Ο στάβλος στην Κάρπαθο είναι το πολυσύνθετο λειτουργικό σύστημα, για την εξασφάλιση της παραγωγής και την επιβίωση των κατοίκων[1]. Αποτελείται από το κυρίως κτίσμα, βοηθητικές εγκαταστάσεις και τον περιβάλλοντα χώρο.
Η αλήθεια είναι πώς ενθουσιάζομαι όταν ακούω για γεωργικές, οικοδομικές και άλλες δουλειές που γίνονται με τα χέρια. Έτσι, μπορώ να πω πώς χάρηκα όταν, με την ευκαιρία αυτής της δουλειάς, γύρισα πολλά χρόνια πίσω και ξεκίνησα να ταξιδεύω σ’ εκείνη την ανεπανάληπτη, νομίζω, εποχή. Ο λογισμός μου ταξίδεψε στα Αμουσχιανού, που βρίσκεται στον Ξερόκαμπο και στα Ρωπάδια, στους Κάτω Γύρους, που είχαν τους στάβλους ους οι πρόγονοι μου, όπου έζησα μεγάλες περιόδους τα καλοκαίρια των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων.
Τον στάβλο και τον περιβάλλοντα χώρο τον έζησα με όλων των λογιών τα συναισθήματα, συναναστράφηκα με ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια κι έζησα από κοντά πολλές από τις δουλειές της εποχής. Η καθημερινότητα των ανθρώπων, οι εντελώς διαφορετικές ανθρώπινες σχέσεις από τις σημερινές και ο τρόπος ζωής τους χαρακτήριζαν άλλες εποχές, που πέρασαν ανεπιστρεπτί και το μόνο που απόμεινε είναι γλυκιά νοσταλγία ανεξίτηλα γραμμένη στις μνήμες όσων την έζησαν.
Είναι ανάγλυφη στη μνήμη μου η εικόνα μιας μικρής λακκούβας στο πωρί της αυλής, όπου έπαιζα ατελείωτες ώρες γεμίζοντάς την με νερό, λάσπη, ξερά χόρτα και οτιδήποτε άλλο έβρισκα ανάλογα με τις ανάγκες του παιχνιδιού. Μετά την άδειαζα με τα δάχτυλα και πάλι από την αρχή.
Από τότε έκανα τούμπες στο αχυρένιο σκληρό στρώμα, αγάπησα τη μυρωδιά της φρεσκοοργωμένης γης με την τσάπα ή με το ξύλινο αλέτρι, που πολύ αργότερα έμαθα πώς λεγόταν ησιόδειο, κι άλλων λογιών μυρωδιές στους στάβλους, που τις οσφραίνομαι σαν να είναι τώρα. Πόσο διαφορετικές ήταν… Άλλες μύριζαν ευχάριστα και ήταν απαλές, ελκυστικές κι ευχάριστες κι άλλες δεν αντεχόντουσαν, αφού ήταν έντονες και αποκρουστικές. Από τις μυρωδιές, λοιπόν και μόνο, καταλαβαίνουμε πως ο στάβλος εξυπηρετούσε καθημερινές και ανόμοιες ανάγκες για την οικογένεια.
Ο παλιός στάβλος χρονολογείται εδώ και τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια, από τη Μινωική εποχή, όπως το αποδεικνύουν Μινωικά κεραμικά όστρακα και άλλα ιστορικά ευρήματα. Στις περιόδους που ακολούθησαν, υπήρξαν αρκετές διαφοροποιήσεις εξ αιτίας των επιθέσεων των πειρατών, αλλά και των αναγκών των κατοίκων.
Στη νεότερη ιστορία χτίστηκαν πολλοί στάβλοι, που διατηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για πάνω από 100 χρόνια. Έκτοτε άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπονται και με την πάροδο του χρόνου οι περισσότεροι ερειπώθηκαν. Έχουν όμως πολύτιμους θησαυρούς κλειδαμπαρωμένους στο μπαούλο της παράδοσης και της μνήμης.
Τα παλαιότερα χρόνια οι άνθρωποι ήταν κυρίως κτηματίες, βοσκοί και τεχνίτες. Για τους κτηματίες και τους βοσκούς, αλλά και για μικρή μερίδα τεχνιτών, ο στάβλος αποτελείτο από το κυρίως κτίριο, διάφορες βοηθητικές εγκαταστάσεις και τον περιβάλλοντα χώρο, που εξυπηρετούσαν ανθρώπους και ζώα σε αγαστή συνεργασία. Για όλα τα χωριά της Καρπάθου ο στάβλος παρουσίαζε ομοιότητες, χωρίς να αποκλείονται μικρές διαφοροποιήσεις εξαρτώμενες από τη χρήση και τις ανάγκες. Οι άνθρωποι και τα ζώα είχαν κοινή είσοδο και έξοδο στον στάβλο και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ζούσαν αρμονικά σαν οικογένεια, παρόλο που είχαν διαφορετικές καθημερινές ανάγκες και δραστηριότητες.
Σήμερα, ελάχιστοι είναι οι νοικοκυραίοι που τους επισκεύασαν και τους διατηρούν όπως τους κληρονόμησαν. Όσοι δεν τους εγκατέλειψαν, τους μετέτρεψαν σε εξοχικές κατοικίες με όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις για άνετη και ευχάριστη διαβίωση.
- Ο κύριος χώρος του στάβλου
Ο χώρος για το χτίσιμο του στάβλου επιλεγόταν με κριτήρια τον άνεμο, την ύπαρξη κατσαμπάδων[2] ή πηγαίου νερού, τη γονιμότητα των χωραφιών και τη διαμόρφωση του εδάφους.
Ο στάβλος ήταν ορθογώνιο πέτρινο οικοδόμημα συνολικής έκτασης 30-40 τμ. χωρισμένο σε δύο ανεξάρτητα μέρη. Το μικρότερο μέρος ισοδυναμούσε με το 25-30% της συνολικής έκτασής του και αποτελούσε τον κούρπιθα,[3] ο οποίος προοριζόταν για την αποθήκευση του άχυρου, του αέλαμου,[4] άλλων τροφών, των εργαλείων, των σπόρων προς σπορά κλπ. Ο κούρπιθας χωριζόταν με τοίχο από το υπόλοιπο κτίριο. Συνήθως τον έσκαβαν, ώστε να είναι κάτω από το επίπεδο του υπόλοιπου στάβλου, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερος χώρος.
Το υπόλοιπο κομμάτι το χώριζαν σε δύο άνισα μέρη με τοίχο, ο οποίος έφτανε μέχρι τη μέση ή την οροφή του στάβλου. Ο εν λόγω τοίχος λεγόταν κοντοτοίχι ή κοντοθούκι[5] κι άφηνε από τη μία πλευρά άνοιγμα σε όλο το ύψος του τοίχου, το οποίο ήταν αρκετά φαρδύ για να μπαίνουν τα ζώα, οι άνθρωποι και να μεταφέρονται οι τροφές. Στη μια πλευρά, μέσα από το κοντοτοίχι, υπήρχε η πάχνη, για να τρώνε και να σταλίζουν τα χοντρά[6] ζώα τον χειμώνα, από τα οποία τα βόδια έχαιραν ιδιαίτερης περιποίησης και προσοχής σαν τον πολυτιμότερο βοηθό τους.
Ο χώρος των ζώων επικοινωνούσε με τον κούρπιθα με υπερυψωμένο άνοιγμα που άφηναν, για να εμποδίζουν την είσοδο των ζώων. Το πάνω μέρος του τοίχου το χρησιμοποιούσαν σαν πεζούλα για να κάθονται στην αποσπερία.[7] Με δύο ή τρία σκαλιά εσωτερικά του κούρπιθα έμπαιναν κι έβγαιναν απ’ αυτόν.
