Άννα Ρηγοπούλη-Λιατήρη
Στα εγγόνια μου
Κωστή, Άννα, Παναγιώτη, Μιχάλη, Αναστασία και Μαριάννα.
1. Η βελουδένια Κορεάτισσα
Η Bai gal, η σωματώδης Μογγόλα, βρισκόταν ξαπλωμένη σε στρώμα από φύλλα μπαμπού στη μακρόστενη ξύλινη αποθήκη δίπλα στην κουζίνα, στο παλάτι του βασιλιά και της βασίλισσας Gin ho. Εκεί αποθήκευαν τα παστά ψάρια, τα αποξηραμένα λαχανικά, βλαστούς και αρωματικά βότανα για σαλάτες, τρόφιμα και συντηρημένα λαχανικά. Τις πρώτες μέρες της εγκυμοσύνης της δεν μπορούσε να αντέξει τόσες ανάκατες μυρωδιές και προσπερνούσε γρήγορα την αποθήκη κρατώντας τη μύτη της. Από το τεράστιο παράθυρο είδε τη χιονισμένη αυλή και τον ήλιο που πάλευε να διαλύσει την παγωμένη συννεφιά. Η μαμή του παλατιού περνούσε αραιά και πού. Έβλεπε την ανάσα της να βγαίνει από το στόμα και τη μύτη και να γεμίζει υδρατμούς την αποθήκη. Κοιλοπονούσε όλη νύχτα. Μόνη. Χωρίς φωνές. Ούτε ουρλιαχτά. Ορκίστηκε, ανάμεσα στους βουβούς πόνους και τη λαχτάρα να αγκαλιάσει το μωρό της, να μην ξανανιώσει ερωτική ηδονή. Μήπως ήθελε; Ξαφνικά κι αναπάντεχα ήρθε.
«Ανάσανε βαθιά, βάλε δύναμη, σπρώξε! Το κεφαλάκι φάνηκε», πήρε κουράγιο από τη μαμή, που ακούμπησε το χέρι στην κοιλιά της.
Μετά από δυο τρεις προσπάθειες η Bai gal ξαλάφρωσε από την ντροπή και το βάρος που κουβαλούσε. Η μαμή ακούμπησε το μωρό στο μεγάλο καλάθι από μπαμπού.
«Είναι αγόρι», είπε.
«Θα τον ονομάσω Pakpao», απάντησε ξεψυχισμένα κι όταν τον αγκάλιασε με το μητρικό μάτι πρόλαβε να σκεφτεί:
«Έχει το σημάδι στο σβέρκο του, όπως εκείνος, και είναι ίδιος εγώ». Αμέσως αποκοιμήθηκε βαθιά.
Ένα όνειρο είδε η δούλα Bai gal πριν γεννήσει. Πρώτη φορά. Και μοναδική. Όνειρο όμως, που ήταν το αληθινό. Όπως το έζησε.
{«Αχ, ολοζώντανο ήταν», φώναξα.
Ήθελα με κάποιον να το μοιραστώ, αλλά κανείς δεν άκουσε. Άλλαξα με δυσκολία θέση στο ξύλινο στρώμα. Το μωρό με πίεζε χαμηλά στην κοιλιά. «Τι να μοιραστώ; Αφού έδωσα όρκο. Να μην πω τον πατέρα του παιδιού και να τον βγάλω απ’ το πετσί και την ψυχή μου», παραμίλησα.
Άνοιξα τα μάτια. Κοίταξα τη λάμπα που αντιφέγγιζε και κατάλαβα πού βρισκόμουν. Με ξαναπήρε ο ύπνος.
Έβλεπα καιρό τους αμέτρητους δούλους που δούλευαν για τα πρώτα ταφικά μνημεία της δυναστείας. Όταν άρχισαν να σχηματίζονται οι περισσότεροι τρούλοι, ο βασιλιάς και η Gin ho έκαναν εγκαίνια. Μεταξύ της κουστωδίας των αμέτρητων καλεσμένων με τις επίσημες φορεσιές ήταν και οι γονείς του βασιλιά με το μικρότερο γιο τους. Βασίλευαν σε διπλανή περιοχή.
«Gin Ho πάρε και τη Bai gal στο πλευρό σου, μπορεί να σου φανούν τρομαχτικές οι στοές και να φοβηθείς», άκουσα το βασιλιά.
Στο δρόμο του γυρισμού για το φως, ο αδελφός του βασιλιά με απομόνωσε σε αθέατη στροφή μιας στοάς.
«Είσαι τόσο λαμπερή και σε πόθησα», είπε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες.
