ΑΝΕΤΖΟΥΛΑ ΧΑΛΚΙΑ
Η επιτομή του κουράγιου και της προσφοράς
Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Μικρά παιδιά του Δημοτικού καθ΄ όλη τη διάρκεια της σχολικής περιόδου Κυριακές και σχόλες, καθαροί, ντυμένοι στα καλά μας ρούχα εκκλησιαζόμασταν ανελλιπώς στη «Βαγγελίστρα» μας. Θυμάμαι την υποχρεωτική παρουσία όλων και μάλιστα, σε σχολική παράταξη συνοδεία δασκάλων. Στις μεγάλες μόνο γιορτές της Χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα, Πάσχα και το καλοκαιράκι ήταν προαιρετική, επιλογή και ευθύνη των γονιών.
Εκεί στην παλιά μας εκκλησία κατεδαφισθείσα αργότερα λόγω επικινδυνότητας αλλά και ανεπάρκειας ανάλογου χώρου να εξυπηρετούνται οι λατρευτικές ανάγκες ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού πιστών, η θέση των αγοριών ήταν πάντα προκαθορισμένη δεξιά παρά το ψαλτήρι -ένα και μοναδικό- με τα κορίτσια αριστερά και όλοι αρκετά στρυμωγμένοι αφήνοντας ένα στενό διάδρομο που ανοιγόκλεινε σαν ακορντεόν, ανάλογα με τις ανάγκες του τελετουργικού τη δεδομένη στιγμή, λόγω ανεπάρκειας χώρου.
Οι καλλίφωνοι -ας πούμε- σιγοντάρανε τους ιεροψάλτες στις βυζαντινές υμνωδίες και τα απολυτίκια που τα ξέρανε «απ’ έξω κι ανακατωτά» και τα καταλαβαίναμε, αφού διδασκόμασταν την καθαρεύουσα. Άλλοι, με παρότρυνση αν όχι απαίτηση των δασκάλων πρωταγωνιστούσαν με στεντόρεια τη φωνή στο «Πάτερ ημών». Αντίθετα οι μεγαλύτεροι απάγγελλαν το «Πιστεύω» σε τόνους χαμηλούς, νορμάλ, χωρίς να τσιρίζουν.
Υπήρχαν βέβαια τα παπαδοπαίδια οι «Αναγώστες» του Ιερού να συνδράμουν τους εφημέριους στα καθήκοντά τους. Άναμμα κάρβουνων για το λιβανιστήρι, προπαρασκευή ζέον, κόψιμο αντίδωρου, να προπορεύονται του ιερέα στην έξοδο από το παραπόρτι της πρόθεσης κρατώντας αναμμένη λαμπάδα και το θυμιατό κ.ά. Πάντως, με κατάνυξη και ευλάβεια παρακολουθούσαμε τη θεία λειτουργία, καίτοι ξεροσταλιάζαμε όρθιοι και στρυμωγμένοι, επί ώρες.
Άλλοτε, παρατηρούσαμε τα κρύσταλλα του μεγάλου πολυελαίου κρεμασμένου από τον τρούλλο της εκκλησίας που σκόρπιζαν ένα ποικιλόμορφο καλειδοσκόπιο από χρώματα που χόρευαν με αντανακλάσεις στον τοίχο και στα πρόσωπα των συμμαθητών μας από τις ηλιαχτίδες που εισχωρούσαν πλαγίως από το παράθυρο της πλευράς των ψαλτάδων μας, Τελώνη Γεωργίου Ι. Γκαρδιακού, Γιάννη Σ. Πολεμικού, Χριστόφορου Κ. Βασιλαράκη.
Άλλοι πάλι, οι νυσταγμένοι με το ζόρι άνοιγαν τα μάτια. Ισως έπαιζε ρόλο και εκείνο το συνεχές θυμίαμα του υπεραιωνόβιου εφημέριου μας παπα-Νικήτα Κάτρου και του νεότερου αργότερα, παπα-Γεννάδιου υπό το αυστηρό πάντα βλέμμα των Αγίων, φοβούμενοι τη μήνιν του Θεού μέχρι να ακούσουμε την κατακλείδα της απόλυσης:
«Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών».
Ιδιαίτερα για τα «πρωτάκια» -εξομολογημένη αμαρτία- ενίοτε σήμαινε: «… Τους ζυγούς λύσατε».