Παράλληλα προς τον τοίχο του κούρπιθα και στη μέση περίπου της απόστασης μεταξύ των δύο τοίχων του στάβλου τοποθετούσαν τη μεσά(δ)α,[8] για να στηρίξουν τα δοκάρια για την κατασκευή του (δ)ώματος.
Ο χώρος που απόμενε εξωτερικά από το κοντοτοίχι προοριζόταν για τους ανθρώπους. Είχε χαμηλό χτιστό σοφά για ύπνο και τζάκι για μαγείρεμα και ζεστασιά. Σε αρκετές περιπτώσεις έχτιζαν και τον φούρνο στον χώρο του στάβλου.
Στον στάβλο έμπαιναν από δίφυλλη πόρτα που βρισκόταν στο χώρο των ανθρώπων και συνήθως απέναντι από το άνοιγμα που άφηνε το κοντοτοίχι. Για αερισμό άφηναν συνήθως ένα παράθυρο σε απέναντι τοίχο ως προς το άνοιγμα της πόρτας και δύο έως τρεις θυρίες.
Έξω από τον στάβλο έχτιζαν σε κατάλληλο ύψος φαρδιά κουμούλα,[9] για δουλειές και ξεκούραση. Εκεί καθάριζαν φάβα, ξεμάτιζαν κουκιά, απογύριζαν με τον αρλό[10] το σιτάρι, για να το καθαρίσουν πριν αλεστεί κ. α. Εκεί έκαναν και τα κουρέτα.[11]
- Το κελλί[12]
Το κελλί ή φουρνικέλλι, σαν ξεχωριστό κτίσμα, σώζεται ακόμη και σήμερα σαν βοηθητικός χώρος στις εξοχικές κατοικίες. Βρισκόταν συνήθως εξωτερικά και δίπλα του στάβλου και το χρησιμοποιούσαν για παραγωγή και συντήρηση γαλακτοκομικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, καθώς επίσης και σαν βοηθητικό χώρο στον τρυγητό και στο μάζεμα της ελιάς. Στο κελλί υπήρχε φούρνος και τζάκι για μαγείρεμα. Σε μερικούς ανακαινισμένους στάβλους διατηρούνται και χρησιμοποιούνται ακόμη οι φούρνοι.
Για την κατασκευή του τζακιού έχτιζαν δύο χαμηλούς πέτρινους τοίχους σε κατάλληλη απόσταση, τα λεγόμενα κούμιλα,[13] πάνω στα οποία έβαζαν το τσουκάλι ή τον ταβά και μαγείρευαν.
Τον φούρνο τον έφτιαχναν από πηλό και σπασμένα κεραμίδια. Στο αριστερό μέρος του πάτου του φούρνου άφηναν τα ρόα, μικρό λάκκο. Άναβαν τον φούρνο και όταν καιγόταν, έσπρωχναν δεξιά του τα κάρβουνα και τον σκούπιζαν συνήθως με δεμένο μάτσο από ανεουνί[14] που το στήριζαν στο φουρνοκόνταρο. Τις περίσσιες στάχτες τις έριχναν στα ρόα.
- Η μάντρα
Δίπλα στον κούρπιθα άφηναν χώρο ανοιχτό ή πρόχειρα σκεπασμένο με καλάμια ή ξύλα, τη λεγόμενη μάντρα.[15] Τις δύσκολες μέρες του χειμώνα, όταν δεν μπορούσαν να βγάλουν τα ζώα για βοσκή, ο χώρος αυτός χρησίμευε για το άρμεγμα, το κούρεμα και το τάισμα των ζώων.
- Ο αυλόγυρος του στάβλου
Τα χωράφια γύρω από το στάβλο λέγονταν αυλές και τα χρησιμοποιούσαν για παραγωγή κηπευτικών. Τα πιο απομακρυσμένα και μεγαλύτερα λέγονταν κάμποι και τα καλλιεργούσαν με σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, λαθούρι, κουκιά, ρεβίθια, σουσάμι κ. α.
Από την παλιά εποχή, από τότε που καλλιεργούσαν τη γη εκτατικά, δηλαδή χωρίς χρήση λιπασμάτων και νερού, παρά μόνο με κοπριά και το νερό της βροχής, εφάρμοζαν την αγρανάπαυση. Άφηναν ακαλλιέργητα τα χωράφια μία ή δύο χρονιές, για να ξεκουραστούν κι εκεί βοσκούσαν τα ζώα. Καλλιεργούσαν, φυσικά, άλλα χωράφια ιδιοκτησίας τους σε διαφορετικές περιοχές ή και πάχτωναν.[16]
Περιφερειακά του συγκροτήματος του στάβλου έχτιζαν ξεροτρόχαλο[17] τοίχο.
Σκίνοι και κερατές βρίσκονταν στον περίγυρο του στάβλου και στον ήσκιο τους ξεκουράζονταν οι άνθρωποι κι έπαιζαν τα παιδιά.
Είναι χαρακτηριστική η τρικάντουνη[18] μαντινάδα, που έγραψε σε γράμμα αδελφός προς τον ξενιτεμένο αδελφό του.
Από σταν είπες κι ήφυες τα έρφι μου Γιαννίκο,
Αναστενάζει ο στάβλος μας και κλει η κερατά μας.
- Ο κούμος[19] για τις κότες
Παλαιότερα βρισκόταν στον κύριο χώρο του στάβλου κάτω από το φούρνο. Εκεί στάλιζαν οι κότες τη νύχτα. Αν αναρωτηθούμε πού γεννούσαν τα αβγά, θα φανταστούμε τις κότες να μπαινοβγαίνουν από τον στάβλο κακαρίζοντας περήφανα. Μεταγενέστερα έχτιζαν τον κούμο σε εξωτερικό χώρο.
- Το κελλί για τους χοίρους
Για τους χοίρους κατασκεύαζαν πρόχειρο χαμηλό παράπηγμα σε απόσταση από τον στάβλο. Απ’ έξω, στην αυλή οι χοίροι κυλιόντουσαν ευχαριστημένοι σε νερόλακκο ή γρύλιζαν για να δείξουν τα συναισθήματά τους.
- Το πατητήρι
Όσοι είχαν αμπέλια δεν έχτιζαν κούρπιθα στον κύριο χώρο του στάβλου, αλλά στο μέρος αυτό έχτιζαν πατητήρι με ιχειό[20]. Με την πάροδο του χρόνου όμως εγκαταλείφθηκε η κατασκευή αυτή, ίσως λόγω της δύσκολης και πολύπλοκης διαδικασίας του τρυγητού και του πατήματος. Έτσι, έχτιζαν το πατητήρι εξωτερικά ή εφαπτόμενο σε τοίχο του στάβλου. Το σχήμα ήταν τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο ύψους 80 εκατ. περίπου, για να ακουμπούν τα χέρια κατά το πάτημα και να μην κουράζονται. Το έχτιζαν κατά προτίμηση προς τη δύση για ευνόητους λόγους. Στο πάτωμα και στους εσωτερικούς τοίχους του πατητηριού χρησιμοποιούσαν τσιμέντο με θαλασσινή άμμο και το επισκεύαζαν κάθε χρόνο πριν τον τρυγητό.