Μου είπε κι άλλα πολλά στην αρχή και μετά με επιδέξιες κινήσεις βρέθηκα γυμνή στην αγκαλιά του. Με χάιδεψε με ηδονή παντού, άκουσα λόγια ερωτικά, ανατρίχιασα σύγκορμη και όπως ήμουν, με ξάπλωσε στο χώμα. Ένιωσα πρωτόγνωρη ευχαρίστηση.
«Αγόρι θα είναι, να τον βγάλεις Pakpao, ίσως γίνει χαρταετός και πετάξει ψηλά», είπε κι εξαφανίστηκε.
Έμεινα μετέωρη ανάμεσα στη γεύση του πόνου και της ηδονής. Ντύθηκα κι έτρεξα να συναντήσω την Gin ho.
«Άργησες! Που χάζεψες; Ήμουν χαμένη! Η καρδία μου έσπασε…», παραπονέθηκε.
Έπιασα το μπράτσο της μέχρι να βγούμε από τη στοά}.
Τη νεαρή Bai gal, με το αντρικό όνομα δύναμης και αντοχής, την πήρε δούλα το βασιλικό ζεύγος της δυναστείας των Joseon μετά το 1435, για να περιποιείται τη νεαρή κόρη τους Gin ho. Έτσι ανακοίνωσε το παλάτι. Με πολύτιμη λίμνη, που έχει πολλά πλούτη στα καρπερά νερά της, την παρομοίαζαν όλοι. Οι γονείς της, που κυβερνούσαν με επιτυχία από το 1392, την έχρησαν βασίλισσα μόλις ενηλικιώθηκε.
«Η νέα βασίλισσα, κόρη μας, έχει μόρφωση και αρχές, αλλά είναι ατάραχη, ωμή, άβουλη και αρκετά μίζερη. Μα, πώς θα κυβερνήσει;» αναρωτιόταν ο βασιλιάς πατέρας της.
«Να της πάρουμε μια δούλα που να έχει διαφορετικό χαρακτήρα από την κόρη μας, να είναι ώριμη και να έχει εμπειρίες. Το ξέρουμε κι δυο. Έχουν αξία μόνο οι σκέψεις όσων έχουν εμπειρίες από τη ζωή», είπε αποφασιστικά η βασίλισσα.
«Έχεις δίκιο, μεγαλειότατη. Καλά, θα φροντίσω», απάντησε κοφτά ο βασιλιάς.
Η δούλα Bai gal ήταν χεροδύναμη, αποφασιστική, δυναμική, είχε αυτοπεποίθηση και δεν κώλωνε πουθενά. Έτσι, γρήγορα ξεπέρασε τις προσδοκίες του βασιλικού ζεύγους. Όσο για τη νεαρή και άπειρη βασίλισσα η Bai gal κατάφερε να γίνει το τρίτο χέρι και το δεύτερο μυαλό της.
Το παλάτι του νέου βασιλιά και της Gin ho είχε πολλές παγόδες, δίπατες και τρίπατες, φτιαγμένες από ξύλο και μπαμπού. Όταν κατασκευάστηκαν τα πρώτα πέτρινα αγάλματα και κεραμικά η δούλα Bai gal τα κουβάλησε στην πλάτη της για τη διακόσμησή του. Βρισκόταν στους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης και ευχόταν να χάσει το μωρό.
«Είναι τόσο όμορφα και δείχνουν αληθινά. Και τόσο ταιριαστά. Σταμάτα τώρα. Δεν θέλω αγάλματα στα έξι βασιλικά υπνοδωμάτια. Ας μείνουν με τις περίτεχνες ταπετσαρίες, που τις ζωγράφισε πρόγονος της δυναστείας μας σε μεταξωτά πανιά. Τον τιμώ», της είπε η Gin ho, η οποία ενθουσιάστηκε τόσο, που το ίδιο βράδυ έμεινε έγκυος και αποφάσισε να δώσει χορό για το χαρμόσυνο γεγονός. Η δούλα Bai gal, θέλοντας να της κάνει έκπληξη, γύρισε όλες τις κοντινές και μακρινές γειτονιές των φτωχών χωρικών, που πειραματίζονταν στην κατασκευή ξύλινων μασκών και έφερε πολλών λογιών. Παρόλο που ήταν από τις πρώτες που σκαλίστηκαν, δεν διάλεξε. Πήρε όσες και ό,τι βρήκε. Έπρεπε να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερες, για να φορούν όλοι.
«Είναι μαγικές, φόρεσε κι εσύ μία. Θα έχεις δύναμη ψυχής και κουράγιο, για να γεννήσεις όμορφο και καλότυχο μωρό», είπε στην Gin ho.
