Του Ηλία Εμμ. Βασιλαρά
Προέδρου του Ινστιτούτου Λαϊκού Πολιτισμού Καρπάθου
Μπορεί να μην γνώριζα τι σημαίνει η λέξη «Τριώδιο», αλλά την αγαπούσα όσο λίγες εορτές του χρόνου. Φροντίζαμε μάλιστα οι μικρότεροι να μαθαίνουμε βδομάδες πιο μπροστά πότε έμπαινε το Τριώδιο, ποια μέρα ή ακόμα καλύτερα την ημερομηνία που θα ερχόταν.
Μας έκανε πολλά νάζια αυτή η ημέρα, γιατί δεν ήταν ποτέ σταθερή. Μια τη βρίσκαμε στα τέλη του Γενάρη, μια στου Φλεβάρη τις αρχές… Όπου κι αν τρύπωνε όμως θα την τσακώναμε, γιατί απ’ αυτήν την ημέρα και μετά ως την καθαροδευτέρα θα μπορούσαμε να βγαίνομε καμουζέλες.
Θα βάζαμε δηλαδή άλλα ρούχα ή θα γυρίζαμε τα δικά μας ανάποδα, ένα σκούφο ή ρούχο στο κεφάλι, κάποιες φορές κάλτσες στα χέρια, βάζαμε και μια μάσκα που την φτιάχναμε μοναχοί μας μ’ ένα κομμάτι χαρτόνι, παίρναμε κι ένα κάρβουνο να ζωγραφίσουμε τα μάτια, τα φρύδια, το μουστάκι και τα μαλλιά, και αλλάζαμε και τη φωνή μας για να μην γνωρίζουν κανένα μας.
Ένα χαρτόνι, λοιπόν, με ανδρική ή γυναικεία κάλτσα στο κεφάλι, να παραμορφώνει τα πρόσωπά μας, και με την προσποιητή βραχνή φωνή, τρέχαμε από σπίτι σε σπίτι σαν εσκοτίνιαζε καλά για να μη γινόμαστε εύκολα αντιληπτοί. Χτυπούσαμε τις πόρτες, φωνάζαμε με τη βραχνή φωνή «καμουζέλεεεες», μας ανοίγανε αμέσως και να χαιρετούρες, να αστεία, να τσακωμοί, να αγκαλιάσματα, και «φο(β)ερίσματα» στα μικρότερα παιδιά των σπιτιών που κουκουλώνονταν πάνω στο σουφά, γιατί λέει μας φοβόντουσαν –άλλο που δεν θέλαμε εμείς!
Πιάναμε και στο τέλος «πάνω χορό» και να πήδους, να σκέρτσα, να μιμήσεις κάποιων χορευτάδων με λύρα το στόμα του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς που χαίρονταν να μας καμαρώνουν να τους διασκεδάζουμε, και να διασκεδάζομε κι εμείς. «Αποκριάτικο χορό» θα μπορούσαμε να τον λέμε τούτο το χορό ή «χορό των καμουζελών». Ήταν πιο πολύ αστείος, αντίθετα από τον «πάνω χορό» που ήταν πάντα πολύ σοβαρός.
Σχεδόν όλοι οι χωριανοί γνώριζαν πολλές δοξαριές και τις παίζανε με το στόμα και με την σειρά τους, σαν καλοί λυριστά(δ)ες ή τσαμπουνιέρη(δ)ες, αφού μέσα στο χορό βάζανε και τις ανάλογες πιαυλέες. Κάποιες φορές έπιαναν και τα παιδιά του σπιτιού στο χορό μαζί μας, και να φανταστεί κανείς ότι όλα αυτά συνήθως γινόντουσαν μέσα σε ένα «κουζινί» 5-6 τετραγωνικών μέτρων, γιατί εκεί αποσπερίζανε, γύρω από το τζάκι που έκαιγαν τα ελένα ξύλα ή τα κούτσουρα του σχίνου και της κυμαράς που κρατούσαν για πολύ ώρα τη φωτιά.
