Mε αφορμή την 7η Μαρτίου- ημέρα Ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα θεωρώ ότι είναι καθήκον ιερό και επιβεβλημένο να τιμήσουμε τον αγωνιστή και τον καλλιτέχνη Εμμανουήλ Ν. Παπαμανώλη.
γράφει η Αρχοντούλα Διακογεωργίου
Το μορφωμένο νέο που πρόβαλε το στήθος του μπροστά στον κατακτητή και αψήφησε τη ζωή του για να δείξει την απέχθεια του στα τυραννικά καθεστώτα και να δείξει με τη θυσία του το πώς κερδίζεται η ελευθερία που γι’ αυτόν αποτελούσε υπέρτατο αγαθό.
Δεν είναι μόνο η μεγάλη θυσία του η οποία μας εμπνέει και μας καθοδηγεί είναι προπάντων η ίδια του η ζωή που έστω και τόσο σύντομη προβάλλει σε όλους μας σαν ένα παράδειγμα για μίμηση. Η ταπεινοφροσύνη του και η ευγένεια του, η αγάπη προς τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, ο ψυχικός πλούτος και η ένθερμη αγάπη του προς την πατρίδα ήταν τα βασικά του χαρακτηριστικά.
Ήταν σαγηνευμένος από το μεγαλείο της ελληνικής ιστορίας και η φοίτηση του στα ελληνικά Γυμνάσια του δίδαξε ότι ο δεσμός με την μητέρα πατρίδα είναι ανώτερος και ιερότερος ακόμη και από το δεσμό του αίματος. Υπήρξε ένας αγνός πατριώτης ενθουσιώδης και δυναμικός αγωνιστής και δεν του άρεσε να βλέπει την ιδιαίτερη πατρίδα του τα Δωδεκάνησα να στενάζει κάτω από τον ξενικό ζυγό.
Ο απελευθερωτικός αγώνας ήταν γι’ αυτόν θρησκεία αφού μέσα στη ψυχή του είχε ριζώσει ένα άσπονδο μίσος και μια ιερή αγανάκτηση εναντίον των κατακτητών γιατί έβλεπε τα Δωδεκάνησα, ελληνικά από τα βάθη των αιώνων να αποκαλούνται ιταλικά νησιά του Αιγαίου.
Ο Εμμανουήλ Ν Παπαμανώλης γεννήθηκε στο ακριτικό χωριό Όλυμπος της Καρπάθου το Γενάρη του 1919. ήταν ο πρωτότοκος γιος του Νικολάου Παπαμανώλη και της Κυραννίας Κωστή Μηνά Κωστή. Οι γονείς του ήταν απόγονοι επιφανών οικογενειών της Ολύμπου και φρόντισαν να μεγαλώσουν το παιδί τους δίνοντας του όλα τα ηθικά εφόδια για την παραπέρα εξέλιξη του.
Ο Νικόλαος Παπαμανώλης ήταν χτίστης στο επάγγελμα επιλογή που καθορίστηκε περισσότερο από τις ανάγκες της εποχής και λιγότερο από τις ικανότητες και τις επιθυμίες του. Ήταν γνώστης της βυζαντινής μουσικής και εθεωρείτο άριστος ψάλτης. Πολλές φορές παράλληλα εξέφρασε έμπρακτα τον ανυπότακτο χαρακτήρα του καθώς μαρτυρίες των ανθρώπων της εποχής επιβεβαιώνουν τον πρωταγωνιστικό του ρόλο σε γεγονότα της νεότερης ιστορίας της Ολύμπου χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες για τον ίδιο. Η άρνηση του να υψωθεί η ιταλική σημαία δίπλα στο λάβαρο της Ανάστασης είχε ως αποτέλεσμα την κλίση του Νικολάου Παπαμανώλη από την ιταλική αστυνομία στην πρωτεύουσα του νησιού και στη συνέχεια την κράτηση και το βασανισμό του.
