του Μανώλη Δημελλά
Για τον καπετάν Λάκη οι κουβέντες πρέπει ναναι μετρημένες, να μην έχουν ίχνος ψέματος ή σκιά υπερβολής. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήταν έξυπνος και θα μας καταλάβει από κει που βρίσκεται, μα γιατί ήταν ψημένος στα βάσανα και τις αγωνίες, έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια και δεν μπορούσες να τον κοροϊδέψεις.
Ήταν καλοκαίρι όταν τον αναζήτησα και κείνος, γρήγορος όπως ήταν μαθημένος, στο άψε-σβήσε μας προσκάλεσε στο όμορφο καρπάθικο σπίτι του κι εκεί περιέγραψε τη διαδρομή της ζωής του. Γεννήθηκε το 1938 στην Αρκάσα της Καρπάθου, ήταν το τελευταίο παιδί του Ιωάννη Κ. Παζαρζή, ο οποίος είχε διατελέσει αρκετά χρόνια δήμαρχος Αρκάσας και της Κοκώνας, το γένος Λεωνίδα Πολυχρονιάδη. Είχε παραπάνω από 15 χρόνια διαφορά από τον πρωτότοκο αδελφό του, τον Επαναστάτη Κωνσταντίνο Παζαρζή, που όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτός ήταν ο δάσκαλος και ο μέντορας του. Εκτός από τους δυο γιούς, τη φαμίλια συμπλήρωναν και δυο κόρες, η Ευδοξία και η Σοφία.
Ο καπετάν Λάκης Παζαρζής πριν ξεκινήσει να αφηγείται τη ζωή του έτρεξε τα χρόνια μπροστά, τότε που βρέθηκε σπουδαστής στην αμερικανική Ναυτική Ακαδημία. Εκεί λοιπόν του είχαν κάνει κάποια τέστ και είχαν βρει ότι κανονικά θα έπρεπε να είναι ακόμη 16 με 20 πόντους πιο ψηλός! Αλλά δεν πήρε το κανονικό του ύψος από τη φτώχεια και την κακή διατροφή. Έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε την κουβέντα.
Το δημοτικό σχολείο ξεκίνησε στην Αρκάσα και ολοκληρώθηκε στην Κάσο, αφού εκεί βρέθηκε δάσκαλος ο αδελφός του Κωνσταντίνος.
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κάρπαθο και πήγε γυμνάσιο στο Απέρι. Από εκείνα τα χρόνια θυμόταν ολοζώντανες τις ταλαιπωρίες που έζησε. Κάθε Δευτέρα ξεκινούσε με τα πόδια για το Απέρι, στον ώμο του είχε ένα μικρό τουβράκι με το φαΐ της εβδομάδας. Το Σάββατο, μετά το μάθημα, επέστρεφε σπίτι και πριν προλάβει να πάρει μια ανάσα έπρεπε να πάει να μεταδέσει τις κατσίκες, να ταΐσει τα υπόλοιπα ζώα και να κάμει ότι αγροτική δουλειά του αναλογούσε.
Κάθε τόσο διέκοπτε την περιγραφή γιατί θυμόταν κάτι που χαρακτήριζε εκείνη την περίοδο και θα το χρειαζόμασταν στην εξέλιξη της ιστορίας. Έτσι εκείνα τα χρόνια είχαν στείλει μια δασκάλα αγγλικών και ενώ στα γαλλικά έμαθε μονάχα εννιά λέξεις τα αγγλικά τα ρουφούσε σα σφουγγάρι.
Στα 18 ήταν ένα παλικάρι με πάθος και λαχτάρα για ζωή. Η διέξοδος ήταν η θάλασσα έτσι μπάρκαρε με το καΐκι του Χατζή Πατσουράκη και έκανε δρομολόγια μέσα στα Δωδεκάνησα. Όχι τίποτε σπουδαίο, όπως έλεγε, καρπούζια από την Κώ και τσουβάλια όσπρια από τη Ρόδο. Όμως εκεί έβγαλε φυλλάδιο κι ανέβηκε στον Πειραιά, με στόχο τις μακρινές θάλασσες.
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 όταν τον τσουβάλιασαν μαζί με ακόμη 40 ναυτικούς για την Αμερική. Εκεί, λέει, θα έμπαιναν σε ένα καινούριο βαπόρι!
Έφτασαν στην Φιλαδέλφια μέσω Σουέζ! Και τους πήγαν γραμμή σε ένα ελληνικής ιδιοκτησίας ξενοδοχείο, το ΡΕΞ, στους 57 δρόμους. Τους έδιναν και κάτι ψιλά για φαγητό και τους έβαλαν στην αναμονή.
Ο Λάκης Παζαρζής ήξερε εγγλέζικα και δεν έχασε καιρό, βρήκε τρόπο και πήγε στο Μπρόνξ, στην Λέσχη που είχε ο αδελφός της μητέρας του. Θυμόταν τη διεύθυνση από τα γράμματα με το χαρτζιλίκι που έστελνε ο μπάρμπας του στη αδελφή του και μητέρα του Λάκη!