Λίγες σταφίδες και ασκάδια (ξερά σύκα), ντόπια προϊόντα και τα δύο, καμιά φορά και κανένα ποτηράκι κρασί από τα «αθήρια» των σποΐτικων αμπελιών, ήταν η αμοιβή σε αυτό το αυτοσχέδιο μιούζικαλ που τους προσφέραμε, και μέσα στα σπίτια τους κιόλας!
– Και του χρόνου Εργαρά! – Και του χρόνου Νικολιέ, Γιαννιέ, Κωσταρά… και του χρόνου να ‘στε καλά κακόμοιροι, που πέρασε η ώρα μας σαλαμέτι (ευχάριστα)! Αμέ πως τον ήκανες κακόμοιρε τον «τάδε χορευτή»; Ολόιδιος ήσουν, μας λέγανε επιβραβεύοντάς μας οι γυναίκες του σπιτιού.
Εν τέλει, ξεμασκαρευόμασταν, για να ανανωρίσουν όσους δεν είχαν καταλάβει, και να μας δουν τα παιδιά να ξεφοβηθούν και να πάρουν τα αγόρια και εκείνα τη σειρά τους σαν θα μεγάλωναν λίγο. Δεν ντύνονταν καμουζέλες τα κορίτσια στα παιδικά μας χρόνια, γιατί δεν το θεωρούσαν επιτρεπτό να γυρίζουν τις νύχτες με τα αγόρια, και είχαν δίκιο.
Οι προσωπικές χειραψίες έκλειναν την παράσταση από το ένα σπίτι και «εμπρός γραμμή για το επόμενο»! Περιοδεύων θίασος ήμασταν, χωρίς να το ξέρουμε, πηγαίος και αυτοσχεδιαστικός όμως, τι καλύτερο;
Τα Σαββατοκύριακα μόνο μας επέτρεπαν να βγαίνουμε καμουζέλες. Όχι πως δεν βγαίναμε «κλεφτάτα» και τις άλλες μέρες, μα εκείνες ήταν ημέρες σχολείου κι έπρεπε να διαβάζουμε το βράδυ, ας ήταν και με τη λάμπα του πετρελαίου.
Εκείνη την εποχή δεν είχαν φώτα όλα τα χωριά της Καρπάθου, μέσα σε αυτά ήταν και το Σπόα, και δανειζόμασταν ένα δαυλί από το τζάκι που το το κουνούσαμε δυνατά, για να δημιουργηθεί αέρας αν δεν υπήρχε, ώστε να ανάψει και να πάμε από το ένα σπίτι στο άλλο για όποια δουλειά θέλανε οι γονείς μας. Ακόμα κι οι προξενήτρες με δαυλί κάνανε τις δουλειές τους, πολύ αργότερα όμως και με κανένα λύχνο λαδιού.
Δεν αργούσαν να περάσουν οι ημέρες της Αποκράς. Τρεις βδομάδες ήταν όλες κι όλες. Πρώτη ήταν η Κυριακή του Τριωδίου ή «Προφωνή», δεύτερη ερχόταν η «Κρεατινή» και τελευταία ακολουθούσε η «Τυρινή» που μαζί με την Καθαρά Δευτέρα είναι οι δύο τελευταίες μέρες του αποκριάτικου γλεντιού.
Πώς τα καταφέραμε σήμερα εμείς να τρώμε την Κρεατινή κοφτά ή μακαρούνες που τρώγονται με τυρί, αντί να τρώμε τα κρεατικά μας, είναι απορίας άξιον. Η ίδια όμως απορία πλανάται γιατί την τελευταία Κυριακή που είναι η Τυρινή εμείς τρώμε κρεατικά, συνήθως κατσικάκι μαγειρεμένο με διάφορους τρόπους π.χ. καπαμά ή γεμιστό στο φούρνο, το βυζάντι δηλαδή που τρώγαμε μόνο τη Λαμπρή Κυριακή.
