Εμείς οι παλιοί και οι άλλοι, οι νεότεροι

Εμείς οι παλιοί και οι άλλοι, οι νεότεροι

Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Μεγάλωνε ηλικιακά η μεταπολεμική γενιά μας προσδοκώντας καλύτερο «Αύριο», χωρίς όμως να φαντασθεί τι ακριβώς ήθελε. Τεχνολογικά μέχρι πιό σημείο θα βελτίωνετο η καθημερινότητα μας.
Πηγαίναμε στο Δημοτικό σχολείο έξη μέρες την εβδομάδα πρωϊ-απόγευμα, εκτός τα Σαββατιάτικα απογεύματα και μαθαίναμε γράμματα του Θεού τα πράματα.
Ξημέρωνε Κυριακή υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός στη Βαγγελίστρα μας και μάλιστα, συντεταγμένα συνοδεία δασκάλων. Οι μεγάλοι με τη μπάσο εφηβική φωνή στην εκφώνηση του «Πιστεύω». Οι μικρότερης ηλικίας, στο «Πάτερ ημών» με τρεμάμενη όμως φωνούλα που μόλις και μετά βίας ακουγόταν στο εκκλησίασμα.
Μαθητούδια θυμάμαι με τι κατάνυξη προσευχόμασταν και ποιά έκφραση δέους έπαιρνε το πρόσωπό μας μπροστά στις δεσποτικές εικόνες του τέμπλου και τα εικονίσματα του «δωδεκαόρτου».
Μπαίναμε στη Σαρακοστή και νηστεύαμε συνειδητά να μεταλάβουμε των Αχράντων Μυστηρίων και δεν βαπτίζαμε εκ του πονηρού, το κρέας ψάρι συμβατό με τη νηστεία.
Λιγουρευόμασταν γλυκά; Τρώγαμε φέτες χωριάτικου ψωμιού βουτηγμένες στο λιόλαδο πασπαλισμένες με λίγη ζάχαρή. Άντε και κανένα «υποβρύχιο», τη γνωστή μας βανίλια και το απολαμβάναμε γιατί δεν είχαμε άλλες προσβάσιμες λιχουδιές.
Πίναμε από τη δημόσια βρύση το νερό με τη φούχτα μας, μοιραζόμασταν με τους φίλους από το ίδιο μπουκάλι τη γκαζόζα του Γιώργη του Ιεχωβά και δεν υπέστημεν μολυσματικές μεταδοτικές ασθένειες.
Τα καλοκαίρια σουλατσαδόροι επί τρίμηνο, ξυπόλητοι στην άσφαλτο που έβραζε από τον καύσωνα, δεν τσουρουφλίζονταν οι πατούσες μας. Τρέχαμε στους χωμάτινους δρόμους, πατούσαμε καρφιά. Δεν ακούσαμε όμως ποτέ για μόλυνση, για θνησιμότητα από «τέτανο».
Για την κατασκευή πασχαλινών βαρελότων να μοιρασθούμε τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου βουτούσαμε ανοιξιάτικα στου «Παντελή το Στέμμα»(1) ανασύροντας από τον βυθό τις ποντισμένες παντός διαμετρήματος γερμανικές σφαίρες. Σαν καλοί πυροτεχνουργοί από τις μικρού διαμετρήματος σφαίρες τυφεκίου των 8 μιλιμέτρ αποσπούσαμε μπαλότες (βολίδες) να συγκεντρώσουμε το μπαρούτι. Από τις μεγαλύτερου διαμετρήματος ολμοπολυβόλου σφαίρες αποσπούσαμε τις «χυλόπιτες»(2) χωρίς ατυχήματα.
Ελλείψει μπάλας παίζαμε στις αλάνες «τόπι» από κουρέλια σφιχτοδεμένα σφαιρικά όσον το δυνατόν καλύτερα. Λογικό τα φόβητρα της γειτονιάς να υποστούν στραμπούλισμα ποδιών, εξάρθρωση ώμων, σπάσιμο χεριών. Μόνη πρόσβαση για θεραπεία, η επίσκεψη στην αυτοδίδακτη χειροπράτορα Κυραννιά Βασ. Μαργαρίτη, την αξέχαστη «Τσαγκαρενιά».
