Στην Κάρπαθο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ήταν μετρημένες στα δάχτυλα οι αφορμές για διασκέδαση. Τα πανηγύρια σε εκκλησιές και μοναστήρια, οι ονομαστικές γιορτές στα σπίτια, οι γάμοι και τα βαφτίσια, τα καφενεία για τους άντρες, τα εργόχειρα για τις γυναίκες, ήταν αυτά που πλούτιζαν την μονότονη καθημερινότητά μας. Εμείς τα παιδιά, όταν δεν παίζαμε στα σοκάκια τα ομαδικά παιχνίδια της εποχής (κουτσό, τα μήλα, τα πουλιά της μάνας κλπ) ακολουθούσαμε το πρόγραμμα της οικογένειας, συμμετέχοντας στα κοινωνικές εκδηλώσεις.
Η ζωή μας γύρισε σελίδα όταν ήρθε στο νησί μας ο κινηματογράφος, ο «σινεμάς» όπως λέγαμε. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε όλοι να κλάψουμε με τα βάσανα της Ναργκίς και τη δυστυχία του Ξανθόπουλου και της Μάρθας Βούρτση, να γελάσουμε με τις γκάφες του Βέγγου, τις ατάκες του Χατζηχρήστου και τα νάζια της Βουγιουκλάκη. Ήταν η εποχή της αθωότητας.
Ωστόσο, κάποιες φορές η αθωότητα αφήνει ανοιχτή πόρτα στη σκληρότητα…
Ο «σινεμάς»
«Ήρθε ο σινεμάς, ήρθε ο σινεμάς! Ο σινεμάς θα παίξει την Κυριακή ωραίο έργο! Ήρθε ο σινεμάς στο νησί μας»!
Δυο μέρες διαλαλούσε ο Γεωργάρας, ο ντελάλης, το μεγάλο νέο. Την Κυριακή τρέξαμε μικροί και μεγάλοι στο παλιό ξυλουργείο του Χατζηφώτη, που είχε πρόχειρα μετατραπεί σε αίθουσα κινηματογράφου, με ένα μεγάλο σεντόνι για οθόνη και μερικούς πάγκους για καθίσματα. Η ζωή μας γύριζε σελίδα εκείνη τη μέρα.
Δυο φορές τη βδομάδα, Τετάρτη και Κυριακή, έπαιζε ο «σινεμάς» το ίδιο έργο. Την Τετάρτη πήγαιναν και το ΄βλεπαν οι δάσκαλοι κι αν το κρίνανε κατάλληλο, μας άφηναν και εμάς τα παιδιά να το δούμε την Κυριακή. Ε, και τι πανηγύρι σηκωνόταν στην αυλή του σχολείου, όταν την Πεμπτη το πρωί ο διευθυντής έλεγε τα μαγικά λόγια: «…εκρίθη κατάλληλον και επιτρέπεται εις τους μαθητάς…! Και όταν άλλες φορές ακουγόταν εκείνο το «ακατάλληλον δι’ ανηλίκους», τι βουβαμάρα έπεφτε και κατσουφιά! «Πάει μια βδομάδα χαμένη», λέγαμε.
Αλλά και στην περίπτωση του ακατάλληλου έργου, εγώ κάπως τυχερή ήμουνα. Ήταν συμμαθήτριά μου και στενή φιλενάδα μου η Σεβαστή, η κόρη του έπαρχου, που οι γονείς της πήγαιναν στο σινεμά κάθε Τετάρτη. Αν έλεγε ο διευθυντής πως ήταν ακατάλληλο το έργο, πήγαινα στο σπίτι της την Πέμπτη το απόγευμα για να μας το διηγηθεί η μάνα της. Την άκουγα μαγεμένη να μιλά με λεπτομέρειες για την ταινία που είχε δει και που για μας ήταν απαγορευμένη. Με το στόμα ανοιχτό την παρακολουθούσαμε και με τα μάτια γλαρά σα μαγεμένα. Άλλο που δεν ήθελε βέβαια η κυρία Ευτέρπη, η επαρχίνα. Καθόταν με την κόκκινη βελουδένια ρόμπα της στην μπερζέρα, έπινε με μικρές ρουφηξιές το καφεδάκι της, άναβε και κανένα τσιγαράκι και έλεγε, έλεγε…
-…Ένα σπίτι, που λέτε, να ντρέπεσαι να μπεις. Τι καναπέδες, τι χαλιά, τι κουρτίνες, ονειρεμένο σας λέω! Η κοπέλα, Λίζα τη λέγανε, στεκότανε όρθια δίπλα στο παράθυρο, έτσι λίγο σα θυμωμένη, σαν παρεξηγημένη. Ήτανε ντυμένη απλά με μια φουστόμπλουζα. Η φούστα ήτανε ασπρόμαυρη πιε ντε πουλ, σαν κι εκείνη που έφερα πέρσι από την Αθήνα, και η μπλούζα ήτανε άσπρη με λίγη νταντελίτσα γκιπούρ, να, εδώ, γύρω γύρω-έδειχνε το λαιμό της. Εκείνος πάλι, που όλη την ώρα καθότανε σε μια πολυθρόνα και την εκοίταζε, σηκώνεται ξαφνικά, μα εντελώς απότομα σας λέω, την πλησιάζει, ένα παλικάρι ίσαμε εκεί πάνω ήτανε σαν τα κρύα νερά, και της δίνει ένα φιλί, μα ένα φιλί…έ, σαν εκείνα που δεν κάνει να βλέπετε!
