάννης Αντωνιάδης ξενιτεύτηκε από νωρίς. Αρχικά πέρασε από τη Μικρά Ασία το πιθανότερο τη Σμύρνη που η παροικία των καρπαθίων ήταν ισχυρή και έπειτα ταξίδεψε μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά της μάνας του ντουνιά, της Αιγύπτου. Ούτε εκεί ρίζωσε, προτίμησε να τραβήξει ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη ζούγκλα.
Έφτασε στη Μοζαμβίκη και το πολύβουο λιμάνι στο βορρά, την Μπέϊρα, που ήδη είχαν κατακτήσει οι Κασιώτες από το 1895, αφού τα έργα του σιδηροδρόμου ήταν μια οικονομική πρόκληση. Τελευταία στάση, το 1901 σε ηλικία 37 ετών, κυνηγώντας την τύχη σε ακόμη πιο παρθένο έδαφος, έφτασε στην καρδιά της Ροδεσίας, στο Γκουέλο που μόλις αναπτυσσόταν.
Ο Αντωνιάδης είχε προλάβει την ίδρυση του πρώτου ιδιωτικού σχολείου του Όθους Καρπάθου που λειτούργησε από το 1870.
Πρώτος δάσκαλος ήταν ο Σταμάτης Γεωργιάδης ή Μαργαρίτης. (Όπως αναφέρεται από τον δάσκαλο Μιλτιάδη Μαντινάο το 1953).
Φαίνεται να γνωρίζει γράμματα, έτσι αν και περνά από διάφορες δουλειές, μεταξύ αυτών ακόμη και εργαζόμενος στα χρυσωρυχεία της Ροδεσίας, κύρια απασχόληση του γίνεται το εμπόριο και οι κτηματικές επιχειρήσεις.
Το Γκουέλο της Ροδεσίας
Σήμερα είναι η πόλη Gweru (Gwelo μέχρι το 1982) πρόκειται για μια πόλη πολύ κοντά στο κέντρο της Ζιμπάμπουε. Έχει πληθυσμό περίπου 146.000 κατοίκους (2009). Η Gweru είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Midlands, και ιδρύθηκε το 1894 από τον Δρ Leander Starr Jameson. Για αυτόν το γιατρό ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έλεγε ότι έγραψε το διάσημο ποίημά του “αν-“.
Η πρώτη τράπεζα του Γκουέλο άνοιξε το 1896, και το χρηματιστήριο το 1898. Η σιδηροδρομική γραμμή έφτασε το 1902 και Δήμος έγινε το 1914.
Η πόλη δημιουργήθηκε το 1894 έπειτα από τον ξεσηκωμό των ντόπιων κατά των εποίκων και στην αρχή ξεκίνησε ως μια στρατιωτική βάση των λευκών στρατιωτών.
Πρόκειται για ακόμη μια αιματοβαμμένη στιγμή της Αφρικής.
Στην ουσία ήταν το αποτέλεσμα μια σειρά συγκρούσεων μεταξύ των εισβολέων και των φυλών Shona και Ndebele, που κατέληξε το 1893 σε έναν αδυσώπητο πολέμο, τέτοιο που τελικά κατέστρεψε το βασίλειο των Ndebele, και οδήγησε στην “πρώτη” Chimurenga, την πρώτη επανάσταση, του 1896-1897.
Ήταν ένας άγριος πόλεμο, οι ιθαγενείς πιστεύαν ότι οι λευκοί, όχι άδικα, κατέστρεφαν την ισορροπία της φύσης. Αυτή ήταν μία από τις πρώτες συγκρούσεις των διαφορετικών πολιτισμών.
Οι “αντάρτες” νικήθηκαν και οι λευκοί δημιούργησαν ένα αποικιακό κράτος και έτσι “λύθηκε” το πρόβλημα της γης: έγινε φυλετικά λευκή και αποκλειστική στους έποικους. Όσο για τους ντόπιους «ιθαγενείς», αυτοί μετεγκαταστάθηκαν στα βάθη της ζούγκλας και οι λευκοί απέκτησαν περιουσίες.