Ας ακολουθήσουμε όμως τα ίχνη και την πορεία του νεαρού Εμμανουήλ Ν. Παπαμανώλη. Σαν μαθητής Δημοτικού σχολείου και σε όλη τη διάρκεια της εξαετούς φοίτησης του διακρινόταν για την επιμέλεια, την εξυπνάδα και το ήθος του. Από μικρός έμαθε να αγαπά την πατρίδα του και ονειρεύεται τη λευτεριά της. Έτσι τον δίδαξαν οι δάσκαλοι του, μ’ αυτά τα ιδανικά του έπλασαν τον χαρακτήρα του και προς αυτό το δρόμο τον οδήγησε ανατροφή που πήρε από την οικογένεια του.
Μετά την αποφοίτηση από το Δημοτικό σχολείο συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Πανορμίτειο Γυμνάσιο Σύμης και το 1934 ο πατέρας του αποφασίζει να τον στείλει στην Αθήνα για να αποπερατώσει τις σπουδές του με απώτερο στόχο την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1934 με βάση της πληροφορίες που παίρνουμε από τα στοιχεία από τα Αρχεία του Νομού Δωδεκανήσου ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης ζητεί από τις ιταλικές αρχές ασφάλειας την έκδοση διαβατηρίου και την έξοδο του από την Κάρπαθο. Το αίτημα αυτό ικανοποιείται και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά και εγκαθίσταται στη συνοικία Καλλίπολη. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο Νικόλαος Παπαμανώλης αναγκάζεται να εγκαταλείψει το χωριό του και μαζί με άλλους Ολυμπίτες να μεταναστεύσει στη Περσία το 1936 όπου θα παραμείνει πάνω από τρεις τετραετίες εργαζόμενος σε μεγάλα τεχνικά έργα της χώρας. Ο Νικόλαος Παπαμανώλης είχε αναδειχτεί ενεργό μέλος στην ελληνική κοινότητα της Τεχεράνης και παράλληλα είχε αναμειχτεί στα εκκλησιαστικά δρώμενα με ιδιότητα του ιεροψάλτη.
Κατά τη φοίτηση του στο Α΄ Γυμνάσιο Πειραιά ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης ξεχώριζε για τη φιλομάθεια και γιαυτό δεν άργησαν να φανούν οι διακρίσεις από τις άριστες επιδόσεις του. Με την άφιξη του στην ελεύθερη Ελλάδα εμπλέκεται ενεργά με τους αλυτρωτικούς κύκλους των Δωδεκανησίων, γίνεται μέλος της Δωδεκανησιακής νεολαίας και συμμετέχει ενεργά στα συλλαλητήρια και τις διαδηλώσεις υπέρ της Ένωσης.
Από τις επιστολές που έστειλε τη μια στη μητέρα του και την άλλη στον παππού του αποτυπώνονται τα στοιχεία που τον διέκριναν και είχαν σχέση με το χρέος και την πίστη στα ιδανικά του. Γράφει προς τη μητέρα του: Να μη λυπάσαι καθόλου και να μην εγνοιάζεσαι για τίποτε, να μη στενοχωριέσαι για τις ατυχίες που μας πλακώσανε. Πάντοτε να ελπίζωμεν, η ελπίδα είναι το πιο καλό πράγμα που έχει ο θεός και πάντοτε πρέπει να ελπίζωμεν και να μην απελπιζώμεθα.
Ενώ στον παππού το γράφει: Είμεθα καλά παππού το ίδιο επιθυμούμε και για σας και αφού είμεθα καλά όλα διορθώνονται έξω καρδιά. Δεν πρέπει να στενοχωρούμεθα για τα κακά που μας συμβαίνουν και τόσο πολύ. Πρέπει να ελπίζωμεν και να υπομένωμεν όλα με υπομονή και ίσως καμιά φορά με τη βοήθεια του θεού εκπληρωθούν τα όνειρα και οι πόθοι μας.
Το όραμα του νεαρού μαθητή για μια ελεύθερη Δωδεκάνησο φαίνεται από τα παρακάτω λόγια που αναφέρονται στις επιστολές του: Μάθε μητέρα μου πως έγινε συλλαλητήριο κατά της Ιταλίας και ελπίζωμεν ότι γρήγορα θα φύγουν οι Ιταλοί από τα Δωδεκάνησα. Οι κινήσεις και οι αντιδράσεις του νεαρού μαθητή δεν περνούν απαρατήρητες από τις ιταλικές αρχές αφού όπως φαίνεται τα πάντα καταγράφονται σε ένα οργανωμένο και αποτελεσματικό δίκτυο πληροφόρησης προκειμένου να έχουν εικόνα για όλες του τις δραστηριότητες.