Ακούγαμε και δεν χορταίναμε. Κοριτσόπουλα, βλέπεις, κοντά δώδεκα χρονώ, στην αρχή της εφηβείας. Δίπλα μας καθότανε και άκουγε με μισάνοιχτο στόμα και η Ανεζούλα, η υπηρέτρια της κυρίας Ευτέρπης.
Η κακομοίρα η Ανεζούλα, πεντάρφανη από μικρή, δεν καταλάβαινε τι ήταν ο σινεμάς κι όσο κι αν της εξηγούσαμε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως κινούνται και μιλούν οι άνθρωποι πάνω στο πανί.
-Δε μιλούν τα πανιά, αγγελοκρουσμένα, μας έλεγε κάθε φορά που της ΄πιάναμε κουβέντα για το σινεμά. Έτσι κι αλλιώς ήταν λίγο το μυαλό της και , πέρα από το να βουρλίζεται με τα ρούχα της σκάφης ή να τρίβει τα ασημικά της επαρχίνας, δεν ήξερε τίποτε άλλο.
Έφτασε όμως η μέρα που η Ανεζούλα θα πήγαινε και αυτή να δει τι είναι ο «σινεμάς»
Είχανε φέρει ένα έργο με τον Ξανθόπουλο που οι δάσκαλοι το ‘χανε κρίνει κατάλληλο. Μας είχαν πει μάλιστα να μην το χάσουμε γιατί ήταν πολύ διδαχτικό, μιας και έδειχνε τις παραμονές της Επανάστασης του ΄21. Έλα όμως που εκείνη την Κυριακή το βράδυ γινόταν η μεγάλη χοροεσπερίδα του Φιλοπτώχου Συνδέσμου του νησιού μας και καμιά μάνα δεν ήταν εύκαιρη να μας συνοδέψει στο σινεμά! Από την άλλη, να πάμε μονές μας ούτε συζήτηση. Δεν μας άφηναν.
Κυριακή απόγευμα και η Σεβαστή έκλαιγε και χτυπιόταν μπροστά στη μάνα της την ώρα που εκείνη τύλιγε μπροστά στην καθρέφτη τα μαλλιά της.
-Σκασμός, Σέβη, άσε με να τελειώσω και θα σκεφτώ τι μπορεί να γίνει.
Εκείνη την ώρα γύρισε και η Ανεζούλα που είχε βγάλει έξω το σκυλάκι της κυρίας Ευτέρπης.
Της άρεσε της Ανεζούλας να πηγαίνει το σκυλί βόλτα. Έβρισκε έτσι την ευκαιρία να περάσει μπροστά από τα καφενεία της παραλίας, να τη δουν οι άντρες, να την πειράξουν. Όνειρα έκανε όλα αυτά τα χρόνια η αγαθή γυναίκα πως θα βρεθεί ένας άντρας να την πάρει κι αυτήν, ας ήτανε και ο Βάγγος, ο κουτσός παραγιός του καφενείου. Μπήκε και στάθηκε μπροστά της.
-Κυρά, τι να βάλω του Φρέδου να φάει;
Η επαρχίνα την κοίταξε άγρια.
-Του Φρεντ, ανόητη, ακόμη δεν έμαθες το όνομά του; Δώσε του μερικούς από τους μεσημεριανούς κεφτέδες.
-Εγώ τι να φάω, κυρά;
Η κυρία Ευτέρπη άνοιξε τη βεντάλια της και άρχισε να αερίζει τα φρεσκοβαμμένα νύχια της.
-Θεέ μου, το σου έχω φταίξει και με βασανίζεις σαν τον ληστή στο σταυρό; Όλα εγώ πρέπει να τα σκέφτομαι εδώ μέσα, από το τι θα φάει η υπηρέτρια μέχρι το ποιος θα πάει στο σινεμά την κόρη μου;
Έμεινε για μια στιγμή ακίνητη κοιτάζοντας την Ανεζούλα.