Στο δευτέρι των παιδικών μου αναμνήσεων διαβάζω με πόση λαχτάρα περιμέναμε τις δύο τελευταίες μέρες της Αποκριάς, γιατί εκείνες τις μέρες κι εμείς, παιδιά τότε, κι αργότερα έφηβοι αλλά κι οι γονείς μας, κι οι παππούδες μας, κι οι αρχές του χωριού, ο παπάς, ο δάσκαλος, ο πρόεδρος, ο γραμματέας όλοι συμμετείχαν, όλοι ήθελαν ν’ αλλάξουν διάθεση έστω και για λίγο.
Άλλωστε, το γλέντι αυτών των ημερών στο χωριό μου, που δεν άλλαξε και πολύ ως σήμερα, είναι ένα γλέντι πλούσιο από κάθε λογής συναισθήματα. Και τι δεν βρίσκει κανείς σ’ αυτό το γλέντι; Καημό και θλίψη αλλά και κέφι και χαρά και ενθουσιασμό και στο τέλος χορό, και τι χορό; Ώρες ατελείωτες, μέχρι να χορέψουν όλοι οι άντρες στο κάβο και να δευτερώσουν κάποιες φορές.
Είχε τάξη και τελετουργικό τούτο το αποκριάτικο διήμερο, που το έζησα κάμποσες φορές ως και τη μέση ηλικία μου. Σ’ όλους τους καφενέδες του χωριού έχω γλεντήσει τις Απόκριες, δεν κοίταζα παρατάξεις και σόγια. Όχι πως δεν είχα τις προτιμήσεις μου, μα δεν τις ανακάτευα καθόλου με το αποκριάτικο γλέντι. Γλέντησα και με τους μεν και με τους δε, κι είχε κι αυτό το γούστο του.
Με συγκινούσε πολύ η πρωτοβουλία του παπα-Γιάννη (του εφημέριου του χωριού μας) να κάθεται πρώτος στο τραπέζι με την κόκκινη φορμάικα, στης Μαριγώς τον καφενέ, κι αφού το γέμιζε μπύρες και κρασιά καλούσε έναν-έναν που παρουσιαζόταν να πλησιάσει κι όλο και μεγάλωνε η παρέα. Σε λίγη ώρα στο καφενείο δεν έπεφτε βελόνι, έσφυζε βλέπεις από ανθρώπους το χωριό τότε. Δεν αργούσε το καφενείο να γεμίσει με γυναίκες ελεύθερες και παντρεμένες που είχαν τους άντρες τους εκεί.
Οι παντρεμένες με το άσπρο τεχρεμί και το μαύρο πιμπιλωτό τσεμπέρι απέξω κι οι ανύπαντρες με τα καλοσκουφωμένα τεχρεμιά με τα πλούσια πιτσίλια, τα κεχριμπαρένια, που σήμερα αντικαταστάθηκαν από swarovski. Είναι μια από τις συνήθειες που κρατούν ακόμη οι Εσποΐτισσες του χωριού, αλλά και οι όπου γης, ομορφαίνοντας περισσότερο τον χορό με τα απομεινάρια της παλιάς σποΐτικης φορεσιάς, του καβαδιού και της πουκαμίσας πριν, της βέστας και των σακκοφούστανων αργότερα.
Για το μαντήλι που φοράνε οι άντρες στις πλάτες τους τι να πω; Όσες ώρες και να αφιερώσεις για τον συμβολισμό του, δεν τις λυπάσαι. Τιμή στους άντρες του σπιτιού είναι, όπως τιμούν και τις εικόνες των εορταζόντων αγίων που τις τυλίγουν με παρόμοια μαντήλια οι ‘σποΐτισσες. Πολύχρωμα, μαροκινά μαντήλια που τα έφερναν οι άντρες από το Μαρόκο και την Περσία που δούλευαν.
Αρκετά μεγάλα και στολισμένα με κρόσσια που φθάνουν ως το ύψος της ζώνης του άντρα που το φορά. Σήμερα είναι τα περισσότερα κεντημένα με παραστάσεις από την Αρχαία Ελληνική Ιστορία, με λουλούδια, με βυζαντινά σχέδια, με ρομαντικές βαρκούλες, με Ρωμαίους και Ιουλιέτες, με παραδοσιακά όργανα αν είναι κάποιος οργανοπαίκτης, με πέρδικες, λαγούς και αετούς αν κάποιος είναι κυνηγός, με ανάλογα σχέδια αν είναι ψαράς. Τελευταία, κεντούν και μαντινάδες πάνω στα μαντήλια.