Ο μηχανισμός για τον έλεγχο του Εμμανουήλ Παπαμανώλη είχε στηθεί από αυτή την εποχή και διαρκεί μέχρι και το θάνατό του. Στο φάκελο με αριθμό 897 αναφέρεται σχετικά με το πρόσωπο του Εμμανουήλ Παπαμανώλη: «Ο Παπαεμμανουήλ γεννήθηκε στην Όλυμπο από γονείς μέσης οικονομικής κατάστασης. Ο πατέρας του αν και προσεχτικός είναι αποδεδειγμένα φιλέλληνας. Το Σεπτέμβριο του 1934 ο νεαρός Παπαεμμανουήλ μετέβη στην Ελλάδα για σπουδές, όπου σύντομα σύναψε φιλίες με στοιχεία αλυτρωτικά. Προστούτοις φαίνεται ότι γράφτηκε στο σύλλογο «Δωδεκανησιακή νεολαία» Με την απόκτηση νέων γνωριμιών οι αντιιταλικές του ιδέες εξελίχτηκαν σταδιακά έτσι που σύντομα ενδιαφέρθηκε δραστήρια για καθετί που η αντιιταλική προπαγάνδα στην Ελλάδα μετέρχεται για να μας βλάψει. Μερικές φορές αποτόλμησε να δώσει συμβουλές στους συγγενείς του προτρέποντάς τους να κρατήσουν ακλόνητα τα αλυτρωτικά τους αισθήματα.
Το καλοκαίρι του 1936 ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης αριστούχος απόφοιτος Γυμνασίου είναι έτοιμος να συνεχίσει τις σπουδές του σε Πανεπιστημιακό επίπεδο γεγονός που απαιτούσε τη συναίνεση της οικογένειας του και για το λόγο αυτό αρχίζει από τον Απρίλιο του 1936 τις ενέργειες προκειμένου οι ιταλικές αρχές να του επιτρέψουν να επισκεφτεί το χωριό του και τους δικούς του ανθρώπους.
Στις 6 Αυγούστου του 1936 επισκέπτεται την Κάρπαθο και παραμένει για μικρό χρονικό διάστημα μαζί με την οικογένεια του με τη σκέψη πάντα για τη συνέχιση των σπουδών του. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι ο νεαρός Παπαμανώλης είχε ιδιαίτερη κλίση και ταλέντο στη ζωγραφική.
Η ζωγραφική αποτελούσε γι αυτόν το μέσο για να εξωτερικεύει τα συναισθήματα την επαναστατικότητα του. Κατά το διάστημα της παραμονής των δύο μηνών στην Όλυμπο καταφέρνει να πείσει τους δικούς τους να συμφωνήσουν με τις επιλογές του πράγμα που φαίνεται από τα λόγια που γράφει στις επιστολές που απευθύνονται προς τον πατέρα του στην Τεχεράνη.
Τώρα όμως σιγά σιγά τους κατέπεισα, μάλιστα δε ο πάπους είναι κατασύμφωνος. Το πάθος του για τη ζωγραφική τον φέρνει στη Ρόδο τον Νοέμβριο του 1936 για να βρει τρόπους να φύγει ξανά από τα Δωδεκάνησα και να αξιοποιήσει με παραπέρα σπουδές το ταλέντο του . Το Φεβρουάριο του 1937 ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης με αφορμή ένα περιστατικό που σημειώθηκε στις 23 του ίδιου μήνα συλλαμβάνεται και κρατείται στις ιταλικές αρχές ασφάλειας.
Ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Δημόσιας Ασφάλειας Guido Grassini περιγράφει το γεγονός: «Με βάση τις πληροφορίες του καθηγητή Giulianini αναφέρεται ότι ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης που μένει στη Ρόδο στις 23 τρέχοντος στις 16:30 πήγε ως συνήθως στη “Biblioteca del Fiore” πήρε βιβλία και έγραψε σ’ αυτά φράσεις που εξυμνούσαν την Ελλάδα και την Ελληνική Δωδεκάνησο και για να προσέξουν τα γραπτά του, άφησε ανοιχτά τα βιβλία στις σελίδες που τα έγραψε. Όταν τον υπέβαλαν σε ερωτήσεις ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης ομολόγησε ότι αυτός τα έγραψε και ότι το έκανε ελπίζοντας ότι η αστυνομία θα τον έστελνε στην Ιταλία, όπου από καιρό επιδιώκει να μεταβεί και να αφοσιωθεί στη ζωγραφική που είναι το μοναδικό του ιδανικό.
