Από τον ASTOR και το REX, στον Σίουρο και στην ίδρυση Κινηματογραφικής Λέσχης Καρπάθου!

Από τον ASTOR και το REX, στον Σίουρο και στην ίδρυση Κινηματογραφικής Λέσχης Καρπάθου!

 

 Πολλά περιμένουμε από το Κονάκι και την προσπάθεια να αποκτήσει η Κάρπαθος σταθερό χώρο προβολών. Όμως η ιστορία του κινηματογράφου για την Κάρπαθο δεν ξεκινά από αυτό το κτήριο.

Ας κάνουμε λοιπόν ένα τρυφερό ταξίδι στο παρελθόν. Φεύγουμε για πιο τις κοντινές δεκαετίες, κάπου στις αρχές του 1980, όταν ιδρύθηκε η κινηματογραφική λέσχη της Καρπάθου, ο κόσμος που ζούσε στην άγονη γραμμή ήταν διαφορετικός, μπορεί να μην υπήρχε το ανοιχτό παράθυρο της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο όμως η φαντασία κι ανθρώπινες σχέσεις ήταν πολύ πιο ουσιαστικές. Ο πρώτος γραμματέας της, Ηλίας Λογοθέτης, θυμάται και περιγράφει με λεπτομέρειες:

«Την ιδρυτική συνάντηση μας την κάναμε στο κέντρο του Παλαρά. Ο Ηλίας Χριστοδούλου  εκλέχτηκε πρόεδρος, εγώ γραμματέας, ο Γιάννης Ρεΐσης ταμίας, ήταν μέλη αρκετά άτομα δημόσιοι υπάλληλοι, όλοι αγωνιστές και δημοκράτες (Θραψανιωτης Γιάννης, από Δημόσιο ταμείο, Λιλή Βλάχου από το Επαρχείο, Αιμιλία Μιτακη, κτλ) αγοράσαμε φορητή κινηματογραφική μηχανή, και η πρώτη ταινία που προβάλαμε ήταν “κλέφτης ποδηλάτων” του Βιτόριο Ντε Σικα! Κουλτούρα παιδί μου. Από τότε, μέσα το αυτοκίνητο που είχα, το πόνι, ήταν πάντα φορτωμένη η μηχανή προβολής, και γυρνούσα να παίζω ταινίες στα Πηγάδια και σε χωριά. Κάποιες φορές στις Μενετές και στο Απέρι…»

Είκοσι χρόνια νωρίτερα, κάπου στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1960, ο Γιάννης και η Τασία Χρυσαφίνη, ήταν τα πρόσωπα κλειδιά! Οι άνθρωποι που έφεραν τον κινηματογράφο στο νησί.

Το ζευγάρι δούλευε χειμώνα-καλοκαίρι την πρώτη μηχανή προβολής. Ένα ασήκωτο φορητό εργαλείο, που από τα σπλάχνα του ξεχυνόταν φως! Έτσι πρόβαλλαν κινηματογραφικές ταινίες στα εκκλησιαστικά μέγαρα, τα καφενεία και τα εστιατόρια.

Ο κόσμος έτρεχε για να χωθεί στη σκοτεινή αίθουσα που είχε και όνομα την έλεγαν ASTOR, εκεί έψαχνε λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς, ένα ταξίδι διασκέδασης.

Ξεκινούσαν τις προβολές από τη Βωλάδα, που είχαν και καφενείο, έπειτα στο Όθος, τις Πυλές, την Αρκάσα, έκαναν το μικρό γύρο του νησιού κι έφταναν στις Μενετές και τελευταία στάση τα Πηγάδια. Αυτό ήταν το δρομολόγιο που ακολουθούσαν και η αγωνία τους ήταν να μη δημιουργήσει πρόβλημα το ηλεκτρικό ρεύμα, για να μπορέσει να παίξει η μηχανή. Οι θεατές δεν έπρεπε να μείνουν με το παράπονο στα χείλη και το κομμένο εισιτήριο στο χέρι.

Τα φίλμ για να φτάσουν στο νησί θαλασσοπνίγονταν με το ΑΝΔΡΟΣ το ατμόπλοιο του Νικ. Διαπούλη, έπειτα περίμεναν το πρώτο σκοτείνιασμα, ίσως  αυτή να ήταν η πιο γλυκιά κινηματογραφική αγωνία, η ώρα της προσμονής.

Η μηχανή μάρσαρε κι ο «σταυρός της μάλτας», ο δυνατός μηχανισμός που παρασύρει το φίλμ, έσερνε τις εικόνες μπροστά στη λάμπα! Εκείνες έδιναν μια και πήδαγαν έξω, ζωντάνευαν πάνω στην μεγάλη οθόνη, τότε τα μάτια των Καρπάθιων γούρλωναν εντυπωσιασμένα.