Πανέμορφη εικόνα είναι τα κορίτσια με τα πιτσίλια τους και οι νέοι με τα μαντίλια ή τις μαντίλες του «καούρου» ή τις ολόκληρες στυλομαντήλες στους ώμους και στις πλάτες.
Παραδείγματα μαντινάδων κεντημένων πάνω στα μαντίλια, είναι οι εξής:
Θέ μου κι ας ήταν δυνατό
παντού να παίζει η λύρα,
κι ούλος ο κόσμος να κραεί
σ’ ενός χορού τη γύρα.
Όλου του κόσμου τα καλά
Μανώλη συγκεντρώνεις,
με το γλυκό χαμόγελο όλους μας,
μας σκλαβώνεις.
Το όνομά σου μαρτυρά
ποια είναι η γενιά σου,
και τα πολλά χαρίσματα
απού ‘χει η καρδιά σου.
Κι άρχιζε το γλέντι ο Κώστας Τσαμπουνιέρης, ο αξέχαστος λυριστής μας, και πρωτοτραγουδούσε τη «μηλίτσα μες τον εγκρεμό», μόνο για τις Απόκριες. Άλλοι πάλι ξεκινούσαν με κάποιο συγκινητικό συρματικό, όπως τον παπα-Γιάννη με την «Ευγενούλα» την όμορφη, και ο ίδιος να λέει και την πρώτη μαντινάδα όπως επέβαλε η τάξη του καθιστού γλεντιού, που θα κρατούσε ως το πρωί.
Πάντα λιμένω τη να ‘ρτει
ετούτη την ημέρα
κι η Κυριακή της Τυρινής
κι η Καθαρή Δευτέρη.
Χαίρομαι από τη καρδιά
κι ούλους σας καμαρώνω,
οσά παπάς και συγγενής
μαζί σας αποκρώνω.
Κι εφέτι αποκρώνομε
στο σπίτι σου Μουχτάρη,
Κι εφέραμε να σφάξομε
τ’ όμορφο μερωτάρι.
Αν βρισκόταν καινούργιο αντρόγυνο στην παρέα, το θέμα στρεφόταν προς εκείνους και τραγουδούσαν μόνο οι άντρες, με τη σειρά τους, πάνω στο ίδιο θέμα. Δεν τραγουδούσαν οι γυναίκες σ’ αυτά τα γλέντια, ούτε και σε άλλα εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Το θέμα συνεχιζόταν και στα άλλα αντρόγυνα αν υπήρχαν, στους οικοδεσπότες, στους ελευθέρους και στις ελεύθερες, στους αρρώστους, στους ξενιτεμένους, στους στρατευμένους και στους πεθαμένους.
Εμπήκεν η σαρακοστή
κι ας φύ(γ)ει ευτυχισμένη,
κι ογλήορα απ’ τη ξενιτιά
να ‘ρτου οι ξενιτεμένοι.
Θεέ μου σε παρακαλώ
και Χριστοπαναγία,
εις τους αρρώστους χωριανούς
δώσετε την υγεία.
Όλοι έχουν τη θέση τους στο γλέντι αυτό. Όλοι «ανεθυάλονται» αλλά όταν έρχεται η σειρά των νεκρών, το γλέντι αποκτά άλλη διάσταση. Δεν μένει κανείς ασυγκίνητος σ’ αυτό το θέμα.
Ποιον άραγε δεν σημάδεψε ο Χάρος με το φαρμακερό του βόλι; Πρωτανεθυάλονται οι οργανοπαίκτες που δεν ζουν κι οι μερακλήδες και οι πρωτοστάτες των αποκριάτικων γλεντιών, και κάθε γλεντιστής και κάθε χορευτής που συμμετείχε σε αυτά τα γλέντια, κι οι αστείοι κι οι σκερτσόζοι, κι οι αθυρόστομοι. Όλοι ήταν χρειαζούμενοι εκείνες τις ημέρες κι όλοι μας λείπουν σήμερα.