Όσο μεγαλώναμε όμως, παρατηρούσαμε ψηλά στο Ιερό Τέμπλο και στη σειρά, τις εικόνες του δωδεκαόρτου: Ευαγγελισμός, Γέννηση, Βάπτιση, Ανάσταση Λαζάρου, Βαϊφόρος, Αποκαθήλωση, Ανάσταση και κάτω-κάτω με πεζά καλλιτεχνικά μαύρα γράμματα, το όνομα της δωρήτριας:
Δέησις Ανετζούλας Ηλία Χαλκιά.
Και διερωτώμασταν τελικά, ποιά να ήταν η γενναία και από καρδιάς δωρήτρια με το σπάνιο όνομα «Ανετζούλα». Γιατί επίθετο Χαλκιάς στην Κάρπαθο απαντάται σε όλα ανεξαιρέτως τα χωριά, εκτός ίσως του Όθους. Διαβάζοντας όμως το όνομα «Ανετζούλα» ξέραμε ότι, άλλη Ανετζούλα για κάμποσες δεκαετίες δεν υπήρχε στα Πηγάδια, παρεκτός της κλασικής φιγούρας στην πιάτσα, της γνωστής μας συμπαθούς Πηγαδιώτισσας με την ελυμπίτικη φορεσιά που ασκούσε το βιοποριστικό επάγγελμα του «μεταφορέα»,.
Αισθανθήκαμε σοκ και δέος όταν βεβαιωθήκαμε ότι, η φτωχή εκείνη ύπαρξη που στον ήλιο δεν είχε μοίρα, αφιέρωσε από το υστέρημά της τα δώδεκα περίτεχνα εικονίσματα. Γυναίκα ηρωίδα, βρέξει-χιονίσει ακάματη, «Ηρακλής» της ζωής, ευγενική και τίμια που «φύλο» δεν σείσθηκε πάνω της. Μάλιστα, έτσι ακριβώς.
Τα καλοκαίρια ντυμένη στην άσπρη πεντακάθαρη πουκαμίσα (χειμώνες παλιό τριμμένο καβά(δ)ι) με διπλωμένο στον ώμο το επαγγελματικό σχοινάκι της με τους κόμπους στις άκρες να συγκρατεί σταθερά τα διάφορα αντικείμενα στην πλάτη. Να μεταφέρει ποδαρόδρομο σαν πούπουλα μέχρι το Απέρι τα αμερικάνικα μπαούλα, οκτώ χιλιόμετρα μακριά για να εισπράξει grosso mondo κόμιστρο, τις εκατό ιταλικές λιρέτες(1)
Αργότερα, με την κυκλοφορία των πρώτων φορτηγών αυτοκινήτων «παροπλίστηκε», έχασε το μεταφορικό «μονοπώλιο». Εκτελούσε πλέον μικρομεταφορές μέσα στα Πηγάδια: Αλεύρι τσουβαλάτο, μπουκάλες υγραερίου φορτωμένα στη ράχη σαν υποζύγιο, αλλά πάντα καλοεντερεσάτη(2) χωρίς ανατολίτικα παζάρια και βαρυγκώμιες.
Κάτι ακόμη, γνήσια εκπρόσωπος της φτωχολογιάς χωρίς σύντροφο, παιδιά και αναλφάβητη, καλοσυνάτη και γλυκοχαιρέτιστη με τους περαστικούς διαβάτες:
«Καλημέρα Κυρίααα!» ή «Καλημέρα Κύριεεε!»
Η γνώριμη ένρρινη προσφώνηση της, καθισμένη χαλαρά να ξαποσταίνει στο κατώφλι της εξώπορτας σπιτιών στην πιάτσα -όπως το συνήθιζε- εν αναμονή του επόμενου πελάτη. Να γέρνει τότες ελαφρά τους ώμους μπροστά με τα πόδια ανοιχτά να ακουμπούν στα γόνατα, τα καματερά της χέρια.
Τις Κυριακές και σχόλες όμως, κομψή, ριζικά μεταμορφωμένη με λίγη πούδρα παραπάνω να λευκάνει το μελαψό από τον ήλιο πρόσωπο της με τις βαθιές, χρόνου σημάδια ρυτίδες. Χαιρόσουν να τη βλέπεις πρωί-πρωί στη «Βαγγελίστρα» ντυμένη στην ποικιλόχρωμη μεταξωτή, πλισεδωτή φούστα με ασορτί σάκα. Το μπιρμπιλωτό άσπρο κατωχωρήτικο τεχρεμί με πούλια γύρω-γύρω και κάλτσες, σε έντονα χρώματα του κόκκινου, πράσινου, κίτρινου και μπλε πλεγμένες τις ελεύθερες ώρες με τα χρυσά χεράκια της.