Μετά τον τρυγητό και το καθάρισμα των σταφυλιών από τις σάπιες και άγουρες ρώγες, τα πατούσαν με μεγάλο χαβέσι[21] και προσδοκίες. Μετά το πάτημα έβαζαν τα στράφυλα[22] σε μεγάλο σακί και ανέβαιναν πάνω πιέζοντας με τα πόδια, για να τρέξει ο επί πλέον μούστος. Όταν τελείωνα, πέτρωναν τα σακιά μέχρι το επόμενο πρωί με μεγάλες πέτρες, που ήταν απαραίτητο “αξεσουάρ” του πατητηριού, για να πάρουν και την τελευταία σταγόνα μούστου. Ο μούστος αυτός, που ήταν γλυκύτερος και είχε κόκκινο βαθύ χρώμα, τον ανακάτευαν με τον αρχικό μούστο για βελτίωση της ποιότητας και το χρώματος του κρασιού. Φαίνεται, πως από την εμπειρία τους εφάρμοζαν από τότε την πιο απλή μορφή ερυθράς οινοποίησης.
Κάτω από το επίπεδο της βάσης του πατητηριού κατασκεύαζαν το ιχειό, χρησιμοποιώντας πήλινο δοχείο, για να έχει καλή μόνωση. Για την κατασκευή του έσκαβαν άνοιγμα ίσο ή και λίγο μεγαλύτερο από την εξωτερική επιφάνεια του πήλινου δοχείου και το στερέωναν με άμμο και τσιμέντο.
Στο κάτω μέρος του πατητηριού και πάνω από το ιχειό άφηναν άνοιγμα και στερέωναν σωλήνα, απ’ όπου έπεφτε ο μούστος σε σουρωτήρι και στη συνέχεια στο ιχειό. Το γέμισμα των ντενεκέδων γινόταν με κατσαρόλι και χωνί. Όση ώρα πατούσαν τα σταφύλια, έκλειναν το άνοιγμα του πατητηριού με βλαστούς σκίνου ή θυμαριού.
Κοντά στο πατητήρι έβραζαν μέρος του μούστου μέχρι να χάσει το 70% περίπου των υγρών του και να γίνει πετιμέζι, το οποίο χρησιμοποιούσαν σε τηγανίτες, τηγανόπιτες, έκαναν μοσκοκοφτή[23] κ.α. Όσοι έφτιαχναν ημίγλυκο και γλυκό κρασί, χρησιμοποιούσαν πετιμέζι ή έλιαζαν τα σταφύλια μετά τον τρύγο. Η διαδικασία παραγωγής ημίγλυκου και γλυκού κρασιού ήταν δύσκολη και αμφιβόλου αποτελέσματος χωρίς τις γνώσεις και τα μέσα που υπάρχουν σήμερα.
Οι στάμνες πλένονταν με νερό στο οποίο έβραζαν κυνομαλά.[24] Πολύ αργότερα αναρωτήθηκα μήπως αυτή η χαρακτηριστική γεύση και το άρωμα του κρασιού των προγόνων μας, οφειλόταν στη μυρωδιά της κυνομαλάς. Πού κατέληξα; Θέλω να πιστεύω πως η κυνομαλά και τα κυνόμαλα έκαναν το θαύμα τους.
Αν δεν είχαν στο στάβλο χώρο για στάμνες, για να βάλουν τον μούστο να βράσει, κουβαλούσαν το μούστο με πετροντενεκέδες πάνω σε πετροσάνιδα,[25] στερεωμένα στα πλαϊνά του σαμαριού των ζώων.
- Η άλωνα
Ήταν κυκλικός επίπεδος χώρος που αλώνιζαν τα σιτηρά. Είχε καθαρή διάμετρο τουλάχιστον έξι μέτρα και βρισκόταν σε κατάλληλο μέρος στον αυλόγυρο του στάβλου, ώστε να την πιάνει ο αγέρας.
Μετά το θέρισμα, που γινόταν με δρεπάνι, άφηναν την παραγωγή στον ήλιο να στεγνώσει, για να θρυμματίζεται ευκολότερα. Το αλώνισμα γινόταν με το πάτημα των μουστουχωμένων ζώων που φορούσαν μουστούχι,[26] για να μην τρώνε τον καρπό. Τα έζευαν το ένα δίπλα στο άλλο δένοντάς τα από το λαιμό με τριχιά κι εκείνα γύριζαν γύρω γύρω με συνοδεία και συντονισμό ανθρώπου για να ξεχωρίσουν τα στάχυα και τα άγανα από τον καρπό. Αργότερα το αλώνισμα γινόταν και με βολόσυρο,[27] που ήταν μη αυτοκινούμενη κατασκευή. Ο βολόσυρος είχε από κάτω ξύλινους κυλινδρικούς τροχούς με σιδερένια μαχαίρια και από πάνω επίπεδη πλατφόρμα που ανέβαινε άνθρωπος και συντόνιζε τα ζώα.
Όταν κομματιαζόντουσαν τα στάχυα σε ψιλά άχυρα, άρχιζαν οι προετοιμασίες για το ξαχέρισμα,[28] το οποίο γινόταν με το διχάλι,[29] και τη βοήθεια του αγέρα. Ο καρπός, ως βαρύτερος, συλλεγόταν και σακιαζόταν.
Για την κατασκευή της άλωνας έσκαβαν βαθιά θεμέλια και χρησιμοποιούσαν περιφερειακά μεγάλες και φαρδιές ατσακόπετρες, που τις έμπηγαν στο έδαφος με τρόπο ώστε να εξέχει η μεγαλύτερη πλευρά τους. Οι πέτρες αυτές λεγόντουσαν περιθέρες[30] ή περιφέρες, εξ’ ου και η φράση της Ολύμπου “όξω από τις περιφέρες βγαίνεις”, δηλαδή έξω του πρέποντος. Στο εξωτερικό μέρος έχτιζαν άλλον τοίχο ίδιου ύψους, ώστε το συνολικό φάρδος και το ύψος και των δύο τοίχων να είναι τουλάχιστον μισό μέτρο. Στο πάτωμα έστρωναν βουτσές.[31]
Είναι χαρακτηριστικές οι μαντινάδες[32] που τραγούδησαν σε προύχοντα της περιοχής οι Περαχωρίτισσες, που βοηθούσαν στο θέρισμα και στο αλώνισμα:
Απού την πρώτη του Μαγιού, ως του σταυρού το μήνα,
Ελώνευγε ο Κουμιανός τα στάχυα του κι ακόμα του ΄πομείνα.
Κι εκείνος απαντούσε για να τις κολακέψει:
Κετσέ[33] φοράτε στην κεφαλή και κάρτσες εις τα χέρια,
Κι είστε και ασπροφόρετες ωσάν τα περιστέρια.
Με το τελείωμα του αλωνίσματος γιόρταζαν την αποθερά[34] τρώγοντας τηγανίτες με πετιμέζι, κουλούρια, κουλούρες με λάδι και αρμυροτύρι κ. α. και χαίρονταν με χωρατά και αυτοσχέδιες μαντινάδες.
Στην άλωνα, όταν δεν ήταν εποχή του θέρους, τα παιδιά έπαιζαν αμάδες, πετά πετά, το τόπι, το λουρί της μάνας, τη μέλισσα και άλλα. Παιδικές ξεχασμένες χαρές για όσους τις έζησαν.