Τον Μάρτιο του 1937 η Κεντρική Υπηρεσία Δημόσιας Ασφάλειας της Ρόδου αποφασίζει να στείλει χωρίς τροφή και ως άπορο τον Εμμανουήλ Παπαμανώλη στην Κάρπαθο με το πλοίο Fiume και διατάσσεται να παρουσιαστεί εντός 24 ωρών από την άφιξή του στην αρμόδια υπηρεσία ασφάλειας. Στην πρωτεύουσα του νησιού τα Πηγάδια ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης θα κρατηθεί σε αυστηρό κατ’ οίκον περιορισμό και σε αυστηρή επιτήρηση από τις ιταλικές αρχές.
Το διάστημα από τον Μάρτιο του 1937 μέχρι και τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1938 ο Ε. Παπαμανώλης μεταφέρεται από τους Ιταλούς στο χωριό του την ακριτική Όλυμπο όπου κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα καθεστώς πλήρους απομόνωσης. Η παραμονή του Εμμανουήλ Παπαμανώλη στην Όλυμπο ήταν βασανιστική και αποτελούσε μια πραγματική δοκιμασία για τον ίδιο και για τους δικούς του ανθρώπους αφού ήταν αναγκασμένος να παρουσιάζεται δύο φορές την ημέρα στο αστυνομικό τμήμα και να δηλώνει παρών και παράλληλα να ελέγχονται όλες του οι κινήσεις.
Το διάστημα της παραμονής του στην Όλυμπο ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης αφοσιώθηκε στη μεγάλη του αγάπη τη ζωγραφική και εκείνη την περίοδο αγιογραφεί το οικογενειακό μοναστήρι του Ευαγγελισμού στην Πέρα Παναγία . Όλα τα έργα της εκκλησίας αν εξαιρέσουμε της Παναγίας και του Χριστού είναι έργα του Εμμανουήλ Παπαμανώλη.
Οι εικόνες του Ευαγγελισμού είναι ακόμη και σήμερα σε άριστη κατάσταση. Η επιβλητική και αυστηρή μορφή του Παντοκράτορα στο θόλο του μοναστηριού, οι εικόνες των τεσσάρων ευαγγελιστών και οι δώδεκα απόστολοι στο κάτω μέρος του τέμπλου αποπνέουν το πατριωτικό μήνυμα του νεαρού τους δημιουργού αφού παρατηρούμε ότι στα ανοιχτά ευαγγέλια των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά να απεικονίζεται η ελληνική σημαία. Του άρεσε να χρησιμοποιεί τα ελληνικά χρώματα ικανοποιώντας έστω και οπτικά αυτό που ένιωθε στη ψυχή του και που ήταν δύσκολο να το εκφράσει ελεύθερα με λόγια.
Όταν τελείωσε η αγιογράφηση του μοναστηριού δημιούργησε μια παράσταση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με άγριο και απειλητικό πρόσωπο, με την ελληνική σημαία στο στήθος του και σπαθί στο δεξί του χέρι έτοιμο να τρυπήσει το σώμα του κατακτητή.
Η παρουσία της παράστασης αυτής ήταν σύντομη αφού την είδαν οι Ιταλοί και καθόλου δεν δυσκολεύτηκαν να ερμηνεύσουν τον συμβολισμό της και αγανακτισμένοι διέταξαν την καταστροφή της καλύπτοντας την με ασβέστη. Ακούγεται επίσης ότι η αγριότητα της μορφής του εικονιζόμενου αγίου καθώς και η ζωντάνια της στάθηκε αφορμή να αποβάλει μία έγκυος γυναίκα. Άλλες σημαντικές παραστάσεις με πατριωτικό χαρακτήρα και συμβολισμούς εναντίον των Ιταλών βρίσκονται στο αγροτικό σπίτι του Κωστή Παπανικολάου στο Πέι. Η παραμονή του νεαρού Παπαμανώλη στην Όλυμπο ήταν αβάσταχτη και γρήγορα άρχισε να απομονώνεται από το περιβάλλον του καθώς όπως φαίνεται δεν μπορούν να τον καταλάβουν.