Οι μαντινάδες που τραγουδιόνταν σ’ αυτά τα θέματα ήταν πάντα πολύ συναισθηματικές, με προσεγμένο περιεχόμενο και προσεγμένη ομοιοκαταληξία. Άκρα του τάφου σιωπή επικρατούσε όλες αυτές τις ώρες και οι συζητήσεις γίνονταν με μαντινάδες, που τις συνόδευαν οι ανάλογοι σκοποί.
Τα συναισθήματα γίνονταν λέξεις κι οι λέξεις στίχος κι ο στίχος δίστιχο ομοιοκατάληκτο. Μαντινάδα την λέμε στην Κάρπαθο και είναι το κοινό σημείο της επικοινωνίας μας και μαζί η περηφάνια μας, γιατί δεν ξέρω πού αλλού συζητάνε με μαντινάδες που τις συντάσσουν εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω πού αλλού μπορείς να δεις τόσων αντρών τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά τους την ίδια στιγμή, και να μουσκεύουν την ίδια ώρα τα μαντιλάκια τους. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει μαντινάδα άσχημη όταν βγαίνει μέσα από την ψυχή και την καρδιά σου, σαν ο γλεντιστής τραγουδά και κλαίει και κλαίνε μαζί του και όσοι τον βλέπουν και τον ακούν. Τέτοιων συναισθημάτων μαντινάδες επιβιώνουν ως σήμερα πάμπολλες, μα ποια να πρωταραδιάσω που την ίδια στιγμή αδικούνται οι υπόλοιπες;
– Και πού ‘ν’ οι πρωτοστάτες μας
κι οι παιχνιδιάτορες μας,
να ‘ρτου να μεαλέψουσι
φέτος τις Αποκρές μας.
– Πού ‘σαι παπά μας μερακλή,
πρώτε ‘που τη γενιά μας,
που σ’ είχαμε τις Αποκρές
πάντα ανάμεσά μας;
-Πόνος βαρύς κι αβάσταχτος
πλακώνει την καρδιά μου,
που δεν θωρώ να με κερνά
εφέτι η παπαδιά μου.
-Όμορφη μέρα και καλή
και καλοτιμημένη,
απού αποκρώνου συγγενείς,
ζώντες και πεθαμένοι.
-Ήθελα να ‘το δυνατόν
τον χρόνο μιαν ημέρα,
να ‘ρτουσιν ούλοι
οι νεκροί την καθαροδευτέρα.
Στο αποκριάτικο γλέντι, με το ποτό, τον μεζέ και τα πλούσια συναισθήματα δεν παίρναμε χαμπάρι πότε ξημέρωνε η Καθαροδευτέρα. Καινούργιοι μεζέδες, νηστίσιμοι τώρα! Σαλάτες, ελίτσες κολυμπητές ή παστές και η τοπική σαρδέλα, που είχε ανέκαθεν την ιδιαίτεροτητα να είναι πάντα νηστίσιμη! Κι άντε πάλι γλέντι με νέα θέματα, αν είχαν έρθει καινούργια πρόσωπα στην παρέα.
Οι χθεσινοβραδινές και οι καινούργιες καμουζέλες σμίγουνε την Καθαροδευτέρα, για τελευταία φορά αυτόν τον χρόνο: Γιατροί, Εβραίοι, ο γέρος με τη γριά, ο εύζωνας, ο αρναούτης, η καμήλα, ο οδοντίατρος, ο φωτογράφος, ο ταχυδρόμος, ο καλό(γ)ερος, ο Γιάνναρος κι ο βασιλιάς με τ’ άλογό του, ο αράπης και τα τσαχπίνικα κορίτσια, οι έγκυες και οι μαμές.
Τα σεξουαλικά πειράγματα του γέρου στη γριά που γκαστρώνεται κιόλας η καψερή, κι όπου να ‘σαι θα γεννήσει, να και γέννες με μαιευτήρες και μαμές, να και φωτογραφίες από τον επιδέξιο φωτογράφο και στο τέλος, να τραγούδια, και μαντινάδες βωμολοχικές -γιατί τις Απόκριες επιτρέπονται κι αυτά και δεν σε παρεξηγεί κανείς και καμιά. Κι ύστερα να χοροί «σακελλάρηδες», «κανατσιστοί», «πισωκολλητοί», «αράπικοι» και στο τέλος να και το «πιπέρι»!