- Η κατασκευή του στάβλου
Οι Καρπάθιοι τεχνίτες και μάστορες της πέτρας και του μαρμάρου που μεγαλούργησαν όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά έφτασαν ως την υπόλοιπη Ελλάδα, μέχρι την Αίγυπτο και την Περσία, εφάρμοζαν σαν Ευαγγέλιο τους κανόνες κάθε τέχνης:
“Ποτέ μην ξεκινάς τη δουλειά αν δεν την έχεις μελετήσει και σχεδιάσει”
“Δύο να μετράς και μία να παραγγέλνεις”
Στις μεγάλες δουλειές ο ιδιοκτήτης καλούσε πολλούς να κάνουν αργαδειά.[35] Εκείνη την εποχή όλοι μπορούσαν να βρεθούν στην ανάγκη να βοηθήσουν και να βοηθηθούν. Ήταν έθιμο, σε όλους όσους συμμετείχαν στην αργαδειά, να προσφέρεται πλούσιο φαγητό μετά το τέλος της δουλειάς. Μάλιστα, όταν ερχόντουσαν, καλημέριζαν τον ιδιοκτήτη λέγοντας:
“Σου χαρίζω τη δουλειά μου, να σου χαρίσω και την κοιλιά μου;”
Για τη μεταφορά των υλικών εξασφάλιζαν μουλάρια με πετροσάνιδα.
Έσκαβαν τα θεμέλια και έχτιζαν γύρω γύρω τοίχο με πέτρα και λάσπη από κοσκινισμένο χώμα, πηλό και λίγο άχυρο. Η τοιχοποιία κατασκευαζόταν από μεγάλες ατσακόπετρες σε συνδυασμό με ατσαλοχάλικο και σχιστόπλακες[36] για το γέμισμα των μικρών κενών. Έβαζαν αρκετή λάσπη και τις χτυπούσαν με σφυρί για να γίνει ισχυρή κατασκευή. Τα αγκωνάρια τα έβαζαν πλάκα, δηλαδή τα έχτιζαν έτσι ώστε να ακουμπά η φαρδιά τους πλευρά στην από κάτω πέτρα. Όλες τις πέτρες φρόντιζαν να τις χτίζουν μπατικές, δηλαδή να καλύπτουν όλο το πάχος του τοίχου, ιδιαίτερα στις γωνίες.
Είναι χαρακτηριστικές οι μαντινάδες[37] που σιγοτραγουδούσαν:
Ακούσατε παραγγελιές του Βάσου του Μουστάκα,
οι πέτρες να ‘ναι μπατικές και τ’ αγκωνάρια πλάκα.
Άκου το μύστρο πώς χτυπά, τη σκαλωσιά πώς τρίζει,
κι άκου το Καρπαθόπουλο πώς τραγουδάει και χτίζει.
Οι πιο ονειροπόλοι, που τους έτρωγε το σαράκι του έρωτα, ξεδίπλωναν μαντινάδες[38] έρωτα:
Μελαχρινήν εφίλησα Αυγούστου πρώτη μέρα,
μοσχοβολούν τα χείλη μου τριάντα μιαν ημέρα.
Στα σχετικά μικρά παράθυρα έβαζαν πρέκι από πωρόλιθο ή ξύλο.
Στο πρέκι της πόρτας οι περισσότεροι έβαζαν ξύλο. Οι πιο μερακλήδες και προνοητικοί όμως, που πίστευαν πώς θα έπεφτε θύμα της φθοράς του χρόνου και των εντόμων, τοποθετούσαν πέτρα κατάλληλου μήκους και φάρδους. Πάνω από το πρέκι στερέωναν γείσο από φαρδιά σχιστόπλακα για προφύλαξη από τη βροχή.
Όταν το φάρδος της πόρτας ήταν μεγάλο, υπήρχε δυσκολία να βρεθεί κατάλληλο μήκος πέτρας. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούσαν δύο πέτρες μικρότερου μήκους, τις οποίες ακουμπούσαν στο πάνω μέρος δεξιά κι αριστερά των τοίχων της πόρτας και στο κενό ανάμεσά τους σφήνωναν πωρόλιθο σε κατάλληλο πάχος.
Όσοι ήταν κανακάρηδες,[39] καθώς και πολλοί μερακλήδες, στερέωναν στο πάνω μέρος της πόρτας ένα κομμάτι πωρόλιθο, αφού προηγουμένως σκάλιζαν με υπομονή και προσοχή τα αρχικά της οικογένειας σε συνδυασμό με διάφορα σχήματα, όπως στάχυα, πουλιά, γοργόνες, αγγέλους κ α. Το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα, όταν το συναντάμε σε ερειπωμένους στάβλους. Άλλοι, έκαναν εσοχή πάνω από το γείσο της πόρτας σε σχήμα παραλληλόγραμμου.
Η κατασκευή του χωμάτινου (δ)ώματος ήταν αρκετά επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία για την εποχή εκείνη. Προς τούτο, τοποθετούσαν τράβες[40] από μεγάλα δέντρα, στερεωμένες από άκρη σε άκρη στους τοίχους, στις οποίες έδιναν μικρή κλίση για την ανεμπόδιστη απορροή του νερού της βροχής. Τα νεότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν δοκάρια, που ξέβραζε η θάλασσα από ναυάγια, τα λεγόμενα κατράνια. Είχαν μεγάλη αντοχή και, όπου σώζονται, είναι ακέραια ακόμη και σήμερα.
Πάνω στις τράβες άπλωναν τα σκιάκια,[41] που είναι χοντροί βλαστοί του δέντρου ασκελίνα[42] και έχουν ξύλο σκληρό και ανθεκτικό, ευθύ και δύσκαμπτο. Τα σκιάκια τα ταίριαζαν προσεκτικά, ώστε να μην αφήνουν κενά. Ασκελίνους έβρισκαν στην Πατέλα, κοντά στα Πηγάδια. Τους έκοβαν και, όσο ήταν ακόμη χλωροί, αφαιρούσαν τη φλούδα. Πολλοί έβαζαν καλάμια αντί για σκιάκια, αλλά δεν έκαναν την ίδια δουλειά, αφού σε μερικά χρόνια θα σάπιζαν.
Πάνω από τα σκιάκια ή τα καλάμια άπλωναν προσεχτικά παχύ στρώμα από αστοιές,[43] και θυμάρια μαζί με πολλά φύκια και πάνω απ’ αυτά άπλωναν στρώμα λάσπης από πηλό, που το ισοπέδωναν με ειδικό εργαλείο, τον μαλλά.[44] Στη συνέχεια πάνω από τον πηλό άπλωναν αγριόπηλο, που είναι αδιαπέραστος από το νερό, και πάνω απ’ αυτόν έστρωναν λεπτότερο στρώμα πατελιάς,[45] η οποία πήρε το όνομά της από την πεταλίδα, επειδή έχουν περίπου το ίδιο χρώμα. Την πατελιά την πίεζαν με βαριές στρογγυλές πέτρες μέχρι να στρακώσει, δηλαδή να σκληρύνει σαν όστρακο. Έτσι εξασφάλιζαν αποτελεσματική μόνωση και στεγανότητα. Το συνολικό πάχος του (δ)ώματος δεν ξεπερνούσε το είκοσι εκατοστά. Κάθε δύο έως τρία χρόνια πρόσθεταν πατελιά, για να συμπληρώνεται όση χανόταν από τις βροχές και κάθε καλοκαίρι το σκούπιζαν από πετραδάκια που ξεπλύθηκαν από τις βροχές και καθάριζαν τα χόρτα που φύτρωναν. Αυτό που πρόσεχαν, σαν τα μάτια τους, ήταν οι ποντικιές.[46] Δεν είχαν άλλο τρόπο να τις αντιμετωπίσουν, παρά μόνο να πατούν καλά το χώμα του (δ)ώματος. Τη δουλειά αυτή έκαναν τα παιδιά σαν πιο ελαφριά και ευέλικτα.