Οι αμέτρητοι καλεσμένοι χόρεψαν ανακατεμένοι με τους μισθωμένους χορευτές. Όλοι φορούσαν ξύλινες μάσκες.
Το βασιλικό ζεύγος μετά την εγκυμοσύνη της Gin ho αποφάσισε να διώξει τη δούλα Bai gal και τον Pakpao.
«Είμαι δυνατή, δεν σε χρειάζομαι πια! Εξάλλου δεν θέλω το βασιλικό μωρό, που θα γεννηθεί όπου να είναι, να μεγαλώνει με το γιο της δούλας μου», είπε με βασιλική ξιπασιά.
«Θα μείνω μέχρι την πανσέληνο και θα φύγω, αφού με διώχνετε. Δεν θα χαθώ», απάντησε. «Για να μας φωτίζει το φεγγάρι», συμπλήρωσε κομπιάζοντας.
Άλλα σχεδίαζε όμως η βασίλισσα κι άλλα έγιναν.
Οι δούλοι όλων των γύρω περιοχών εξεγέρθηκαν με την απόφαση των βασιλιάδων να διώξουν τη δούλα Bai galκαι αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στις παγόδες με αυτοσχέδια πύρινα βέλη. Μετά από πολλές συνεννοήσεις προγραμμάτισαν επίθεση την πανσέληνο. Τεράστιες πύρινες φλόγες περικύκλωσαν την παγόδα. Τα δωμάτια των βασιλιάδων πήραν πρώτα φωτιά. Τα μεταξωτά πανιά λαμπάδιασαν. Ακολούθησε πανικός. Η χεροδύναμη δούλα, που ήταν έτοιμη να φύγει, ξεφόρτωσε με σβελτάδα από την πλάτη της τον μπόγο με τα ρούχα, έβαλε τον Pakpao στην αγκαλιά της βασίλισσας, την άρπαξε από τη μέση, πήδηξε στο διπλανό δέντρο, κατέβηκε από τα κλαδιά και πάτησε στο χώμα. Τους άφησε ασφαλείς.
«Το παιδί που έχεις στην κοιλιά σου, σώθηκε», είπε βιαστικά στην Gin ho.
Ακούμπησε το γιο της στο πεζούλι γύρω από τη λίμνη και γύρισε πίσω να σώσει και το βασιλιά. Ξαφνικά, έπεσε πάνω της η φλεγόμενη στέγη της παγόδας και λαμπάδιασε. Από τότε μεταμορφώθηκε σε φάντασμα. Ο Pakpao μεγάλωσε με χωρικές που βοηθούσαν σε ψαροκάικα στην Κίτρινη Θάλασσα. Επειδή απεχθανόταν τη μυρωδιά των ψαριών, όταν μεγάλωσε, έφυγε. Έμαθε να σκαλίζει γρανιτένιες πέτρες και να φτιάχνει αγάλματα. Με απίστευτο μεράκι.
Η βασίλισσα Gin ho παντρεύτηκε το νεαρό αδελφό του βασιλιά. Από τις πρώτες τους ερωτικές αγκαλιές είδε το σημάδι στο σβέρκο του. Έμοιαζε με χαρταετό. Ανατρίχιασε. Χλόμιασε. Βασανιστικές σκέψεις την εμπόδισαν να χαρεί όσα ονειρεύτηκε και λαχταρούσε.
«Λες να διάβασε τις σκέψεις μου; Αλλοίμονο!» Θυμήθηκε τη Bai gal. Αποφάσισε να μην μιλήσει. Ήταν πια ώριμη.
«Αφού εκείνη το έκρυψε, γιατί να το φανερώσω εγώ; Όχι, όχι», φόρεσε για πάντα μάσκα άγνοιας για τον πατέρα του γιου της δούλας της.
Η καινούργια παγόδα χτίστηκε στο ίδιο σημείο που ήταν και η παλιά. Έγινε τρίπατη με δίπατη κουζίνα και πολλές αποθήκες. Χρησιμοποιήθηκε γρανίτης και ξύλο. Στον κήπο φυτεύτηκαν τροπικά δέντρα, θάμνοι και χαμηλές μπορντούρες.
Η βασίλισσα θέλοντας να τιμήσει τη Bai gal, που την έσωσε, έδωσε εντολή να φτιάξουν αλέα στο χώρο που κάηκε. Έτσι, παράγγειλαν από την Ευρώπη τριανταφυλλιές ποικιλίας «Βελούδινη» με πρωτότυπα χρώματα, ξεχωριστά αρώματα και μοναδικά σε απαλότητα πέταλα. Όλα τα φυτά του κήπου τρέφονταν από τις στάχτες των καμένων και τα έβρισκαν πάντοτε ποτισμένα και περιποιημένα.
