ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ “ΔΕΚΑΤΑ”
Το ασημένιο αστέρι…
Στον υπέροχο άνθρωπο Ηρακλή Μπάλτα
Ήταν μόνος στο σπίτι, συνήθως δεν ήταν ποτέ χωρίς κάποιον να του κάνει παρέα.
Σήμερα, από το πρωί, η μόνη σκέψη που φώλιαζε στο μυαλό του ήταν να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όπως παλιά, με μπάλες, λαμπιόνια κι ένα ασημένιο αστέρι στην κορφή.
Ποιος είχε φέρει το ασημένιο αστέρι; Ο νονός του; Η θεία του;
Μάλλον ο νονός του.
Έβαλε τη σκάλα, ανέβηκε στο πατάρι, πήρε το δέντρο, το ακούμπησε στο πάτωμα.
Τα πόδια του έτρεμαν, αλλά ξανανέβηκε να πάρει το κιβώτιο με τα στολίδια. Ήταν ελαφρύ, δεν τον κούρασε, το ακούμπησε κι αυτό στο πάτωμα.
Χαμογέλασε από ικανοποίηση για το κατόρθωμα του. Πήρε το δέντρο και τα στολίδια και τα πήγε στη μεγάλη σάλα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, χιόνιζε. Από το διπλανό σπίτι ακούστηκαν χαρούμενες παιδικές φωνές να λένε τα κάλαντα.
«Πόσο θα ήθελα να πάω μαζί τους» σκέφτηκε, αλλά ήξερε ότι η μαμά του δεν θα τον άφηνε.
Έπρεπε να βιαστεί. Σε λίγο η μητέρα του θα γύριζε από την αγορά με τη γαλοπούλα σε μια τσάντα. Έπρεπε να στολίσει το δέντρο, ήταν δική του δουλειά. Κάτι σαν παιχνίδι.
Σήκωσε όρθιο το δέντρο, το στερέωσε στη βάση, άρχισε να κρεμάει τις μπάλες. Τελευταίο πήρε στα χέρια το ασημένιο αστέρι.
Ποιος στ’ αλήθεια το είχε φέρει; Η γιαγιά, ο θείος ή η ξαδέλφη του;
Μάλλον η ξαδέλφη του.
Το στερέωσε, όσο καλύτερα μπορούσε στην κορυφή του δέντρου.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
Άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα…
Τα παιδιά συνεχίζουν να τραγουδούν στην εξώπορτα του διπλανού σπιτιού. Έξω χιονίζει. Αχ, πόσο θα ήθελε να είναι μαζί τους τώρα, αλλά η μαμά είπε όχι.
Ακούει τα βήματα της στο χιόνι. Πλησιάζει.
Πρέπει να βιαστεί. Να βάλει τα δώρα του στη βάση του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Όλα με πολύχρωμα χαρτιά τυλιγμένα. Το πιο μεγάλο, από τον μπαμπά, ένα μικρό από τη νονά Σοφία. Μια χάρτινη τσάντα από τον παππού.
Ξανακοιτάει το ασημένιο αστέρι στην κορφή του δέντρου. Μήπως το είχε φέρει η νονά; Ίσως.
Σχεδόν τελείωσε. Πρέπει τώρα να ντυθεί, να βάλει τα καλά του. Σε λίγο θα έλθουν όλοι για να φάνε. Ο πατέρας θα βάλει μουσική, χριστουγεννιάτικα τραγούδια που του αρέσουν.
Η μαμά θα του δώσει ένα μεγάλο κομμάτι γαλοπούλας και πολλές ξεροψημένες πατάτες.
Κι η μεγάλη στιγμή φτάνει, θα ανοίξει τα δώρα του!
Ακούει τώρα πολλά βήματα στο χιόνι.
Η πόρτα ανοίγει, μπαίνουν ένας νέος άντρας, μια νέα γυναίκα κι ένα αγόρι επτά, περίπου, χρόνων. Φοράνε μαγιό, κρατάνε ένα στρώμα θαλάσσης και μια κόκκινη ομπρέλα.
«Μαμά, κοίτα, ο παππούς στόλισε το δέντρο, νομίζει ότι είναι Χριστούγεννα», λέει το αγοράκι.
«Θεέ μου, έχει φτιάξει και κουτιά με δώρα», ψιθυρίζει ο άντρας.
Η νέα γυναίκα πλησιάζει στο δέντρο και το κοιτάει με δακρυσμένα μάτια.
«Μπράβο, το στόλισες πολύ όμορφα μπαμπά», του λέει και τον αγκαλιάζει.
Ο άντρας με τα λευκά μαλλιά τη φιλάει στο μάγουλο.
«Χρόνια πολλά μαμά. Έφερες τη γαλοπούλα;»
«Εδώ την έχω, σε δυο ώρες θα είναι έτοιμη», απαντάει εκείνη και ακουμπάει την τσάντα με τα αντηλιακά και τα βατραχοπέδιλα στο πάτωμα, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Την ίδια στιγμή το ασημένιο αστέρι πέφτει από το δέντρο και γίνεται χίλια κομμάτια!
——————–
Αφιερωμένο στους ανθρώπους που η άνοια και το Αλτσχάιμερ άλλαξε τη ζωή τους και τη ζωή μας…