Ο Πολυχρονιάδης ήταν γνωστός με άλλο όνομα, τον έλεγαν Χάνο κι αυτό γιατί είχε βγει παράνομα στην Αμερική. Ήταν και παντρεμένος με μια Ιταλίδα, όμως δεν είχαν παιδιά. Καλοδέχτηκε τον ανεψιό του και ρουφούσε κάθε πληροφορία για την Κάρπαθο.
Όμως δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για μόνιμη εγκατάσταση ,που σχεδίαζε ο Λάκης. Του έδινε χρήματα για να κάμει δουλειές στην Ελλάδα, αλλά δεν τον ήθελε στην Αμερική κι αυτό γιατί όπως του έλεγε μέσα στα κλάματα από τη συγκίνηση, στην μεγάλη πόλη θα ξεχάσει το νησί και θα χαθεί.
Κάποτε ο Λάκης μπάρκαρε με το Λίμπερτυ, που όμως για καλή του τύχη ήταν πετρελαιοφόρο, μετέφερε καύσιμα και έκανε δρομολόγια στη κεντρική Αμερική. Γιατί αν ήταν φορτηγό η ιστορία θα ήταν πολύ διαφορετική!
Κάθε δυο μήνες περνούσε από την Νέα Υόρκη και πήγαινε γραμμή στο θείο του.
Κάποια φορά κι εδώ είναι η τύχη και το ριζικό, καθώς ξεφύλλιζε ένα εγγλέζικο χοντρό βιβλίο, από κείνα που είχαν οι καπεταναίοι, όταν δούλευαν με τον εξάντα, βρήκε μια διαφήμιση για μια σχολή στην Αγγλία. Μια σχολή πλοιάρχων στο Λονδίνο που του πήρε τα μυαλά.
Έριξε την ιδέα στον θείο και εκείνος αμέσως απάντησε θετικά και έγινε ο χρηματοδότης του.
Στα τέσσερα χρόνια της σχολής ο Λάκης Παζαρζής αποδείχθηκε αστέρι. Μαθητής από τους λίγους ξεχώρισε από τους συμμαθητές του κι έτσι δεν άργησε να βρει εταιρία και να μπαρκάρει ως υποπλοίαρχος.
Ήταν 24 χρονών όταν έφτασε στο πλοίο η αλληλογραφία και υπήρχε ένας λευκός φάκελος στο όνομα Βασίλειος Παζαρζής. Δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Ήταν μια υποτροφία για την Ναυτική Ακαδημία της Αμερικής!
«Ο Λάκης από της χατζαλέξαινας το στάβλο θα βρισκόταν σε μια από τις πιο σπουδαίες Ακαδημίες του κόσμου!»
Έτσι ακριβώς μου το περιέγραψε, δεν είναι δικά μου λόγια.
Ακόμη τέσσερα χρόνια σπουδών, ο Λάκης γίνεται ακόμη και σημαιοφόρος. Είναι ο καλύτερος σπουδαστής και όταν έρχεται η ώρα της αποφοιτήσεως το πτυχίο θα το παραλάβει από τον υπουργό άμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα και τιμητικά θα κάτσει στο ίδιο τραπέζι με εκείνον!
Από τότε ξεκινά η στρατιωτική ζωή του. Από μικρά πολεμικά πλοία, πέρασε σε ανιχνευτικά και έφτασε μέχρι Αντιτορπιλικά. Όταν περιέγραφε τις ιστορίες από το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ ήταν πιο μετρημένος και φειδωλός.
Θυμήθηκε πως κάποτε βρέθηκε πλοίαρχος σε ένα ανιχνευτικό πλοίο σε μια περιπολία στο Αιγαίο και παρέκκλινε της πορείας του για να περάσει έξω από την Αρκάσα και να τον δει η μάνα του.
Το αποτέλεσμα ήταν να τον παραπέμψουν σε Ναυτοδικείο! Όταν τον φώναξαν να απολογηθεί εκείνος τους είπε για την Κάρπαθο, την άπειρη νοσταλγία για τον νησί και την αγάπη της μάνας του. Οι δικαστές τον άφησαν σα να μην είχε συμβεί τίποτε!
Ο καπετάν Λάκης ήταν άνθρωπος με λεπτό χιούμορ και μια ξεχωριστή γλύκα, τέτοια που καθώς περιέγραφε τα βάσανα της ζωής του, ήταν σα να σου μιλούσε για το πιο καθημερινό ζήτημα.
Δεν του άρεσε να περιαυτολογεί και να αυτοθαυμάζεται, ούτε κι έψαχνε χειροκροτήματα, είχε βαθιά αίσθηση αυτογνωσίας και μπορούσε να σταθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση και με οποιουσδήποτε ανθρώπους.
Ο Λάκης Παζαρζής ήταν από τις ξεχωριστές προσωπικότητες της Καρπάθου, μπορεί να πέρασε κι αυτός στην ιστορία, όμως άφησε το δικό του χνάρι κι είναι καμωμένο από τα βαρύ υλικό που δύσκολα σβήνει. Κάτι τελευταίο, έτσι σαν κερί στη μνήμη του, «η τύχη» έλεγε και ξανάλεγε, «αυτή παίζει έναν απίστευτο ρόλο στη ζωή μας, μη την υποτιμάς, μη νομίζεις ότι εμείς καθορίζουμε τίποτα».