Σε επιστολή προς τον πατέρα του από τη Σητεία της Κρήτης, (25/12/1939) όπου είχε δραπετεύσει αναφέρει: Είδα ακόμη να μου γράφεις πως η διαγωγή μου στην Κάρπαθο δεν ήταν παρά τελευταίας τάξεως. Και έχουν δίκαιο. Από της απόψεως αυτής η ζωή μου ήταν η χειρότερη. Εφόσον ο τέλειος άνθρωπος για τους κυρίους αυτούς είναι εκείνος που νυχτοξημερώνεται στα καφενεία, που κολακεύει τους δυνατούς και πίνει το αίμα των αδυνάτων, που καταφορτώνεται με μυρωδιές που κτυπά τα δάχτυλά του στον κάβο, που λέει μαντινάδες, που έχει κουστούμια ρολόγια, δαχτυλίδια. Εγώ όμως δεν ήμουν έτσι, δεν πήγαινα στον καφενέ γιατί θα τους συναντούσα υπερήφανους με τον αγγαθερό λόγο (ντυμένο με τριαντάφυλλα) στο στόμα. Δεν πήγαινα στην εκκλησία γιατί έβλεπα στη θέση σου άλλους, γιατί ήξευρα τι θέση έπρεπε να έχω εκεί μέσα, γιατί ήξευρα πως κάτω από εκείνο το τρούλο ακούετο η φωνή σου, η φωνή του πάπου μου και του προπάπου μου, γιατί ήξευρα πως οι παπούδοι μου την αγαπούσαν και την είχαν σπίτι των, αδιάφορο πως τώρα βλέπω μονάχα το γέρο παπού μου κυρτωμένο από τα βάσανα να γυρίζει προς τη μεριά σου το βλέμμα του. Αλοίμονο. Δεν είχα ανθρώπινη εμφάνιση. Αλήθεια το λέγουν. Γιατί ήξευρα πολύ καλά ότι στολισμός και άρωμα αληθινό είναι μόνο να μην ντρέπεσαι για τον εαυτό σου.
Κατά την παραμονή του Εμμανουήλ Παπαμανώλη στην Όλυμπο οι καταστάσεις άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δύσκολες και τον Σεπτέμβρη του 1938 επιχειρείται η πρώτη απόπειρα εξόδου του η οποία όμως αναβάλλεται χωρίς αυτό να σβήσει την επιθυμία του για διαφυγή.
Οι προσπάθειες να δραπετεύσει από την Κάρπαθο θα επαναληφθούν με θετική αυτή τη φορά εξέλιξη όταν τη νύχτα 17ης-18η Οκτωβρίου του 1939 φεύγει από τη Βρουκούντα μέσα στο μανιασμένο Καρπάθιο πέλαγος μ’ ένα μικρό βαρκάκι κατόρθωσε να αναπνεύσει τον ποθούμενο ελληνικό αέρα της λευτεριάς και να αποβιβαστεί στη Σητεία της Κρήτης και από κει στον Πειραιά.