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
(παντρεμένοι, νιοι και γέροι;)
του διαόλου οι καλο(γ)έροι;
Με τη μύτη… με τη κούτλα…
με τον κώλο… με το μπού…τι τω’
το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν!
Και να ξύλο σ’ όποιον αλλιώς του λένε να τρίψει κι αλλιώς εκείνος το τρίβει! Να και κοροϊδευτικές από τους μασκαράδες σούστες, να και «πάνω χοροί» – μιμητικοί, ώσπου να σοβαρευτούν να κατεβάσουν το χορό, να ανεβάσουν κι άλλα άτομα κοντά τους και να μεγαλώσει ο κύκλος, να αποκαλυφθούν οι μασκαράδες, να τους τραγουδήσουν τώρα να ‘ναι και του χρόνου καλά, να ξαναντυθούνε πάλι. Να τραγουδήσουν στη γριά να ’χει καλή γέννα και να καλομεγαλώσουν τα παιδιά που γέννησαν πριν λίγο οι έγκυες. Δεν αφήνουν κανένα ατραγούδιστο και προσέχουν πολύ να μη γίνουν παραλείψεις.
Μέχρι να γυρίσουν ντυμένοι πια με τα κανονικά τους ρούχα οι πριν λίγο μασκαράδες, ο χορός έχει μεγαλώσει και δεν αργούν να πιάσουν και οι ίδιοι στις μερές τους. Δίπλα δηλαδή στα συγγενικά τους πρόσωπα.
Δεν αλλάζει ο κάτω χορός αν δε εξαντληθούν όλα τα θέματα που θα προκύψουν. Είναι η στιγμή που οι μανάδες ή οι αδελφές ή οι σύζυγοι στολίζουν τους άντρες με τα μαντίλια που τους έχουν νοματίσει. Σε πολύ μικρό διάστημα δεν υπάρχει άντρας που να μη φορά μαντίλι στην πλάτη του. Δεν εξαιρούνται ούτε οι επισκέπτες, όσοι κι αν είναι. Σε όλους τους επισκέπτες οι Εσποΐτισσες, που φημίζονται για την φιλοξενία τους, θα φορέσουν μαντίλι ίδιο με των δικών των ανθρώπων, γιατί στον χορό όλοι είμαστε ίσοι.
Τούτος ο χορός κρατά πολλές ώρες, γιατί οι γυναίκες φέρνουν από τα σπίτια τους κεράσματα και κερνούν για όποια χαρά έχουν αλλά και για τους ξενιτεμένες ή τους στρατευμένους τους, καθεμιά με τη σειρά της.
Το κέρασμα, το ποτό δηλαδή και ο μεζές που το συνοδεύει, ξεκινά από τον κάβο του χορού και φτάνει μέχρι το «τιμόνι», που είναι ο τελευταίος άντρας στον γύρο του χορού, χωρίς η κεράστρα να εξαιρεί κανέναν, ακόμα και τον εχθρό της και βέβαια ούτε τις γυναίκες του χορού. Ο άντρας που παίρνει το κέρασμα έχει υποχρέωση να ευχηθεί στην κεράστρα του με μαντινάδα σχετική με τον λόγο για τον οποίον τον κερνάνε. Δεν τραγουδούνε οι γυναίκες και ιδιαίτερα στον κάτω χορό, ήταν αντρική υπόθεση.
Σαν τέλειωναν τα κεράσματα, το θέμα γύρναγε στα ελεύθερα κυρίως κορίτσια του χορού. Τα αγόρια τώρα τραγουδούν οπωσδήποτε στις χορεύτριες τους, στα κορίτσια δηλαδή που χορεύουν εκείνη την στιγμή δεξιά τους. Καμιά φορά ο νέος τραγουδούσε και σε κοπέλα της αριστερής του βάντας κι αυτό έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Χρουσάφι δώδεκα λογιώ
αν βρω θα το συνάξω,
και τα καλά της καθεμιάς
πάνω σας να σας ράψω.
