του αρχαιολόγου Γιώργου Ν. Μαστροπαύλου
Φωτογραφίες Μαρινόπουλος Νίκος
Τοπία του νησιού και της μνήμης
Η Μ. Παπαχριστοφόρου, καθηγήτρια Λαογραφίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο πλαίσιο της λαογραφικής μελέτης της για τη νησιωτική κοινότητα των Λειψών, σημειώνει την ύπαρξη ενός συνεχούς και πολυεπίπεδου διαλόγου ανάμεσα στο νησιωτικό τοπίο και τα μέλη της κοινότητας.
Κατά τη διάρκεια της αργής μετακίνησης με υποζύγια ή τα πόδια, από τη μία πλευρά, ο άνθρωπος προβάλλει τις προσωπικές του αναμνήσεις στον φυσικό χώρο και, από την άλλη, το τοπίο ανακινεί την προσωπική και συλλογική μνήμη (Papachristophorou, M. (2016), «Narrative Maps, Collective Memory, and Identities: Through an Ethnographic Example from the Southeast Aegean», Narrative Culture 3.1, 67-86ˑ Παπαχριστοφόρου, Μ. (2013), Μύθος, Λατρεία, Ταυτότητες “στο νησί της Καλυψώς”, Αθήνα, 248-257). H εξόρμηση της Κυριακής, 03/10/2021, των «Περιπατητών της Κάσου» εντάσσεται άμεσα στη διαδικασία της δημιουργίας αυτών των «αφηγηματικών χαρτών», καθώς είχε έντονο αρχαιολογικό και ιστορικό πρόσημο.
Ο πρώτος σταθμός της πορείας μας υπήρξε το Κάστρο, το κωνικό ύψωμα που δεσπόζει επάνω από το Πόλι και διαθέτει απότομες πλαγιές στα βόρεια και ανατολικά και σχετικά ομαλές στα δυτικά και νότια. Η θέση προσέλκυσε το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων από αρκετά νωρίς (L. Ross, G. Susini, R. Hope Simpson και J. F. Lazenby, Μ. Μελάς, Α. Γιαννικουρή και Φ. Ζερβάκη κ.ά.) και πλέον αποτελεί κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο (ΦΕΚ Δ΄99/05.03.2020) με τις συνακόλουθες υποχρεώσεις κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών.
Τα πρωιμότερα ίχνη από το Κάστρο χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική περίοδο (4500 – 3200 π.Χ.)ˑ πρόκειται για λίγα τμήματα κεραμικής και οψιανού Μήλου, τα οποία υποδεικνύουν τις οικοτεχνικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα εκεί κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού ορίζοντα.
Ο εντοπισμός εκτεταμένων οικιστικών καταλοίπων και η χρονολόγηση της κεραμικής που προέρχεται από τις έρευνες επιφανείας και τις παραδόσεις των κατοίκων υποδεικνύουν ότι στη συγκεκριμένη θέση βρισκόταν ο οικιστικός πυρήνας του νησιού από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο (1400 – 1100 p.X.) έως και τους υστεροελληνιστικούς χρόνους (1ος αι. π.Χ.).
Ο οικισμός αποτέλεσε το «άστυ» της πόλης – κράτους των Κασίων, η ύπαρξη και ανεξαρτησία της οποίας τεκμηριώνεται από την αναφορά του εθνικού Κάσιος στους φορολογικούς καταλόγους της Δηλιακής Συμμαχίας (από το 434/3 έως το 418/7 π.Χ.), στους καταλόγους θεωρών από τη Δήλο (από το 274 έως το 249 π.Χ.) και σε τιμητικές επιγραφές από τη Λάππα (2ος αι. π.Χ.) και την Ολούντα (αρχές 2ου αι. π.Χ.) της Κρήτης. Εξάλλου, το τοπωνύμιο Πόλι είναι πολύ πιθανόν να απηχεί την ανάμνηση του οικισμού στη συγκεκριμένη θέση.
Ο οικισμός καταλάμβανε τις νότιες και δυτικές πλαγιές του υψώματος και ήταν οχυρωμένος, όπως υποδεικνύεται από τον εντοπισμό τείχους στην ανατολική απόκρημνη πλαγιά και λίγο κάτω από την κορυφή του υψώματος, το οποίο μάλλον χρονολογείται στην κλασική ή ελληνιστική περίοδο. Το ιερό του Απόλλωνος Τεμενίτη, το οποίο είναι γνωστό από την προαναφερθείσα επιγραφή των αρχών του 2ου αι. π.Χ. από την Ολούντα της Κρήτης, πιθανότατα βρισκόταν στο Κάστρο, καθώς εκεί γινόταν η ανάρτηση τιμητικών ψηφισμάτων και, επομένως, αυτό θα πρέπει να βρισκόταν στο κέντρο της πολιτικής ζωής του νησιού.