Αξίζει να αναφέρουμε τέσσερις από τους ηγέτες των ντόπιων: τον Lobengula Khumalo (1845-1894), ήταν ο δεύτερος και τελευταίος βασιλιάς των Ndebele, τον Nehanda Nyakasikana (1840-1898) έναν από τους πνευματικούς ηγέτες των Σόνα, τον Sekuru Kaguvi, και αυτός ήταν πνευματικός ηγέτης, που καταδικάστηκε και απαγχονίστηκε από τους λευκούς. Τέλος τον Mlimo (ή M’limo, ή Umlimo) που ήταν ο πνευματικός ηγέτης των Ndebele.
Κύριο διαπραγματευτικό “όπλο” των λευκών ήταν το πρώτο νεοσχεδιασμένο αυτόματο πολυβόλο Maxim, που σκόρπισε τον όλεθρο στα συντάγματα των ντόπιων Matabele.
Δεν πρέπει να αφήσουμε έξω από την ιστορία και τον πανούργο Cecil Rhodes, τον ιδρυτή και κύριο ιδιοκτήτη της εταιρίας διαμαντιών De Beers, τον ουσιαστικό δημιουργό των αποικιών της Βόρειας και Νότιας Ροδεσίας (σήμερα Ζάμπια και Ζιμπάμπουε), και πρωθυπουργό της Αποικίας του Ακρωτηρίου απο το 1890 ως το 1896. Ο Rhodes έπειτα από “διαπραγμάτευσεις” κατάφερε μια σειρά από συμφωνίες και συμβάσεις παραχώρησης, έτσι επέτρεψε στους λευκούς εποίκους να πάρουν εκτάσεις γης που κυμαίνονται σε μέγεθος από 500 εκτάρια σε 3.000 εκτάρια.
Μέχρι το τέλος του 1894, τα εδάφη επί των οποίων η BSAC (British South Africa Company) είχε εκεί παραχωρήσεις ονομαζόταν “Zambesia”. Μια περιοχή μετά από τον ποταμό Ζαμβέζη, που αποτελείται έκταση 1.143.000 τ.χλμ μεταξύ του ποταμού Λιμπόπο και τη λίμνη Τανγκανίκα. Τον Μάιο του 1895 άλλαξαν το όνομα αυτής της περιοχής σε «Ροδεσία», αντανακλώντας τη δημοτικότητά του δαιμόνιου Cecil Rhodes μεταξύ των λευκών αποίκων που είχαν χρησιμοποιήσει το όνομα του ανεπίσημα από το 1891. Η ονομασία της Ροδεσίας υιοθετήθηκε επίσημα το 1898 για το νότιο τμήμα του Ζαμβέζη, η οποία έγινε αργότερα Ζιμπάμπουε και οι ονομασίες Βόρειο-Δυτική και Βόρεια-Ανατολική Ροδεσία χρησιμοποιήθηκαν από το 1895 για το έδαφος που έγινε αργότερα Βόρεια Ροδεσία, και στη συνέχεια, έγινε η Ζάμπια.
Η ανακάλυψη του χρυσού στην Κεντρική Αφρική ήταν αναμφισβήτητα ο καταλύτης που ενεργοποιεί τους ιδρυτές της Ροδεσίας στην επιθυμία τους να καταλάβουν και να αναπτύξουν το ανατολικό ήμισυ της χώρας.
Οι πρώτοι ΄Έλληνες είναι δαιμόνιοι, όπως ο Π. Διογενίδης από τη Σμύρνη, που πήγε τον πρώτο σπόρο του καπνού στη χώρα, για να γίνει στη συνέχεια η καπνοπαραγωγή το σημαντικότερο εξαγόμενο προϊόν της Νότιας Ροδεσίας. Αλλά και ο πρώτος παραγωγός τσιγάρων στη χώρα, ο Γ. Παπαδόπουλος από τη Λήμνο.
Μέσα σε αυτούς και ο καρπάθιος Ιωάννης Αντωνιάδης, επέλεξε να αφήσει την Μπεϊρα και τους γνωστούς μάστορες κασιώτες για την άγνωστη και γεμάτη κινδύνους ζούγκλα της Ροδεσίας.
Αρχικά πέρασε από τα χρυσωρυχεία, όμως προτίμησε τις εμπορικές και κτηματικές επιχειρήσεις, όπως φαίνεται αυτές οι συναλλαγές ήταν μέσα στο αίμα του. Σύντομα η αξία του αναγνωρίζεται από τους εγγλέζους.