- Η πόρτα, τα παράθυρα και οι θυρίες του στάβλου
Η πόρτα που κατασκεύαζαν ήταν εύχρηστη και λειτουργική. Απλή, καρφωτή με σανίδες, κομμένη οριζόντια στα δύο, ώστε να δημιουργούνται δύο ξεχωριστές πόρτες, η πάνω και η κάτω πόρτα.
Η κάτω πόρτα έμενε κλειστή τις περισσότερες ώρες της ημέρας και προς τούτο κάρφωναν από μέσα ξύλινο μάνταλο. Στο πάνω μέρος της κάτω πόρτας, και ανάμεσα στην πάνω και στην κάτω, κάρφωναν σανίδα στο φάρδος της πόρτας, που συγκρατούσε την πάνω πόρτα, ώστε να μη βγαίνει προς τα έξω. Στην πάνω πόρτα έβαζαν από μέσα για μεγαλύτερη ασφάλεια την κλειδωνιά και τον περάτη,[47] που τον έφτιαχνε ο χαλκιάς.
Για την κατασκευή του μικρού παραθυριού του στάβλου χρησιμοποιούσαν δύο έως τρεις σανίδες, τις οποίες συνδέανε μεταξύ τους καρφώνοντας οριζόντια δύο άλλες σε απόσταση. Από μέσα έκλεινε με μικρό ξύλινο ή μεταλλικό μαντάλι.
Από τη δυτική ή τη βορινή πλευρά του στάβλου ή του κελλιού άφηναν μικρά παραθυράκια, τις θυρίες, ύψους 40-50 εκ. και φάρδους από 5 εκ. έως 15 εκ. για αερισμό γενικά και δημιουργία κατάλληλων συνθηκών κατά την επεξεργασία του γάλακτος ή και τη συντήρηση προϊόντων.
Οι πόρτες, τα παράθυρα και ιδιαίτερα οι μακρόστενες θυρίες και το (δ)ώμα με την πολύπλοκη κατασκευή είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του στάβλου, αλλά κυρίως του Μεγάλου Σπιτιού της Καρπάθου με την παραδοσιακή ξυλόγλυπτη κατασκευή στο εσωτερικό του.
Οι ερειπωμένοι στάβλοι στέκουν ακόμη εκεί με μισογκρεμισμένους τοίχους, χωρίς (δ)ώμα, με τα σκιάκια ή τα καλάμια να κρέμονται από την οροφή, τις πόρτες, τα παράθυρα και τις θυρίες όλα ορθάνοιχτα να γεννούν στους ντόπιους που έζησαν εκεί ανάμικτα συναισθήματα νοσταλγίας και πικρίας. Για τους άλλους, τους ξένους, τους περαστικούς, αυτούς που θέλουν να ερμηνεύσουν με τα μάτια τους το θαύμα της παλιάς ζωής, να φαντάζονται τους μυστικούς θησαυρούς και να πλέκουν παραμύθια για τη λαϊκή μας παράδοση.
- Το στρώσιμο του πάτου
Ο πάτος του στάβλου στρωνόταν με πηχτό μίγμα από βουτσές και νερό. Πολλές νοικοκυρές έριχναν και λίγο πηλό για μεγαλύτερη πρόσφυση και σταθερότητα. Πόσες μνήμες της λαλλάς ξαναγύρισαν…
“Μόλις βούτσωσα τον πάτο! Είδατε πόσο ωραία μυρίζει και τι καθαρός φαίνεται! Αφήστε τον να στεγνώσει καλά και να βγάζετε τα καλίκια[48] σας απ’ έξω, για να μην τον χαλάσετε μονομιάς!”
- Νερόμυλοι
Οι νερόμυλοι στο Απέρι, στην Αρκάσα και στο Μεσοχώρι είναι δυστυχώς παρελθόν. Τα ερείπια είναι σαν φαντάσματα και, αν τύχει και βρεθείς εκεί, είναι σαν να ακούς το νερό να κυλάει στα αυλάκια, να πέφτει από ψηλά με ορμή στο βούκινο, μετά στα φτερά της ρόδας κι αυτή να γυρίζει γύρω γύρω την πάνω πέτρα του μύλου, που μουγκρίζει να σπάσει το χρυσάφι. Μετά σαν να βλέπεις το αλεύρι στη σκάφη κι από κει να τρέχει, να βιάζεται, για να μπει στις σακούλες. Φαντάζεσαι τη γυναίκα να σηκώνεται σκοτεινά, να ζυμώνει, να πλάθει και να φουρνίζει ψωμιά, κρεμμυδόπιτες, κουλούρια, κουλούρες…
Μήπως οι περαστικοί μαγεύονται από τις σκιές των ανθρώπων που βλέπουν να ανεβοκατεβαίνουν τα κακοτράχαλα μονοπάτια, να πηδούν τα ρυάκια και να πηγαινοέρχονται από τους χορταριασμένους νερόμυλους;
- Ανεμόμυλοι
Οι ανεμόμυλοι ή αρμενάες, είτε μονόπατοι είτε δίπατοι, που υπήρχαν στην Όλυμπο, στο Όθος και στα Σπόα έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί με μόνη εξαίρεση έναν που έμεινε στην Όλυμπο και γυρίζει μόνο και μόνο για να θυμίζει τις εποχές που οι άνθρωποι περίμεναν ουρά για ν’ αλέσουν τα φαγητά[49] για το αλεύρι της χρονιάς. Μυλωνάδες δεν έχει πια στο τιμόνι του μύλου να ανεβάζουν την πάνω μυλόπετρα για χονδρότερο αλεύρι και το αντίθετο για ψιλότερο αλεύρι ή να ρυθμίζουν την αργή ή γρήγορη κίνηση, ανάλογα με τη δύναμη του αγέρα. Ο μπονέντης και ο μαΐστρος δεν βρίσκουν πια αντίσταση στο διάβα τους και αν βρεθείς εκεί νομίζεις πώς ακούς δεκάδες ανεμόμυλους να γυρίζουν και βλέπεις τον καρπό να πέφτει στην κουφουνία κι από κει να μεταμορφώνεται σε αλεύρι γεμίζοντας τις σακούλες. Μπορεί να νιώσεις και τυχερός από τα μυστικά που θα ψιθυρίσουν.
- Εργαλεία και είδη κουζίνας
- Σταμνοθούκα: εσοχή στον τοίχο με μικρή κλίση, που ακουμπούσαν τον λάϊνα. Από κάτω έβαζαν μυρτιά για μυρωδιά.
- Σφυρί: πυκνοπλεγμένο πανέρι από βούρλα και ξερά καλάμια σιταριού για ψωμιά, κουλούρες, κουλούρια κλπ.
- Τουβράς: υφαντό ή δερμΑργαζούκι: μικρός σάκος από δέρμα ή κετσέ που φύλαγε ο βοσκός ή ο γεωργός τα πυροβολικά, την ήσκα για να ανάβει φωτιά, τον σουγιά και το σουβλί για να ράβει τα παπούτσια.
- Αρλός: κόσκινο για διαχωρισμό του καρπού από τα άγανα.
- Γδι και γντόχερο.
- Θυλάκι ή ασκί, και ασκούλι: είδος σάκου από στομάχι ζώου, που ήταν πισσωμένος εξωτερικά για μεταφορά νερού.
- Καρτακάζα: αυτοσχέδια ξύστρα που την έφτιαχναν τρυπώντας μέταλλο με καρφί.
- Καρφιά: τα κάρφωναν στον τοίχο και στα ξύλα του στάβλου και κρεμούσαν τα πάντα.
- Καστανιές: αλουμινένια δοχεία με καπάκι και χέρι.
- Κατσαρόλια αλουμινένια για να πίνουν νερό.
- Κατσίελα: διάφορα αντικείμενα της κουζίνας ή και τα παλιόρουχα.
