Διάβασα αυτές τις μέρες ένα αξιόλογο βιβλίο, ένα βιβλίο που ανακάλεσε στη μνήμη μου εικόνες, βιώματα και έντονα συναισθήματα, στιγμές των παιδικών μου χρόνων!!
Είναι το βιβλίο “Οι γυναίκες της Δωδεκανήσου” της Τίτσας Πιπίνου και του Νίκου Κασέρη.
Ευχαριστώ τον Μιχάλη για τα όμορφα δώρα και τις ξεχωριστές επιλογές του!!!
Παραθέτω το Επίμετρο της Τίτσας Πιπίνου, ένα μικρό δώρο για όλους εσάς που έχετε αναμνήσεις και εικόνες από αυτές τις ξεχωριστές γυναίκες του τόπου μας!!!
Oι γυναίκες της Δωδεκανήσου
Χιλιάδες γυναίκες. Πολλές χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν στα νησιά. Για πολλές δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτα. Σαν να μην υπήρξαν. Μικρές, προσωπικές, ανείπωτες ιστορίες και χιλιάδες όνειρα που συνθλίφτηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς συμπόνια ανάμεσα στις μυλόπετρες μιας εποχής, και της επόμενης και της άλλης, αφού καμία εποχή δεν ήταν κατάλληλη γι’ αυτές.
Γυναίκες, όπως τόσες σε αυτόν τον τόπο, όπως τόσες σε αυτόν τον κόσμο, ίσως μια Κιουρί που δεν έγινε Κιουρί, ίσως μια Ρόζα Λούξεμπουργκ, μια συγγραφέας που έμεινε αναλφάβητη ή μια μεγάλη πιανίστρια που τα χέρια της καταστράφηκαν από πολύ νωρίς από τις βαριές δουλείες – ποτέ δεν θα μάθουμε.
Γιατί καταπιάστηκα με αυτό το θέμα; Τώρα που τελείωσα τη γραφή του βιβλίου λέω ότι δεν είμαι σίγουρη. Από την αρχή κατάλαβα ότι ήταν σαν να ψάχνω βελόνες μέσα σε δεμάτια σανό, και αυτή η σκέψη δεν έπαψε να με συντροφεύει όσο το έγραφα.
Ο λόγος μπορεί να ήταν απλά γιατί συλλογίστηκα αυτή τη γυναίκα πότε άγουρο κορίτσι ακούγοντας κάποια νύχτα μακρινή μουσική να ονειρεύεται ένα μέλλον που σύντομα θα αποδειχτεί προδοτικό, πότε κλεισμένη πίσω από πέτρινους τοίχους και κλειστά παραθυρόφυλλα ζώντας με την αυταπάτη της ελευθερίας που θα ήταν ο γάμος της, και πότε μες στο καταχείμωνο σε μια καλύβα ανάμεσα στα ζώα της να ζεσταίνεται από τα χνώτα τους, αφού κανείς άνθρωπος δεν είναι κοντά της να τη ζεσταίνει και να την παρηγορήσει.
Την είδα να κοιτά, όσο μακριά μπορεί να φθάσει η ματιά της, αλλά η ματιά να σκοντάφτει στο εμπόδιο του τοίχου απέναντι που της φράζει τον ορίζοντα και τη θέα του κόσμου.
Την είδα κρυμμένη σε μια σκοτεινή κόγχη να παρακολουθεί τους άλλους να χορεύουν στα πανηγύρια και τα γλέντια των γάμων, αλλά να μην πλησιάζει, γιατί η θέση της δεν ήταν ανάμεσα τους.
Την είδα με το πρόσωπο χαραγμένο από τόσα χρόνια δύσκολης ζωής και το βλέμμα θολό πίσω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά σκυμμένη πάνω από ένα εργόχειρο που κάνει πάντα για κάποιον άλλο, για μια κόρη, για μια εγγονή, καμιά φορά για τον γάμο ενός κοριτσιού, γιατί την προσωπική της δουλειά τη θεωρεί πιο φτηνή από ένα αγοραστό δώρο.
Την είδα να περιμένει πολλά χρόνια με λαχτάρα την επιστροφή του νέου ρωμαλέου άνδρα που παντρεύτηκε κάποτε, και όταν εκείνος επιστρέφει επιτέλους να είναι ένας άγνωστος κουρασμένος γέροντας. Βλέπω και τους δυο να κοιτάνε ο ένας τον άλλον με κρυμμένη έκπληξη και αγωνία, γιατί κανείς δεν είναι αυτός που ήταν όταν βρέθηκαν μαζί τελευταία φορά. Είναι αργά πια για να μάθουν αν άξιζε να περιμένουν.
Την είδα να χηρεύει άγουρο κορίτσι από έναν άνδρα που καλά καλά δεν γνώρισε, που καλά καλά δεν αγάπησε και να πρέπει να ξοδέψει την υπόλοιπη ζωή της στη μνήμη του.
Τόση σπατάλη χρόνου, τόση σπατάλη ζωής!
Την είδα να μεγαλώνει μόνη της παιδιά σαν να ‘ταν ορφανά, αφού ο πατέρας ποτέ δεν ήταν κοντά.
Την είδα να μοιράζει στο τραπέζι το καρβέλι το ψωμί που η ίδια ζύμωσε και να κρατά για τον εαυτό της το πιο μικρό ξερό κομμάτι.
Αυτές οι γυναίκες ήταν λίγο οι μανάδες μας, λίγο οι θείες μας, οι γιαγιάδες μας, οι μακρινές συγγενείς μας. Οι σκιές τους μας ακολουθούν και καμιά φορά στοιχειώνουν τη σκέψη μας και επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας.
Ίσως αυτές λοιπόν οι σκόρπιες, κατακερματισμένες εικόνες γυναικών, είδωλα σε σπασμένα κομμάτια καθρέφτη, να ήταν και ο λόγος αυτού του βιβλίου.
Τίτσα Πιπίνου
Οι γυναίκες της Δωδεκανήσου