Μα κορωνίδα όλων, η απαστράπτουσα μαλαματένια «κολαϊνα»(3) στο στήθος, από το λαιμό περασμένη και ο χρυσαφένιος σταυρός των 22 καρατιών με τη χοντρή καδένα στη μέση, αποταμιεύσεις σκληρής δουλειάς, ανυπολόγιστου μόχθου, λιτής διαβίωσης να τα χαίρεται εν ζωή.
Μα τι λέω τώρα, για λίγες ώρες εννοώ.
Ε, λοιπόν ναι! Αυτή που δεν έζησε ζωή χαρισάμενη επί Γης αφιέρωσε γενναιόδωρα και γενναιόφρονα από το υστέρημα της τα δώδεκα στη σειρά εικονίσματα στη «Βαγγελίστρα» μας και μάλιστα, στα προπολεμικά μας μπατιρλίκια, εποχές στέρησης αλλά και μπόλικης ανθρωπιάς.
Και η «κολαϊνα» της; Με την αποδημία της, την άφησε προίκα στον Παναγιώτη, το μονάκριβο ανιψάκι της, γιό της αδελφής της Ερνιάς Σκανδαλάκη, ατυχώς άτομο όμως με ειδικές ανάγκες που αφέθηκε στα πονετικά χέρια της φιλότιμης Βαγγελιώς Νικ. Μαργαρίτη που επί εικοσαετία τον φρόντιζε, μέχρι την ξαφνική αποδημία της πρόπερσι το καλοκαίρι.
Ηθικό δίδαγμα:
Ας παραδειγματίζονται σήμερα εποχή ατομικού ευδαιμονισμού, απληστίας και χρηματολαγνίας ιδιαίτερα όσοι κολυμπούνε στο χρήμα με καβούρια… στην τσέπη, σε όσους ξεχειλίζει το χρυσάφι από τα μπατζάκια τους, όσοι τέλος πάντων προσεύχονται στο Mαμωνά(4) πως, αν στο τέλος της ζωής κάτι μένει όταν φθάσουμε ενώπιον του τελικού κριτή, είναι η υστεροφημία της προσφοράς του ανθρώπου. Να θυμούνται πάντα τη ρήση του Αποστόλου Παύλου:
«Έκαστος ας δίδει κατά την προαίρεσιν της καρδίας».
Δεν χωρεί αμφιβολία. Ο Θεός τη μακαρίτισσα Ανετζούλα την κράτησε στους αιωνίους λειμώνες, πλησίον Του. Τέτοιες ψυχές μετά θάνατον δεν αφήνονται να πάνε χαμένες. Αρκετά τα εγκόσμια βάσανα και ατέλειωτοι οι εν ζωή καημοί της. Θεός σχωρέσει την ψυχούλα της και ύστερο «αντίο» στην αξέχαστη Πηγαδιώτισσα.
______________________
1. Ογδόντα ιταλικές λιρέτες, η ισοτιμία της χρυσής λίρα Αγγλίας.
2. Ολόσωστη στις συναλλαγές.
3. Κολαϊνα. Από το ιταλικό collana (collo=λαιμός). Πολύτιμη συλλογή χρυσών νομισμάτων από τούρκικους «μαμουτιέδες», αυστριακές «τούμπλες», ναπολεόνια, βενέτικα φλουριά,
νοτιοαφρικάνικα κρούγκερς, εγγλέζικα πεντόλιρα Βικτωρίας και Εδουάρδου δεμένα στη σειρά να λαμποκοπούν απλωμένα στο στήθος. Άραγε, θα το αποτολμούσε σήμερα έτσι όπως αγρίεψε η καθημερινότητα μας; Ασφαλώς θα αστειεύεσθε.
4. Ο Χριστός είπε: «Ου δύνασθε Θεώ λατρεύειν και Μαμωνά!»
Από το υπό έκδοση βιβλίο: «ΚΑΡΠΑΘΙΟΓΡΑΦΙΕΣ»