Εφευρετικός, έξυπνος και πάνω από όλα ακούραστος ταπεινός και τίμιος εργάτης μιας πόλης ακριβώς την ώρα που δημιουργείτε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Γκουέλο συνδέεται τηλεφωνικά με τη γειτονική πόλη Selukwe το 1903, ήδη ο Αντωνιάδης ζούσε δυο χρόνια σε καλύβες εντελώς απομονωμένος!
Το 1910 είναι ήδη φτασμένος μεγαλέμπορος, σε ένα σύντομο ταξίδι του στην Ελλάδα ήταν ήδη 46 χρονών, τότε γνωρίζει, αποφασίζει και προτείνει να παντρευτούν στην κόρη του σαμιώτη καθηγητή, στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο Σάμου, Ευστάθιου Καρατζά!
Οι γάμοι του Ιωάννη και της Ελλάδας Καρατζά, έγιναν στη Σάμο και στη συνέχεια επέστρεψαν και έζησαν μαζί στη Ροδεσία και τη Ν. Αφρική.
Παράλληλα με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες ο Αντωνιάδης ανέπτυξε μια δυναμική παρουσία στα κοινά του Γκουέλο. Δημοτικός σύμβουλος από το 1916, γραμματέας, αντιπρόεδρος ακόμη και πρόεδρος επί σειρά ετών στον τοπικό εμπορικό σύλλογο.
Όμως δεν παρέλειψε καμιά στιγμή την πατρίδα του, ούτε και τη γενέτειρα Κάρπαθο. Τον Απρίλιο του 1933 ο Αντωνιάδης είναι ήδη ο Δήμαρχος της πόλης Γκουέλο και συνενώνει της καρπαθιακές παροικίες των κοινοτήτων Γκουέλο και Σελούκουε με σκοπό την ανέγερση εκκλησίας και σχολείου.
Η καρπαθιακή κοινότητα το 1930 απαριθμούσε περίπου τα 60 μέλη και η οκταμελή επιτροπή ήταν: Ιωαν. Αντωνιάδη πρόεδρο, Στ. Μαύρο αντιπρόεδρο, Ιωαν. Μιχαλόπουλο γραμματέα, Εμμ. Πηλείδη Ταμία, και συμβούλους τους Ιωαν. Πετράκη, Αντ. Μιχαλόπουλο, Ηλία Αντιμισιάρη, Γεώργ. Χριστοδουλίδη.
Στο Γκουέλο ζούν και διαπρέπουν οι αδελφοί Πηλείδη, οι αδελφοί Μιχαλόπουλοι, οι αδελφοί Καπνιά, Μ. Παπαδόπουλος, Γ. Χριστοδουλίδης, Οθ. Κωνσταντίνου, Λ. Αντιμισιάρης, Ν. Γεωργιάδης, Αριστ. Κωνσταντάτος, Ι. Νικολαϊδης, Γεω. Διογενίδης, Λ. Διαμαντίδης, Γ. Μπαρίτης, Ν. Πικουλής, Σ. Στεφάνου, Μην. Μαντόπουλος.
Ο Αντωνιάδης είναι ο πατέρας και αληθινός μοχλός κάθε πατριωτικής, ηθικής αλλά και κοινοτικής κίνησης ολόκληρης της πόλης του Γκουέλο της Ροδεσίας. Και δεν έμεινε μονάχα εκεί. Το 1925 δώρησε στην κοινότητα του χωριού Όθους το οικόπεδο που πάνω σε αυτό χτίστηκε το σχολείο.
Τα έξοδα της οικοδομής ανέλαβαν οι ντόπιοι κάτοικοι, οι απόδημοι Οθείτες της Αμερικής και της Ν. Αφρικής (Ροδεσία). Το σχολείο παραδόθηκε και λειτούργησε από το 1928!
Ο Αντωνιάδης καθόλου τυχαία διάλεξε το 1926 για να πραγματοποιήσει ένα από τα ελάχιστα ταξίδια στην γενέτειρα Κάρπαθο, ίσως για να δει και να τακτοποιήσει το θέμα του οικοπέδου για το σχολείο!