Ένας χωρικός, που είχε ερωτευτεί τη Bai gal, όταν έψαχνε να βρει τις ξύλινες μάσκες για το χορό, σκάλισε ξύλινη μάσκα με το πρόσωπο της και την έστησε ανάμεσα στις τριανταφυλλιές.
«Θα με παντρευτείς, Bai gal;» την είχε ρωτήσει.
«Ναι, όταν φύγω από το παλάτι», είχε πει ενθουσιασμένη και συμπλήρωσε: «Θα σου δώσω ένα γράμμα για το γιο μου, αλλά θα το κρατήσεις μέχρι να μεγαλώσει και μετά θα του το δώσεις. Αν δεν ζω. Το υπόσχεσαι;»
«Εννοείται, αλλά μαζί θα είμαστε για πάντα», είχε απαντήσει φιλώντας το χέρι της.
Όταν η βασίλισσα Gin ho κάθισε στον ξύλινο πάγκο καμαρώνοντας το καινούργιο παλάτι και τον κήπο η καρδιά της γέμισε ανάμικτα συναισθήματα. Γλυκιά αναμονή για το μωρό της, ευχαρίστηση για το νέο παλάτι, λύπη για το παλιό, τη δύναμη του χαρακτήρα της να κρατήσει το μυστικό της Bai gal για τον πατέρα του Pakpao ή μήπως όλα μαζί; Δεν ήξερε. Πάντως, το ίδιο βράδυ γεννήθηκε η κόρη της. Το επόμενο πρωί άνθισε το πρώτο βελούδινο τριαντάφυλλο με βαθύ πορτοκαλοκόκκινο χρώμα και την ονόμασαν Nung.
Από μικρή η Nung έδειχνε ενδιαφέρον για τα ταφικά μνημεία της δυναστείας τους και σε κάποια από τις επισκέψεις της συνάντησε τον Pakpao που στερέωνε στον κήπο ένα γρανιτένιο άγαλμα σκαλισμένο και ζωγραφισμένο. Τον ερωτεύτηκε και τον πήγε σπίτι, για να τον γνωρίσει στη βασίλισσα.
«Ποιος είναι τούτος στο παλάτι μου;» ρώτησε καχύποπτα η Gin ho.
«Είναι ο νέος που αγαπώ. Μ’ αγαπάει κι αυτός», απάντησε η Nung και το βελουδένιο δέρμα της γέμισε το χώρο αρώματα.
Η βασίλισσα Gin ho σήκωσε αργά το βλέμμα, τον είδε και σκέφτηκε:
«Λες; Είναι ίδιος η δούλα μου». Απλώθηκε σκοτεινιά στα μάτια της. Του ζήτησε να υποκλιθεί. Όταν βεβαιώθηκε, βλέποντας και το σημάδι στο σβέρκο του, εναντιώθηκε με πείσμα. Έγινε αγνώριστη, ανεξιχνίαστη.
«Ξέρεις, Nung, έχω αμέτρητα γράμματα ανοιγμένα κι άλλα τόσα σφραγισμένα από πλούσιες οικογένειες που έχουν γιους και σε ζητούν σε γάμο. Αυτόν βρήκες;» είπε θυμωμένη.
«Μα, εμείς αγαπιόμαστε», απάντησε ήρεμα η Nung.
Η βασίλισσα δεν μπόρεσε να διαχειριστεί το κακό και αναγκάστηκε, μπροστά στα μάτια του Pakpao, να παγώσει τη μοναχοκόρη της.
«Πήγαινε, δεν έχεις ομορφιά, αλλά έχεις δύναμη και χαρίσματα και θα βρεις γυναίκα της σειράς σου», είπε χωρίς να τον κοιτάζει.
Τύλιξε την κόρη της με αρωματικά μπαχαρικά, για να μείνει φρέσκια, βελούδινη και μοσχομυριστή και την έκρυψε κάτω από το μεγάλο μπαμπού κάθισμα του βασιλιά.
«Εκεί θα μείνει μέχρι να βρω το ζάμπλουτο γαμπρό», σκέφτηκε.
Ο Pakpao έφυγε. Περνώντας από την αλέα με τις τριανταφυλλιές άκουσε φωνή:
«Να την ξεπαγώσεις, έχεις δύναμη, μπορείς!»
Κοίταξε, αλλά άνθρωπο δεν είδε. Την άλλη μέρα ο ζωγράφος που έφτιαχνε φιγούρες στα αγάλματά του ζωγράφισε στο στήθος του τον χαρταετό Ηλιόδρακο.