- Κάτσουνας ή αρπαχτάρι: το κοντάρι του φούρνου. Ήταν αγκιστροειδές μπροστά, για να μετακινούν και να βγάζουν τα κουλούρια και τα μαγειρικά σκεύη από το φούρνο.
- Κάτσουνας: ξύλινο εργαλείο για να κρεμούν τα κουλούρια και τις κουλούρες. Φτιαχνόταν από κορμό δέντρου με σκληρό ξύλο, που είχε πολλούς βραχίονες όσο το δυνατό πιο κοντά. Το ξεφλούδιζαν, το στέγνωναν και το κρεμούσαν ανάποδα να στεγνώσει. Μεταγενέστερα έφτιαχναν κάτσουνα σιδερένιο.
- Καύκαλος: μεγάλη ξύλινη λεκάνη από μονοκόμματο σκαμμένο κορμό δέντρου, που την χρησιμοποιούσαν για ζύμωμα.
- Καυκί: μικρή ξύλινη λεκάνη.
- Κεντερή: χειροποίητη υφαντή κουβέρτα από τρίχα κατσίκας.
- Κερατσοκούταλα: κουτάλια από κέρατα βοδιών.
- Κιούπια: πήλινα για σιτάκα,[50] βώτυρο ψητάρη, ασκάδια, σταφίδες κλπ.
- Κρησάρες για κοσκίνισμα.
- Κουταλοθήκη ξύλινη για κουτάλια και πιρούνια.
- Λάϊνας: πήλινο σταμνί με χερούλια για νερό.
- Μουρκούτα: μικρή πήλινη τσανάκα για σαλάτα, φρούτα κλπ.
- Μπαούλο ή σεντούκι: για φύλαξη ρούχων, σκεπασμάτων κ.α.
- Ξυλίκι: λεπτό κυλινδρικό ξύλο για άνοιγμα μικρού φύλλου.
- Ξύλινες χειροποίητες κούπες για νερό.
- Πανωπίθια ή στάμνες: μεγάλα πήλινα πιθάρια για κρασί ή λάδι.
- Περονοκούταλα ή κουταλοπέρονα: ξύλινα εργαλεία φαγητού από αγριοκυπαρίσσι.
- Πιατοθήκη: ξύλινη κατασκευή για να βάζουν τα πιάτα.
- Πιθιακοί ή πιθάρια: πήλινα δοχεία διαφόρων μεγεθών με καπάκι.
- Πινακωτή: ξύλινο μακρόστενο κουτί 3-5 θέσεων, που έβαζαν τα ψωμιά να φουσκώσουν.
- Πλασταρά: στρογγυλό ξύλο για πλάσιμο ψωμιού, κουλουριών κλπ.
- Σειροκουτάλα: κουτάλα από ξύλο ή βούρλα για σούρωμα φαγητών, όπως μακαρούνες, χυλόπιτες, λαζάνια κ. α.
- Σκαμνιά.
- Σκαφί: ρηχό ξύλινο δοχείο για παρασκευή δρίλλας.[51]
- Σοφράς: ξύλινο στρογγυλό χαμηλό τραπέζι.άτινο σακίδιο πλάτης.
- Τουπιά βρούλινα: για σούρωμα του πηγμένου γάλακτος και παρασκευή μανουλιών, μυτζήθρας.
- Τσαμπάλια: κουδούνια για τα ζώα.
- Τσανάκες πήλινες.
- Τσανάκες αλουμινένιες.
- Τσουκάλι πήλινο για μαγείρεμα.
- Φροκάλι: είδος κοντής σκούπας από βούρλα για σκούπισμα του πάτου του στάβλου.
- Φτυός: φτυάρι για φούρνισμα.
- Χαρανί: μεγάλη χάλκινη κατσαρόλα, για βράσιμο γάλακτος, πλύσιμο σιταριού κ. α.
- Χερόμυλος: πέτρινος χειροκίνητος μύλος, αποτελούμενος από δύο στρογγυλές πέτρες, από τις οποίες η κάτω έμενε ακίνητη και η πάνω γύριζε με χερούλι. Είναι χαρακτηριστική η παροιμία για τον τεμπέλη και αργοκίνητο άνθρωπο, “είναι σαν τη κάτω πέτρα του μύλου”. Στην Αρκάσα σώζεται χερόμυλος υπερυψωμένος, που άλεθαν παλιά σιτάρι για χόντρο.
- Ψωμαθούκα: μεγάλο ψάθινο πανέρι που το κρεμούσαν ψηλά κι έβαζαν τα ψωμιά.
- Φαγητά που έτρωγαν
Από τα φαγητά που θα αναφερθούν παρακάτω, τα φρέσκα λαχανικά τα καλλιεργούσαν οι ίδιοι στον κήπο τους και τα έτρωγαν τις εποχές του χρόνου που υπήρχαν. Αν περίσσευαν, επειδή δεν υπήρχε τρόπος να τα διατηρήσουν, κάποια τα έβαζαν στην άλμη, άλλα τα συντηρούσαν πχ κολοκύθια, τα όσπρια τα έλιαζαν και τα φύλαγαν σε πήλινα σκεύη και ότι έμενε τα έδιναν στα ζώα. Σε περιόδους που είχαν πολλές δουλειές δεν μαγείρευαν πολύπλοκα φαγητά, αφού δεν έπρεπε να σπαταλήσουν πολύτιμο χρόνο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις έτρωγαν συνήθως κάτι τηγανητό μαζί με ψωμί, κουλούρες, μανούλι, ελιές, κρεμμύδι, σκόρδο κ.α. Τέλος, στις καθ’ αυτού οικογένειες ψαράδων έλειπαν το κρέας, τα γαλακτοκομικά και τα λαχανικά, ενώ στους κτηνοτρόφους και στους γεωργούς τα ψάρια. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση ψαρά σε χωριανή του, που του ζήτησε ένα ψάρι για να κάνει σούπα στο εγγόνι της: “Άι ο γιαλός!”, δηλαδή, για κοίτα, εκεί είναι η θάλασσα και πήγαινε να το ψαρέψεις!
- Αβγά βραστά ή μάτια ή ταραχτά με βώτυρο ψητάρη.
- Αγκινάρες τηγανητές με αβγά.
- Αλευρά: πολτώδες φαγητό με νερό, γάλα, βούτυρο, μέλι και τσίκνωση.
- Αλευρόαλη: ίδια με την αλευρά αλλά με περισσότερο γάλα.
- Αντέρια του χοίρου: τα γέμιζαν με χόντρο, κρεμμύδι, μπαχαρικά και τα τηγάνιζαν.
- Ασκάδια.[52]
- Ελαϊκή: κομμάτια μυζήθρας συντηρημένης σε βούτυρο.
- Καβρουμά[53] ή κυλιστά τηγανητά με ταραχτά αυγά.
- Καλαούροι[54] με ρύζι ή πατάτες
- Καΐκι με λάδι, ντομάτα, κρεμμύδι, μανούλι ή ό,τι άλλο επιθυμούσαν. Το έκαναν με γωνία ζυμωτού ψωμιού, αφού έβγαζαν την ψίχα.
- Κηπουρικά[55] γιαχνί.
- Κολοκυθόπιτες τηγανητές.
- Κουκιά ξερά γιαχνί.
- Κουκιά φρέσκα σκορδαλιά.
- Κουκιά ωμά μουσκεμένα.
- Κουλούρα με σκινόκαρφο.
- Κουλούρα μουσκεμένη με λάδι, μανούλι, ελιές, κρεμμύδι, ντομάτα.
