Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο "Το πλοίο της άγονης γραμμής" του ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥΝΤΟΥΡΗ

Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο "Το πλοίο της άγονης γραμμής" του ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥΝΤΟΥΡΗ

Τελικά, όπου η πέτρα αφθονεί και το νερό στερεύει, η καρδιά του ανθρώπου γίνεται δυνατή σαν βράχος και το μυαλό του κοφτερό.

Μαθαίνει να περπατά στους δρόμους τους κακοτράχαλους, να αντέχει στα δύσκολα και    να βγαίνει μπροστά. Που να συγκριθούν οι πεζούλες της Καρπάθου και οι ξερολιθιές της Κάσου με τις εύφορες πεδιάδες της Αιτωλίας, της Ηλείας και της Θεσσαλίας;

Κι όμως οι Κασιώτες έγιναν εφοπλιστές και οι Καρπάθιοι επιχειρηματίες, γιατί η ανάγκη κάνει τους ανθρώπους να δραστηριοποιούνται περισσότερο, αλλά και να ρισκάρουν στη ζωή τους, κι αυτό το ρίσκο είναι, που πολλές φορές τους οδηγεί στην προκοπή και στην ευημερία.

Μπορεί η Κάσος να μην έχει πλούσια γη, ώστε να καλλιεργήσει και να εσοδέψει, όμως   έχει τη θάλασσά της, που απλώνεται πέρα από κει που βλέπει το μάτι σου και κρύβει στα γαλαζοπράσινα νερά της θησαυρούς αμύθητους, χρειάζεται βέβαια, να παλέψεις με τα κύματα και να γευτείς την αρμύρα της. Οι κάτοικοι της Κάσου, ανέκαθεν τα κατάφερναν, γιατί η θάλασσα πότισε τα κύτταρά τους κι έγινε μαζί τους ένα…

Η Κάρπαθος μου έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψω για πρώτη μου φορά με αεροπλάνο και καράβι. Είχα μελετήσει τόσο καλά τον γεωγραφικό χάρτη της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας, που πετώντας στα τριάντα χιλιάδες πόδια μπορούσα από το ανάγλυφο του εδάφους, από το σχήμα και τη θέση των νησιών να τα αναγνωρίζω. Βέβαια υπήρχαν και βραχονησίδες, που δεν τα έχει ο χάρτης και ξεπερνούν τις τρεις χιλιάδες…

Ο Μενέλαος Λουντέμης στο έργο του, “Ο Γολγοθάς μιας Ελπίδας”,  έγραφε: “Η ελληνική δόξα είναι τρελή! Ο Θεός Ήφαιστος τίναξε με δυναμίτη την Ελλάδα στον αέρα κι όλα τα θραύσματα έγιναν νησιά, πετρονήσια, μιας και η μάνα τους ήταν πέτρα και μάλιστα τι πέτρα; Διαμαντόπετρα! Και οι Έλληνες που αρέσκονταν στις περιπέτειες έφθασαν κολυμπώντας σε αυτά να στήσουν το νοικοκυριό τους. Κι ο ήλιος που τους είδε έστειλε τις αχτίδες του να τους φωτίσει κι ο Αίολος το Ζέφυρο να τους δροσίζει, όμως η Έριδα ζήλεψε κι έτρεξε να σπείρει τη διχόνοια, μήπως και τους χωρίσει… κι από τότε φαίνεται, ότι αυτός ο λαός δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τα βασικά του ελαττώματα”.

Περνώντας με το πλοίο της άγονης γραμμής τις δυτικές Κυκλάδες και τα νοτιοδυτικά Δωδεκάνησα, έβλεπα τα γυμνά και πετρώδη νησιά και σκεπτόμουν, πως θα ήταν η ζωή       των κατοίκων σ’ αυτά, πριν ο τουρισμός κάνει εκεί την εμφάνισή του.                                                   Τι ν’ αρμέξεις, τι να σπείρεις και τι να θερίσεις πάνω σ’ αυτές τις ξέρες; Γι’ αυτό και οι νησιώτες, άλλοι έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς κι όσοι έμειναν τρυγούσαν τις θάλασσες, για να επιβιώσουν..