Οι Καρπάθιοι θεατές, αμάθητοι από κινηματογράφο, πολλές φορές γύριζαν και κοιτούσαν προς τη μηχανή, περίμεναν να δουν τους αγαπημένους τους ηθοποιούς να ξεπηδήσουν από τα μπροστινά κρύσταλλα του φακού!

Ο Μιχάλης τους έδειχνε το πανί και συχνά, λίγο πριν την προβολή, επαναλάμβανε:

–      να προς τα κει πρέπει να κοιτάτε, εκεί, πάνω στο άσπρο πανί, από κει θα “βγει” η ταινία.

Ανεπανάληπτες ανθρώπινες στιγμές, από κείνες που απόλαυσαν οι περασμένες γενιές, αφού τότε τα συναισθήματα έκαναν κύκλο, χωρούσαν και χόρταιναν κάθε μέλος από αυτές τις μεγάλες παρέες.

Τι κι αν έκανε θόρυβο η μηχανή προβολής, τι κι αν τα χρώματα ήταν ξεθωριασμένα ή κάποιες άλλες φορές το λευκό πανί κουνιόταν. Όλα ήταν μαγικά, αφού οι άνθρωποι ξεκινούσαν με την πιο καλή τους διάθεση, κυριολεκτικά ζούσαν το δίωρο κινηματογραφικό όνειρο.

Η Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ να χορεύουν στο πανί κι από κάτω τα αγόρια να κάνουν τα γλυκά μάτια στα κορίτσια, που δήθεν δεν έβλεπαν γιατί ήταν σκοτεινά κι όλες οι αισθήσεις τους ήταν πάνω στο έργο.

Η Τασία είχε αμέτρητες αναμνήσεις, όμως δυο λέξεις είναι αρκετές, για να περιγράψει τον κινηματογράφο της εποχής: ήταν το νυφοπάζαρο!

Τέτοια ήταν η δύναμη του που μάζευε ακόμη και τους μαθημένους από τέτοια, τους μετανάστες της Αμερικής και της Αυστραλίας, γιατί εκεί, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του καφενείου, υπήρχε πιθανότητα να συναντήσουν τη γυναίκα της ζωής τους.

Λίγα χρόνια αργότερα ακόμη ένας περιφερόμενος κινηματογράφος εμφανίστηκε στην Κάρπαθο, αυτός ήταν του Ματθαίου Μανουσάκη και δούλευε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.

Επίσης οι Καστελλοριζιός και Καραμηνάς έφτιαξαν ακόμη έναν κινηματογράφο που τον ονόμασαν REX (1959). Ενώ το 1965 άνοιξε ο πρώτος σταθερός κινηματογράφος πάνω στο νησί.

Στην καρδιά των Πηγαδίων, στο οικόπεδο που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο “Oceanis”,σε μια τεράστια αίθουσα για την εποχή, χωρητικότητας 240 καθισμάτων, κάθε Τετάρτη και Κυριακή πραγματοποιούσαν προβολές ταινιών.

Ο ιδιοκτήτης του σινεμά, ο Μανώλης Διακίδης, ο Σίουρος όπως ήταν γνωστός, ταξίδεψε στην Αθήνα και συνεργάστηκε με την εταιρία “Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης” διάλεγε ταινίες για “όλη την οικογένεια” και δίχως να το πολύ-καταλάβει, όπως και ο Μιχάλης με την Τασία του, γαλούχησαν το Ελληνικό αίσθημα, την κουλτούρα των νεότερων Καρπαθίων.

Στη μεγάλη κινηματογραφική αίθουσα αναπτύχθηκαν και αρκετές καλλιτεχνικές δράσεις, όπως οι ζωντανές μουσικές βραδιές, από το πρώτο καρπάθικο συγκρότημα από τους Γιάνακα και Νικόλα Χρυσοχόο.

Οι περιφερόμενοι κινηματογράφοι πέρασαν στην ιστορία, οι γλυκές μνήμες συνοδεύουν τους τυχερούς, εκείνους που τους έφτανε ένα χωνάκι πασατέμπος ή μια δροσερή γρανίτα κι έπιαναν το ταξίδι μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα καφενείου. Εκείνους που έκλαψαν ή ερωτεύτηκαν, πάνω σε ένα τραγούδι του Νίκου Ξανθόπουλου κι έπειτα γέλασαν με την ψυχή τους σε ένα σκέρτσο του Μανέλλη! Άραγε σήμερα θα μπορέσει “το Κονάκι” να γεννήσει τέτοιες φιλίες κι ο πολιτισμός, που θα παραγάγει, θα αφήσει αντάξιες μνήμες; η ιστορία που εμείς γράφουμε θα το δείξει.

φωτογραφία… τα Πηγάδια! από τη σελίδα του Μιμή Πανάρετου

Μανώλης Δημελλάς

Καρπαθιακά Νέα