Χορεύτρα μου απακουτερή
της λεμονιάς κλωνάρι,
αμ’ έχεις και παινέματα
που του Θεού τη χάρη.
Χορεύτρες μου ζερβόδεξες
με την ταπεινοσύνη,
προίκα σας ειν’ η ομορφιά
κι η νοικοκυροσύνη.
Κι εσύ που είσ’ αριστερά,
άκουε ένα τραγούδι,
απού ‘σαι σαν της άνοιξης
το δροσερό λουλούδι.
Τότε και μόνο τότε που τελείωνε το θέμα των κοριτσιών, οι οργανοπαίκτες σήκωναν τον χορό, ερχόταν δηλαδή η σειρά του «πάνω χορού» που τον περίμεναν οι νέοι και οι νέες για να ξεδιπλώσουν τις χορευτικές τους δεξιότητες.
Οι Καρπάθιοι αποκαλούν τον «πάνω χορό» και «καρπάθικο», επειδή δεν χορεύεται πουθενά αλλού εκτός από εδώ. Φυσικά, όπως το «καθιστό καρπάθικο γλέντι», ο «πάνω χορός» έχει τους ίδιους άγραφους κανόνες σε όλη την Κάρπαθο, που σ ’αυτούς τους κανόνες άλλοι πειθαρχούν λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Ο «πάνω χορός», είναι ένας σοβαρός χορός και είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτη η υπομονή που δείχνει ένας νέος μέχρι να γίνει χορεύτρα του, η κοπέλα που τον ενδιαφέρει. Μια νύχτα μπορούσε να περιμένει τη στιγμή που με τα χορευτικά του χαρίσματα, θα εντυπωσίαζε την ίδια και τη μάνα της -κυρίως τη μάνα και τη γιαγιά.
Δεν τελειώνει έτσι εύκολα ο πάνω χορός! Ώρες πολλές, ακόμα και μερόνυχτα, μπορούσε να κρατά για να μην τελειώσει πριν τον χορό της άλλης παράταξης. Μέχρι και την καθαρή Τρίτη και την Τετάρτη κράταγε κάποιες φορές το γλέντι της Αποκριάς, ασχέτως πώς θα έπρεπε να ξετέλευε την καθαροδευτέρα με το κτύπημα της καμπάνας του Άη-Γιώργη του Μεθυστή, του πολιούχου του χωριού μας, για την πρώτη ακολουθία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Ήρτεν η γρά Σαρακοστή
μ’ ελιές τσάι με κρομμύδια,
τσάι θε να τα κρεμάσομε στο τοίχο
τα «παιχνίδια» (μουσικά όργανα).
Κι έτσι γινόταν. Η λύρα, η τσαμπούνα, το λαούτο και το βιολί όπου παιζόταν σιγούσαν μέχρι τη λαμπρή Κυριακή. Η περίοδος της Σαρακοστής ήταν για τους Σποΐτες περίοδος νηστείας και θλίψης και αυτήν την περίοδο διασκεδάσεις ήταν μονάχα παιχνίδια στα οποία συμμετείχαν όλοι οι χωριάνοι: σύρματα, κούνιες, στρόπος κ.τ.λ.
Δεν λείπει ακόμα και σήμερα τίποτε από όσα έζησα στα αποκριάτικα γλέντια ως παιδί, ως νέος και ως ενήλικας που διανύει την έβδομη δεκαετία της ζωής του. Οι άνθρωποι μόνο λείπουν κι εκείνο είναι που μας τρομάζει. Τα έθιμα είναι εδώ, αλλά και όπου ζουν σήμερα Σποΐτες, τα σέβονται και με ζήλο φροντίζουν να μεταλαμπαδεύονται από τη μια γενιά στην άλλη.
* Οι περισσότερες μαντινάδες που παρατίθενται είναι από το αρχείο του Πατέρα Κων/νου Ι. Χαλκιά.
20.2.2023
Καρπαθιακά Νέα