Μέσα από την επιστολή προς τον πατέρα του 26/10/1939 αναφέρει με λεπτομέρειες τα γεγονότα της διαφυγής του: Στις 18 του Οκτώβρη γύριζα από τη Σαρία στο χωριό και όλη τη στράτα με κρατούσε ένα είδος παραφροσύνης γιατί έπρεπε να δοθεί ένα τέλος στην υπόθεση αυτή. Έτσι μαζί με το Γιώργη Γιωργάκη κατεβήκαμε νύχτα στη Βρουκούντα και για καλή μας τύχη βρήκαμε τη βάρκα του Μπουγιατζή και ξεκινήσαμε οι δυο μας για την Κρήτη. Ήτανε μπουνάτσα και το πρωί βρισκόμασταν δίπλα στην Αστακία και το βράδυ έξω από την Κρήτη. Ένας δυνατός μπουνέντης όμως μας ανάγκασε ύστερα από χίλια βάσανα να ξημερωθούμε στην Αστακία, μετά από μια μέρα φύγαμε και μετά από ένα μερόνυχτο φτάσαμε στη Σητεία της Κρήτης. Στις απλές τούτες λέξεις κλείνονται όλες οι κακοπάθειες μας και πρέπει ακόμη να προσθέσω και την αδεξιότητα μου στο θαλασσινό ταξίδι, το ότι ζαλιζόμουνα, το ότι δεν είχαμε πανί, το να είμεθα δυο χέρια μέσα σε διάστημα 200 χιλιομέτρων. Τώρα πατέρα μου όλα τελείωσαν. Σου είπα είμαι ακόμη ταραγμένος για να μπορέσω να περιγράψω τις εντυπώσεις μου. Ξέρω μονάχα ότι τώρα χρειάζεται ατομική αξία να παλέψω για να νικήσω και θα νικήσω.
Από το Δεκέμβριο του 1939 πού στέλνει την τελευταία επιστολή προς τον πατέρα του στην Τεχεράνη χάνονται τα ίχνη του Εμμανουήλ Παπαμανώλη μέχρι και τον Νοέμβριο του 1941 που έχουμε την πρώτη κάρτα από στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Δεν έχουμε επίσης ακριβή στοιχεία για το χρόνο και τον τρόπο αιχμαλωσίας, γεγονός όμως είναι ότι Ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης από τον Νοέμβριο του 1941 βρισκόταν αιχμάλωτος πολέμου στο στρατόπεδο αριθμός 57 στην πόλη Udine της Βόρειας Ιταλίας με αριθμό αιχμαλωσίας 10453. Μέσα από το στρατόπεδο στέλνει στις 8/11/1941 επιστολή προς τη μητέρα του και γράφει:
Πολυαγαπημένη μου μητέρα
Δεν θέλω ούτε να κλάψεις ούτε να ανησυχήσης καθόλου που πιάστηκα αιχμάλωτος, δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Να είσαι σίγουρη ότι με το τέλος του πολέμου θα γυρίσω στο σπίτι μας όπως επιθυμώ και όπως ονειρευόμεθα. Περνάμε πολύ καλά και να μην ανησυχείτε καθόλου. Να μου γράψετε αμέσως να δω τι κάμνετε ύστερα από τόσο καιρό και αν ξεύρετε τη σύσταση του πατέρα, γράψετέ του. Τα πολυαγαπημένα μου αδέρφια, τη λαλά και τους θείους και τις θείες και όλους τους συγγενείς χαιρετώ. Μην ανησυχείς καθόλου. Γράψε μου. Φίλησε μου τα’ αδέρφια μου και το Κωστάκη μας. Σε γλυκοφιλώ ο υιός σου Παπαμανώλης Εμμανουήλ.
Οι ιταλικές υπηρεσίες ασφάλειας αυτό το διάστημα δεν βρίσκονται στα ίχνη του Εμμανουήλ Παπαμανώλη μέχρι και τον Απρίλιο του 1942 όταν με κάποιο περίεργο και μυστηριώδη τρόπο πληροφορούνται ότι ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης έστειλε κάρτα από το Udine στο Θείο του Γεώργιο Μηνά Κωστή. Από το σημείο αυτό και ύστερα οι καταστάσεις δυσκολεύουν και η επιτήρηση και ο κλοιός στενεύουν.
Στις 17 Απριλίου του 1942 ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης καταδικάζεται ερήμην από το Στρατιωτικό Δικαστήριο Ρόδου ως ένοχος επί εσχάτη προδοσία με την κατηγορία ότι έλαβε τα όπλα εναντίον του ιταλικού κράτους παρέχοντας στρατιωτική υπηρεσία στον ελληνικό στρατό κατά τις ελληνοιταλικές εχθροπραξίες αφού ως Δωδεκανήσιος παρέμενε ιταλός υπήκοος και ως εκ τούτου η συμμετοχή του στο ελληνικό στρατό θεωρήθηκε πράξη προδοσίας.