Όμως δεν ξέχασε και την πατρίδα του, έστειλε 6.000 λίρες βοήθεια στον πρωθυπουργό Μεταξά, βοήθησε τον πρωθυπουργό Τσουδερό όσο ήταν εξόριστος στο Κάϊρο (5/5/43-14/9/43), και έστειλε 20.000 λίρες στον Αντιβασιλέα Δαμασκηνό ( ο ίδιος διετέλεσε και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιούλιος 1922 – Μάιος 1949) στην διάρκεια της κατοχής.
Ο Ιωάννης και η Ελλάδα Αντωνιάδη ήταν οι επίσημοι πρεσβευτές της Ελλάδας στην Ροδεσία και είχαν φιλοξενήσει στο σπίτι τους σχεδόν όλους τους επιφανείς Έλληνες και Ευρωπαίους που πέρασαν από το Γκουέλο. Από τους Βασιλιάδες της Αγγλίας, μέχρι τον δικό μας Πρίγκιπα Γεώργιο αλλά και τον Στρατάρχη και δύο φορές πρωθυπουργό της Νοτίου Αφρική, σκληρού αγγλόφιλος Μπόερ Γιαν Κρίστιαν Σμάτς.
Ο Αντωνιάδης αν και δεν άφησε απογόνους κάλεσε τέσσερα από τα ανήψια του στο Γκουέλο, που και αυτοί με τη σειρά τους τίμησαν την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου.
Μια μοναδική στιγμή για τον ξεχωριστό μετανάστη ήταν το καλοκαίρι του 1951, όταν 26 χρόνια μετά από το τελευταίο ταξίδι του στην Κάρπαθο αποφασίζει να επιστρέψει στην αγκαλιά της. Είναι πια μόνος, αφού ο θάνατος διάλεξε τη σύζυγό του, την Ελλάδα Καρατζά-Αντωνιάδη, και έπειτα από 38 χρόνια γάμου αποφάσισε να τους χωρίσει βίαια τον Γενάρη του 1948. Κατεβαίνει μονάχος στην Κάρπαθο και τραβά κατευθείαν στο λατρεμένο Όθος, εκεί ξεσπά σε λυγμούς, είναι ο τόπος που άφησε πίσω για να μεγαλουργήσει, όμως πάντοτε τον κουβαλούσε βαθιά ριζωμένο μέσα στο κορμί του. Ακόμη μια απόδειξη η σταθερή επιλογή του να χρηματοδοτεί τις εκδόσεις βιβλίων των λόγιων καρπάθιων της εποχής του.
Την επόμενη χρονιά, 12 Δεκέμβρη 1952, ο Ιωάννης Αντωνιάδης ξεκίνησε το τελευταίο μακρύ ταξίδι, εκείνο που δεν έχει γυρισμό. Είχε το πιο επίμονο ραντεβού με την σύζυγο του, την Ελλάδα του.
Ο Αντωνιάδης διάλεξε τον πιο δύσκολο δρόμο και μεγαλούργησε, κι όμως έζησε με άγρια θηρία, έχτισε μια πόλη και γλύτωσε από ένα σωρό άγνωστες ασθένειες και παράξενους κινδύνους. Κι όμως κατάφερε να βάλει την Ελλάδα, τνη Κάρπαθο, βαθιά μέσα στην καρδιά της Αφρικής!
Για εκείνους που τον γνώρισαν ή άκουσαν τη φήμη του, παραμένει ένας θρύλος, για τους υπόλοιπους μόνο το όνομα γίνεται η αφορμή για να το μνημονεύουν παντοτινά.
Ιωάννης Αντωνιάδης ο καρπάθιος “πατριάρχης” της Ροδεσίας!
Πηγές
Δωδεκανησιακή Αυγή, 9/1924
Μ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, καρπαθιακή, 12/1952
Δάσκαλος Μιλτιάδης Μαντινάος, Καρπαθιακή, 1953
http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=158311
Εικονογραφημένη Αφρική, του Αχ. Παχτικού, Κάιρο, 1938
http://www.memoriesofrhodesia.com/pages/newsletter/memorylane/memorylane0508.html
http://thetruthaboutrhodesia.weebly.com/the-history.html
http://www.ecumenico.org/article/the-first-chimurenga-18961897/
http://www.memoriesofrhodesia.com/Memories/Memories/Railways.html