Ετοιμοπόλεμοι με τη λαστιχιά να κρέμεται από την τσέπη του πανταλονιού κυνηγούσαμε τα «παλαρά»(3) κρυμμένα μάταια στις φυλλωσιές των θαλασσόδεντρων στο «Σιντριβάνι».
Όμως, μας έπαιρνε κάποιες μέρες να φτιάξουμε αυτοσχέδια ξύλινα πατίνια. Ρουλεμάν πάντως αποσπούσαμε μπόλικα από το παροπλισμένο γερμανικό τανκ εγκαταλειμμένο στο λιόφυτο μπροστά στου Λαμπρίδη το σπίτι. Το κάναμε φύλλο και φτερό και απολαμβάναμε την ταχύτητα της μεγάλης κατηφόρας από το Κονάκι, μέχρι που η φόρα του πατινιού ξεψυχούσε στο «Σιντριβάνι». Και πάλι μαζοχιστικά, φτου κι’ απ’ την αρχή ποδαρόδρομο την ανηφόρα τη μεγάλη.
Τα καλοκαίρια στη «Σκάλα» έτσι χωρίς πρόγραμμα κάναμε σουλάτσο. Όποτε μας κάπνιζε βουτούσαμε στη θάλασσα να δροσισθούμε. Ξαπλώναμε μετά μπρούμυτα στον ήλιο στην άκρη του πυρακτωμένου τσιμεντένιου δρόμου, σιμά ο ένας στον άλλο στρυμωγμένοι σαν τις «πορτογαλέζικες» σαρδέλες. Στο τέλος της ημέρας αστειευόμενοι μεταξύ μας κάναμε σούμα τα μπάνια της ημέρας!
Με ένα αρμίδι στο χέρι ψαρεύαμε γόπες, κέφαλους, σκάρους, σάρπες. Κάποιες φορές μας την «έπεφταν» οι ανεπιθύμητες καλογριές(4), γυαλίνες, κοκωβιοί!… Ευκαιρία να ταϊσουμε τις αδέσποτες γάτες του λιμανιού που νιαουρίζανε από την πείνα, ολημερίς και ολοβραδίς.
Κάποιοι από εμάς το έπαιζαν «θαλασσοπόροι». Έπαιρναν από το πατρικό τους τη ξύλινη στεγανή σκάφη της λάτρας, άλλοι έφτιαχναν «μονόκαννο» από κυματοειδείς λαμαρίνες του εμπορίου, αφού πρώτα με τον μαντρακά τις ισοπέδωναν στην άσφαλτο. Μετά κάρφωναν στενόμακρο καδρονάκι στην «πλώρη» και μια ταβλίτσα στη «πρύμνη» στο ύψος της λαμαρίνας και υπό μάλης το νεότευκτο πλεούμενο τρέχαμε ξέφρενοι στη «Βλυχά». Εκεί στρυμωγμένοι στο… «κανό» μετά δυσκολίας ισορροπούσαμε στο νερό, αφού ίσα-ίσα ξενέριζε της θάλασσας. Με τα χέρια για κουπιά (ελλείψει… εξωλέμβιας μηχανής) ξανοιγόμασταν μέχρι το νησάκι «Δεσποτικό» υπό το άγρυπνο βλέμμα των λιμενικών οργάνων πανέτοιμοι για σωστική παρέμβαση, εάν και εφ’ όσον ήθελε χρειασθεί.
Η μνήμη δε σβήνει ολότελα τόσες ευχάριστες εμπειρίες. Αν είσαι ένας από τους παλιούς, συγχαρητήρια! Έμαθες να εκτιμάς το λίγο σαν πολύ, τα μικρά και ασήμαντα πράγματα, σαν μεγάλα και σημαντικά. Είχες την τύχη να μεγαλώσεις ασφαλής, αυτάρκης, ικανοποιημένος σε τελική ανάλυση.
Οι «άλλοι», οι νεότεροι, απαιτητικοί, απροσάρμοστοι πελαγοδρομούν. Ψάχνονται και θα ψάχνονται μια ζωή να βρουν την απόλυτη ικανοποίηση.
___________________________

1.- Στεργιανή υπερυψωμένη ξέρα στην ανατολική πλευρά των Διοικητηρίων, μέχρι τη

διαμόρφωση της ακτογραμμής σε δημοτικό Αμφιθέατρο.

2.- Εκρηκτική ύλη, σε μορφή μακαρόνι!

3.- Μικρά πουλιά σαν τα σπουργιτάκια.

4.- Μαυριδερά ψαράκια γατοτροφή ιδανική.