Ακολουθεί στη συνέχεια τον Μάιο του 1942 η καταδίκη του και η ποινή φυλάκισης του για ένα έτος και χρηματικό πρόστιμο 1000 λιρών για την παράνομη μετανάστευση αφού είχε προηγηθεί Πολιτικό και Ποινικό δικαστήριο. Στα τέλη του 1942 ο Εμμανουήλ Παπαμανώλης επιστρέφει στην Ελλάδα και μεταφέρεται αρχικά στις φυλακές ΑΒΕΡΩΦ όπου θα γνωρίσει άλλους πολίτικούς κρατούμενους τον καθηγητή Σεβαστό Μαΐλη και τον γιατρό Μιχαήλ Μελά.
Η μεταγωγή του στη Ρόδο επιχειρήθηκε στις αρχές του 1943, οι κατηγορίες ήταν βαριές και επέσυραν την ποινή του θανάτου. Όσο διαισθάνεται το τέλος του τόσο φουντώνει μέσα του το ασίγαστο πάθος εναντίον του κατοχικού καθεστώτος. Όταν ρωτήθηκε από τον στρατιωτικό ανακριτή γιατί έστρεψε τα όπλα εναντίον της Ιταλίας απάντησε χαρακτηριστικά σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγκροτούμενων του : Δεν φταίω εγώ, Υπεύθυνος είναι η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο δάσκαλός μου και ο παπάς του χωριού μου που μου δίδαξαν την ελληνική γλώσσα, τη θρησκεία και την ιστορία της ελληνικής πατρίδας και πως υποχρέωση κάθε Έλληνα είναι να υποστηρίζει την πατρίδα του δίνοντας και αυτή τη ζωή του. Έτσι κι εγώ σαν Έλληνας δεν έκαμα τίποτε άλλο παρά το καθήκον μου.
Δεν πέρασε αρκετός καιρός και οι δύσκολες συνθήκες των φυλακών βαρυποινιτών «Καζέρμα Ρεγγίνα» της Ρόδου σε συνδυασμό με την πείνα, τις κακουχίες και τις στερήσεις άρχισαν να επιδρούν καταλυτικά στον ταλαιπωρημένο και ευαίσθητο οργανισμό του Εμμανουήλ Παπαμανώλη.
Η επιδείνωση της υγείας του αποτέλεσε την αφορμή της μεταφοράς του στο στρατιωτικό νοσοκομείο «Regina Elena» για νοσηλεία. Ακόμη και οι συνθήκες στο νοσοκομείο για τον νεαρό Παπαμανώλη ήταν άθλιες. Τότε ήταν όμως πολύ αργά αφού ο εξασθενημένος από τις κακουχίες οργανισμός του δεν αντέχει πια και αφήνει την τελευταία του πνοή στις 28 Ιουνίου του 1943 σε ηλικία μόλις 24 χρονών χωρίς να δει την ελληνική σημαία να κυματίζει στα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Τον Αύγουστο του 1943 κλείνει οριστικά ο φάκελος του Εμμανουήλ Παπαμανώλη με αριθμ. 897. Τότε ανακοινώθηκε ότι Ο Παπαμανώλης δεν υπάρχει πια.
Το καλοκαίρι του 1950 ένα ελληνικό πολεμικό μεταφέρει τα οστά του Εμμανουήλ Παπαμανώλη στο τόπο καταγωγής του την Όλυμπο Καρπάθου με όλες τις αρμόζουσες τιμές. Το επίσημο κράτος αναγνώρισε τη μεγάλη του θυσία και του απένειμε αναμνηστικό μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης 1941-1945. Στις 14 Αυγούστου 1988 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του ήρωα Εμμανουήλ Παπαμανώλη στην Όλυμπο της Καρπάθου ύστερα από επιμνημόσυνη δέηση προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Καρπάθου – Κάσου και παρουσία πολλών επισήμων και πλήθους κόσμου με έκδηλη τη συγκίνηση όλων των παρευρισκόμενων ιδιαίτερα όταν διαβάστηκαν τα λόγια που είχαν σκαλιστεί στη βάση της προτομής και που ήταν τα λόγια που έγραψε στη μάνα του μέσα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
«ΜΑΝΑ ΜΗ ΛΥΠΑΣΑΙ, Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΗ»
6.3.2024
Καρπαθιακά Νέα