- Κουλούρια σησαμένια με μανούλι.
- Κρέας αλαρμιστό κοκκινιστό με χυλόπιτες.
- Κρεμμυδόπιτα: ψωμί τυλιγμένο εξωτερικά με ψιλοκομμένο κρεμμύδι και ψημένο στο φούρνο.
- Λαχανοπίτια ή λαχανόπιτες ή κοπέλες: ατομικές χορτόπιτες φούρνου με χόρτα εποχής, κρεμμύδι, ντομάτα, κολοκύθι, πατάτα κ. α.
- Λουκκούμι: χειροποίητο ζυμαρικό, που έριχναν από πάνω ζεσταμένα κυλιστά.
- Μακαρούνες[56] με τσίκνωση.
- Μανούλι: ντόπιο μικρό τυρί που το διατηρούσαν σε άλμη.
- Μελίαλο.[57]
- Μελοσιτάκα.[58]
- Ντολμάδες με ρύζι.
- Ξιγγόπιτες: μικρές πίτες από ζύμη ψωμιού και κομμάτια λίπους από κνησάρι αρνιού που έψηναν στον φούρνο. Τις έκαναν αρμυρές ή γλυκές.
- Ξυλικόπιτες ή τηγανόπιτες.
- Παστρουμά[59] με κηπουρικά.
- Παχούντι, πίτες στον πλάκο ή αρμυρές και γλυκές τροφές με φρέσκο αλεύρι. Είναι χαρακτηριστική η μαντινάδα[60]:
Πρώμιο κριθάρι ήσπειρα το κάμπο εις το Μίντι,
Δεν ξέρω αν εξεράθηκε να κάμωμε παχούντι.
➢ Πηχτή από γάλα: την παρασκεύαζαν με βρασμένο γάλα που το έπηζαν με βαστέρα[61] νεαρού αρνιού.
- Ροίκιο[62] βραστό ή παντρεμένο με ντομάτες και κρεμμύδια
- Σταφίδες.
- Τηγανητές πατάτες με κρεμμύδια, ντομάτες και αβγά στον ταβά στα ξύλα.
- Τηγανίτες με μέλι.
- Τρουφτούι: χυλοειδής τροφή με αλεύρι και νερό.
➢ Τροφάλλι ή Δροφάλλι: προϊόν γάλακτος μετά από τυχαία ζύμωση.
- Τσαρδέλες: παστές σαρδέλες μένουλες με λάδι.
- Φάβα με σκόρδο ή κρεμμύδι.
- Φασόλες με μάραθο.
- Φρυμάι: κριθαρένιο παξιμάδι, με λάδι, ντομάτα και κρεμμύδι.
- Ψιλολιές τσακιστές στην άρμη.
- Ψωμί ζεστό με μύλλα.[63]
- Ψωμί ζεστό με τυρόλαο.[64]
- Ψωμί με κρεμμύδι και αλάτι.
- Ψωμί με λάδι και κρεμμύδι.
- Ψωμί με μελοσιτάκα.
- Ψωμί με σταφύλια και αρμυροτύρι.
- Ψωμί, το ζύμωναν με σιταρένιο αλεύρι ή μέλαντζη.[65]
- Ψωμιά ξερά βρεγμένα και πυρωμένα: τα έτρωγαν με χόρτα, αβγά βραστά, ελιές, κρεμμύδι κ. α.
- Ψωμιού πυρωμένη φέτα με πετιμέζι και λάδι.
- Ψωμιού φέτα αλειμμένη με δρίλλα.
- Ψωμιού φέτα αλειμμένη με κρύα κυλιστά ή καβρουμά.
- Ψωμιού φέτα αλειμμένη με λάδι και ζάχαρη.
- Ψωμιού φέτα αλειμμένη με μελιτοβώτυρο.[66]
- Ψωμιού φέτα αλειμμένη με μύλλα.
- Ψωμιού φέτα αλειμμένη με ταχόμελο.[67]
- Ψωμιού φέτα με ταχίνι και μέλι.
- Ψωμομακαρούνες ή ψωμοουλές: φαγητό από κομμάτια ξερού ψωμιού ή και αρτοκόμματα που τα έβραζαν, τα άρτυαν με βώτυρο ψητάρη και τσικνωμένο κρεμμύδι και έριχναν τριμμένη ξερή μυζήθρα.
Σαν υπόκλιση στην Κάρπαθο που αγαπιέται
Όπως είναι γνωστό η Κάρπαθος με τα αρχαία κειμήλια, τους λαογραφικούς θησαυρούς, τη γλώσσα, τη μουσική, τις μαντινάδες και τα πανηγύρια θεωρείται κοιτίδα της πολιτιστικής κληρονομιάς και θεωρείται από τις κυριότερες πηγές της ελληνικής και της παγκόσμιας λαογραφίας. Αλλά η Κάρπαθος είναι και τόπος που γέννησε δυναμικούς, περήφανους, ανθεκτικούς ανθρώπους με λεβεντιά και εξυπνάδα. Η Κάρπαθος είναι επίσης και τόπος όμορφος, ελκυστικός, μαγικός και πλάνος, που κάνει τους επισκέπτες της να νιώθουν καλότυχοι κι ευτυχισμένοι και συνήθως την ερωτεύονται.
Εμείς οι Καρπάθιοι με το ένστικτο και μόνο έχουμε βρει τους τρόπους να διατηρήσουμε και να μεταβιβάσουμε στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα μας, κι εκείνα σε κάθε επόμενη γενιά τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά μας. Έτσι, πιστεύω, πώς θα νιώθουν κι απόγονοί μας την ίδια λαχτάρα και πεθυμιά που νιώθουμε κι εμείς για την πατρίδα. Έτσι ορίζεται η αγάπη για τον τόπο που γεννηθήκαμε, ζήσαμε, λαχταράμε κι αγαπάμε.
Ποιος από μας που ζήσαμε στην Κάρπαθο δεν έμαθε από τη μάνα, τον πατέρα, τη λαλλά, τον πάππου τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, όπως τα ήξεραν κι αυτοί; Ποιος δεν λαχταρά να βρεθεί στις πραούλες της να μυρίσει το μοσχομυριστό θυμάρι, την κυνομαλά, το βληχούνι, το δεντρολίβανο, να σιγομασήσει σκινόκαρπο και μέρτα[68]; Ποιος δεν θέλει να νιώσει τον υγρό μπονέντη, να χαρεί τις άγριες, γαλήνιες ή φουρτουνιασμένες θάλασσες, να περπατήσει στα κακοτράχαλα μονοπάτια; Ποιος δεν άφησε τη φαντασία του ανεξέλεγκτη μπροστά στα ερείπια του γκρεμισμένου στάβλου; Ποιος δεν επιθυμεί να μυρίσει την κρεμμυδόπιτα και τα λαχανοπίτια μόλις βγουν από τον ξυλόφουρνο, να φάει μακαρούνες, κοιλιόουρα,[69]παστρουμά με κηπουρικά, ζυμωτό ψωμί με μανούλι ή με ελιές, καΐκι με λάδι, σκάρο τηγανητό; Ποιος δεν ανυπομονεί να μαζέψει πατελλίες και χοχλιούς στα χαράκια; Ποιος δεν αναζητά να κοκαλίσει ψιλοκούλουρο και κουλούρα; Ποιος δεν τρέχει στο πανηγύρι, για να προσκυνήσει και να γευτεί τον άρτο και το φαΐ του Αγιού; Ποιος δεν κουβαλά μαζί του φεύγοντας το γλυκό κρασί, τον ακρίθαμο, το αλάτσι, το μανούλι, το μέλι από μοσχαθύαμο[70] και τόσα άλλα; Ποιος δεν θέλει να γευτεί τη θαλασσινή φρεσκάδα της ντόπιας τσαρδέλλας; Ποιος δεν επιθυμεί να βρεθεί σε αυτοσχέδιο καθιστικό γλέντι με γλυκό κρασί, ντόπιους μεζέδες και μαντινάδες όπως παλιά και να “παίξει” με την Κούπα τη Μονοβασιά; Ποιος δεν αποζητά λίγη γλύκα στον μπακλαβά, στις μυζηθρόπιτες με το τσιγαρισμένο κρεμμύδι, στους λουκουμάδες, στις τούρτες της Λαμπρής, στο ζιμπίλι των Χριστουγέννων, στον κουραμπιέ, στην τηγανόπιτα με πετιμέζι; Ποιος δεν θέλει να δροσιστεί με τα μοσχομυριστά αχλάδια και ροδάκινα, τις μπουρνέλες, τα σύκα, τα σταφύλια, τα νεραντζάτα φραγκόσυκα; Ποιος δεν μαγεύεται από την άγρια ομορφιά, τα γαλανά κρυστάλλινα νερά και τις δαντελωτές ακρογιαλιές της;
Τελειώνοντας θα αναφέρω χαρακτηριστική μαντινάδα Καρπάθιου, που βρισκόταν στην ξενιτιά[71]:
Έχει και πεύκους κι αστοιές και σκίνους κι αθυμάδια,
Δεν έχει σαν τις Αυλωνές και πέρα τα Ρωπάδια.
Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη
Σεπτέμβρης 2022
Βιογραφικό
Η Άννα Ρηγοπούλη-Λιατήρη γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1948. Σπούδασε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Μετά την συνταξιοδότηση ασχολείται με το γράψιμο. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι”, με τόπο μυθοπλασίας την Κάρπαθο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Τα διηγήματα “Η Βελουδένια Κορεάτισσα” και “Τα στόματα των φύλλων”, εμπεριέχονται μαζί με άλλα διηγήματα σε βιβλίο με τίτλο “Λεοπαρδάλεις στον ναό”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις δήγμα.
[1]. Ο ορισμός του στάβλου δόθηκε από τον καθηγητή αρχαιολογίας Μανώλη Μ. Μελά, όταν μου ζητήθηκε να γράψω για τον στάβλο στην Κάρπαθο στα πλαίσια του Καρπαθιακού κέντρου έρευνας και πολιτισμού. Το αρχικό κείμενο βελτιώθηκε χωρίς ουσιαστικές αλλαγές.
[2] πηγαδιών
[3] αχυρώνας
[4] Άγρια βρώμη (avena sterilis)
[5] Κοντός τοίχος που χώριζε το χώρο των ζώων από τον υπόλοιπο στάβλο
[6] Βόδια, μουλάρια, άλογα και γαϊδούρια
[7] Συνάθροιση πολλών για κουβέντα αργά το απόγευμα ή νωρίς το βράδυ
[8] Βαριά και στιβαρή ξύλινη κατασκευή
[9] πεζούλα
[10] Αραιό κόσκινο από σύρμα ή πετσί
[11] Θέματα συζήτησης, κουτσομπολιά
[12] Κουζίνα ή χώρος για ζώα
[13] Χαμηλοί τοίχοι σε απόσταση για να ακουμπούν το τσουκάλι
[14] Είδος σκούπας με χλωρά κλαδιά πικροδάφνης ή κολλητρίας (κολλιτσίδας) ή συκιάς σε μάτσο για το καθάρισμα του πάτου του φούρνου πριν το φούρνισμα
[15] Βοηθητικός χώρος για τα ζώα κοντά στο στάβλο
[16] Νοίκιαζαν
[17] Ξερολιθιά, πέτρινος τοίχος χωρίς λάσπη.
[18] Χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία. Από τη συλλογή του Μανώλη Μηνα Μελά
[19] Κοτέτσι
[20] Δοχείο που έπεφτε ο μούστος
[21] Όρεξη, χαρά, ενδιαφέρον
[22] Οι ρώγες και τα κοτσάνια που έμεναν μετά το πάτημα
[23].Είδος πηχτής μουσταλευριάς που την έκοβαν σε ρόμβους και την αποθήκευαν για τον χειμώνα.
[24] Φασκομηλιά και οι καρποί της
[25] Φαρδιά, ανθεκτικά και κατάλληλου μήκους σανίδια
[26] Είδος πλεχτού φίμωτρου από καννάβι ή βούρλα
[27] Ξύλινη κατασκευή που δενόταν στα ζώα
[28] Απομάκρυνση του άχυρου με τον αέρα, ως ελαφρύτερου
[29] Ξύλινο εργαλείο, σαν τρίαινα, με τρεις περόνες
[30] Φαρδιές και μεγάλες ατσακόπετρες για την κατασκευή της περιφέρειας της άλωνας
[31] Κοπριές βοδιών.
[32] Από το μυθιστόρημα “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι”
[33] Πυκνοϋφασμένο μαντήλι κεφαλιού από κατσικίσιο μαλλί
[34] Γιορτή τελειώματος του θέρους
[35] Προσφορά δωρεάν ομαδικής εργασίας για αλληλοβοήθεια
[36] Σκληρή πέτρα
[37] Από το μυθιστόρημα “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι”
[38] Από το μυθιστόρημα “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι”
[39] Ο πρωτογιός ή η πρωτοκόρη κληρονόμοι και ιδιοκτήτες όλης της κτηματικής περιουσίας του πατέρα ή της μάνας αντίστοιχα
[40] δοκάρια
[41] Χοντροί βλαστοί του ασκελίνα
[42] Αγρικυπαρίσσια
[43] Αγκαθωτοί θάμνοι
[44] Πλατύ και βαρύ μυστρί
[45] Αδιάβροχο αργιλώδες χώμα
[46] Οι τρύπες από τους ποντικούς και τους αρουραίους
[47] Μεταλλικός σύρτης
[48] Χαμηλά παπούτσια ανοιχτά στη φτέρνα
[49] Σιτάρι, κριθάρι
[50] Ψημένη δρίλλα στη φωτιά μέχρι να ροδίσει
[51] Το λίπος που επιπλέει σε κρύο γάλα μετά από βράσιμο
[52] Ξερά σύκα
[53] Μικρά κομμάτια χοιρινού κρέατος τσιγαρισμένα και συντηρημένα στο λίπος τους
[54] Σαλιγκάρια
[55] Μελιτζάνες, μπάμιες, κολοκύθια, πατάτες κ.α γιαχνί
[56] Χειροποίητο ζυμαρικό
[57] Μέλι με γάλα
[58] Μίγμα σιτάκας και μελιού
[59] Μισό αρνί σπασμένο, αλατισμένο και στεγνωμένο στον ήλιο.
[60] Από τη συλλογή του Μανώλη Μηνά Μελά
[61] Πυτιά
[62] Σταμναγκάθι
[63] Τσιγαρισμένο χοιρινό λίπος
[64] Μίγμα από τριμμένο μανούλι και λάδι
[65] Μίγμα από σιταρένιο και κριθαρένιο αλεύρι
[66] Μίγμα μελιού με βούτυρο
[67] Ταχίνι με μέλι
[68] Καρποί μυρτιάς άσπροι ή μαύροι
[69] Τα έντερα και ο πατσάς μικρού αρνιού ή κατσικιού γιαχνί
[70] Ντόπιο είδος θυμαριού
[71] Από τη συλλογή του Μανώλη Μηνά Μελά
17.9.2022
πηγή Καρπαθιακά Νέα