Μετά τη γνωριμία με αυτή την πολύ σημαντική αρχαιολογική και ιστορική θέση του νησιού, η ομάδα εισήλθε στο Πόλι, που τόσο πολύ θυμίζει τις χώρες των νησιών του Αιγαίου με τα στενά καλντερίμια και τα κολλητά σπίτια. Επόμενος σταθμός αποτέλεσε το ναΰδριο του Αγίου Ονουφρίου. Το μικρό οικοδόμημα, το οποίο καλύπτεται με κτιστή καμάρα είναι μονόχωρο και εμφανίζει ορθογώνια κάτοψη με ημικυκλική αψίδα στην βορειοανατολική πλευρά. Το Ιερό Βήμα είναι ορθογώνιας κάτοψης με την Αγία Τράπεζα στο κέντρο, η οποία διαμορφώνεται από κορινθιακό κιονόκρανο της παλαιοχριστιανικής περιόδου (4ος – 6ος αι. μ.Χ.). Έτερο κιονόκρανο της ίδιας περιόδου, ιωνικό με συμφυές επίθημα, βρίσκεται στο κέντρο του κύριου χώρου του ναϋδρίου. Το ξύλινο τέμπλο είναι οψιμότερο του οικοδομήματος και φέρει εικόνες (Ιησούς Χριστός/Παντοκράτωρ, Παναγιά/Οδηγήτρια, Άγιος Ονούφριος κ.ά.) κυρίως των τελών του 18ου και του β΄ μισού του 19ου αι. μ.Χ.
Εξερχόμενη από το Πόλι, η ομάδα κινήθηκε προς τα νοτιοδυτικά, κατά μήκος του παλαιού μονοπατιού που ένωνε το Πόλι με το Αρβανιτοχώρι, και ύστερα στράφηκε προς τα νότια, ακολουθώντας την κοίτη χειμάρρου που κατεβαίνει από το όρος Κοράκοι.
Πιστοί «συνοδοιπόροι» καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής υπήρξαν οι ξερολιθικοί τοίχοι, οι οποίοι οριοθετούν τα κτήματα στα Κάτω Πόλια ή λειτουργούν ως αναλήμματα (βασταοί) στους βόρειους πρόποδες του όρους Κοράκοι, δημιουργώντας επίπεδες λωρίδες γης (λουριά).
Τα έργα αυτά των ανθρώπινων χεριών, αν και ταπεινά στην όψη, υπήρξαν ζωτικής σημασίας για τη διατροφή των νησιωτών του Αιγαίου στο εγγύς και απώτερο παρελθόνˑ αφ’ ενός μεν συγκρατώντας τις επιχώσεις στα απότομα εδάφη, αφ’ ετέρου δε σχηματίζοντας επίπεδες εκτάσεις για καλλιέργεια. Εν προκειμένω και σχετικά με τις δυσμενείς συνθήκες για τις καλλιέργειες στην Κάσο, αξίζει να αναφερθούν τα γραφόμενα του Γάλλου περιηγητή Claude Elienne Savary, ο οποίος περίπου το 1779 μ.Χ. επισκέφτηκε και περιέγραψε το Αιγαίο και την Κάσοˑ στην δέκατη έκτη επιστολή αυτού διαβάζουμε (σε μετάφραση Μαλλιαράκη, Μ. (1894),
Επίτομος περιγραφή της νήσου Κάσου και η περί αυτής επιστολή του Γάλλου περιηγητού Σαβαρή, Αλεξάνδρεια, 59): «Ἐθαύμασα πῶς οἱ φιλεργοὶ γαιοκτήμονες ἠδυνήθησαν νὰ καλλιεργήσωσι τοὺς βράχους, μόλις κεκαλυμμένους διὰ λεπτοῦ στρώματος γῆς καὶ, ἐνησμενιζόμην διανοούμενος, ἄν ἱκανοποιῇ τοὺς μόχθους αὐτῶν ἡ νῆσος, χορηγοῦσα τὰ πρὸς τὸ ζῇν ἐπιτήδεια.».
Η διαδρομή της ομάδας ολοκληρώθηκε στην Αγία Βαρβάρα, επίσης μονόχωρο ναΰδριο με κάλυψη από κτιστή καμάρα, ορθογώνια κάτοψη και ημικυκλική αψίδα στην ανατολική πλευρά. Στον προαύλιο χώρο του ναϋδρίου επισημάνθηκε τμήμα επιθήματος, με ανάγλυφο σταυρό σε κάθε στενή πλευρά, της παλαιοχριστιανικής περιόδου (4ος -6ος αι. μ.Χ.), το οποίο μάλλον είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα ως Αγία Τράπεζα.
Η θέα από την Αγία Βαρβάρα, στους βόρειους πρόποδες του όρους Κοράκοι, υπήρξε καθηλωτική, ατενίζοντας τις κοιλάδες των χωριών, πυρήνα κατοίκησης της Κάσου από τους πρώτους προϊστορικούς κατοίκους έως σήμερα, και τη θαλάσσια περιοχή στα βόρεια του νησιού, διαχρονική πηγή ανθρώπων, προϊόντων, ιδεών, αλλά και κινδύνων.
Η συγκεκριμένη οπτική «επισκόπηση» του νησιωτικού τοπίου υπήρξε το κατάλληλο επιστέγασμα της διαχρονικής «διαδρομής» των «Περιπατητών της Κάσου» της Κυριακής, 03/10/2021, από το Κάστρο της Προϊστορίας και της Κλασικής Αρχαιότητας έως την οικονομία των ξερολιθιών και την θρησκευτική ζωή του Αγίου Ονουφρίου και της Αγίας Βαρβάρας των νεότερων χρόνων.