«Τώρα έχω δύναμη», σκέφτηκε και το γεροδεμένο κορμί του ατσαλώθηκε. Πέταξε πάνω από το παλάτι, ανακάλυψε τη Nung, τη ζέστανε, την ξεπάγωσε και την αγκάλιασε παίρνοντάς την μαζί του.
«Είδες αγαπημένη μου, Nung, είμαστε πάλι μαζί», της φίλησε το βελουδένιο μέτωπο.
Εκείνη έμεινε ατάραχη με μάτια ανοιχτά αλλά βλέμμα απλανές.
«Ε, ξύπνα, λατρεμένη μου», επέμενε.
Τίποτε. Αμίλητη.
«Είμαι ο Pakpao», ξαναείπε απεγνωσμένα.
Και πάλι σιωπή. Απογοητευμένος πήγε στην αλέα με τις τριανταφυλλιές να κόψει το βελουδένιο τριαντάφυλλο, να της το προσφέρει. Δεν αντέδρασε και πάλι. Τότε, έτρεξε αλαφιασμένος στη βασίλισσα.
«Ξύπνησα τη Nung, αλλά είναι αμίλητη», είπε λαχανιασμένος.
«Χάσου από μπροστά μου, η κόρη μου είναι καλά κρυμμένη. Δεν γεννήθηκε για να γίνει γυναίκα δούλου. Μην σε ξαναδώ. Εξαφανίσου», τον αποπήρε με αυστηρό ύφος και κακία.
Ο βασιλιάς άκουσε τις φωνές της βασίλισσας και κατέβηκε φουριόζος τις σκάλες του παλατιού. Όμως μπερδεύτηκαν τα πόδια του στη μακριά ρόμπα, ξεγυμνώθηκε κι έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα. Η βασίλισσα τρόμαξε. Στροβιλίστηκε σε άβυσσο, όπως όταν ήταν νέα.
«Τώρα θα δει το σημάδι», σκέφτηκε κι έτρεξε να τον γυρίσει.
«Άφησέ με, μεγαλειότατη, δεν χτύπησα, θα σηκωθώ μόνος μου. Θα μιλήσω εγώ στο νεαρό. Μην φωνάζεις», είπε ήρεμα. Φαινόταν όμως ταπεινωμένος.
Ο Pakpao είδε το σημάδι του γυμνού βασιλιά και θυμήθηκε το γράμμα της μάνας του.
«Γιε μου, γιε της ηδονής, στο αίμα σου ρέει βασιλικό αίμα. Το σημάδι στο σβέρκο σου είναι από παλιά δυναστεία μάγων-βασιλιάδων. Θα σ’ αγαπώ πάντα!»
Ο βασιλιάς δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Κάηκε από τις φλόγες του Ηλιόδρακου του Pakpao. Καρβούνιασε.
Η βασίλισσα Gin ho δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί όσα την βασάνιζαν για το σημάδι του βασιλιά. Μόλις τον αντίκρυσε καμένο, θυμήθηκε το λαμπαδιασμένο σώμα της δούλας της κι έπεσε νεκρή.
Ο Pakpao γυρίζοντας στη Nung πέρασε από την αλέα με τις τριανταφυλλιές. Για πρώτη φορά πρόσεξε την ξύλινη μάσκα της Bai gal.
«Θέλεις τη Nung; Την αγαπάς ακόμη;» τον ρώτησε.
Πριν προλάβει να απαντήσει του έδειξε την τριανταφυλλιά με τα βελουδένια πέταλα.
«Αυτή είναι», είπε και τον μεταμόρφωσε σε μπαμπού, για να πλεχτεί πάνω του η Nung.
«Σφιχταγκαλιασμένους θα σας νοιάζομαι».
~ Γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1948. Σπούδασε γεωπονία στην Αθήνα, δούλεψε στο υπουργείο αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων και τα τελευταία χρόνια ασχολείται με το γράψιμο. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Τα διηγήματα “Η Βελουδένια Κορεάτισσα” και “Τα στόματα των φύλλων” κυκλοφορούν σε βιβλίο από τις εκδόσεις δήγμα με τίτλο “Λεοπαρδάλεις στον ναό”, όπου εμπεριέχονται και άλλα διηγήματα που προέκυψαν από το εργαστήρι παράγωγου διηγήματος του Θ. Τριαρίδη. Επίσης διατίθεται ελεύθερα για μη κερδοσκοπική χρήση μέσω της πλατφόρμας της Ανοιχτής Βιβλιοθήκης