-Εσύ θα την πάρεις στο σινεμά!
Η κοπέλα έξυσε το κεφάλι της αμήχανα. Κοίταζε πότε εμάς πότε την κυρά της χωρίς να καταλαβαίνει. Με τα πολλά κατάλαβε.
Έφυγα τότε αστραπή και πήγα στο σπίτι μου για να πω στη μάνα μου τα καθέκαστα. Πως θα μας συνόδευε στο σινεμά η Ανεζούλα και πως σαν τελειώναμε θα μας έφερνε στη χοροεσπερίδα να τις βρούμε. Η μάνα μου δέχτηκε. Μεγάλη γυναίκα ήταν σου λέει η Ανεζούλα, κοντά σαράντα χρονών, όσο γα να μας πάει στο σινεμά, ήταν ικανή.
Μπήκαμε στην αίθουσα και πιάσαμε θέση στον μπροστινό πάγκο. Η Ανεζούλα κάθισε δίπλα μου. Μόλις έσβησαν τα φωτά και φωτίστηκε η οθόνη, μαζεύτηκε στο κάθισμά της σαν το σκυλί που του αγρίεψαν. Στην αρχή κοίταζε αμίλητη, μα όταν σε λίγο εμφανίστηκαν οι τσολιάδες πάνω στο πανί κι άρχισε το πιστολίδι, η Ανεζούλα άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές και να σταυροκοπιέται.
-Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Βαγγελίστρα μου, σώσε μας!
Καμιά φορά ησύχασε. Το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, του Ξανθόπουλου, έπιανε τώρα όλη την οθόνη, καθώς μιλούσε στους συγχωριανούς του , λάβρος από πατριωτισμό. Η Ανεζούλα έσκυψε προς το μέρος μου.
-Είδες μαθές πως με κοιτάζει μες στα μάτια; Με βλέπει θαρρείς και μ αγαπά.
-Ναι, ναι, σ αγαπά, της είπα, πιο πολύ για να την κάνω να ησυχάσει παρά για να την κοροϊδέψω.
Στο διάλειμμα το ‘πα και στη Σεβαστή και σκάσαμε στα γέλια. Κάθισε εκείνη δίπλα της και μόλις έσβησαν πάλι τα φώτα άρχισε το κούρντισμα:
-Μόνο εσένα κοίταζε ο Ξανθόπουλος, Ανεζούλα. Τον τρέλανες τον άνθρωπο.
Σε μια στιγμή ο πρωταγωνιστής, κοιτάζοντας το φακό, είπε: Αυτή που αγαπώ είναι εδώ, ανάμεσά μας, αλλά δεν το ξέρει ακόμα. Θα ‘ρθει η ώρα όμως που θα το μάθει».
Αυτό ήταν! Στο μυαλό της Ανεζούλας καρφώθηκε ότι αυτήν αγαπούσε ο Ξανθόπουλος. Την κοίταξε, λέει, κατάματα και της το ‘πε, κι όλοι το είδανε και όλοι το ακούσανε πως την αγάπαγε! Πέρασε απ΄όλες τις γειτονιές και το διαλάλησε. Κανείς δεν της είπε πως κάνει λάθος, όλοι έκαναν γούστο με τον έρωτα της Ανεζούλας. Γέλαγαν. Κι εμείς γελάγαμε.
Μόνο που εμείς ήμασταν παιδιά…
Από εκείνη τη βραδιά κι ύστερα, όλο το νησί αυτή τη κουβέντα είχε: «Ο Ξανθόπουλος αγαπά την Ανεζούλα».
Έβγαζε βόλτα η γυναίκα το σκυλί και σε κάθε πόρτα τη ρωτούσαν.
-Και τι κάνει, λοιπόν, ο Ξανθόπουλος, Ανεζούλα,
καλά είναι;
-Καλά είναι, πρώτα ο Θεός, απαντούσε εκείνη και συνέχιζε περήφανη το δρόμο της.
Το πράγμα θα ‘ταν καλά να είχε σταματήσει εδώ, αλλά οι άντρες και οι γυναίκες του νησιού εκείνη την εποχή δεν είχαν πώς να σκοτώσουν την ώρα τους…
Ήταν σε ένα τσάι της επαρχίνας που καταστρώθηκε το σχέδιο.
-Να της στείλουμε ένα γράμμα, πως είναι λέει από τον Ξανθόπουλο!
Εκείνη την ώρα το ‘γραψαν κι όλας.
«Αγαπημένη μου Ανεζούλα, να ξέρεις πως σ’ αγαπώ όπως ξέρω πως και εσύ μ αγαπάς. Σε λίγο καιρό θα έρθω στον τόπο σου να σε ζητήσω από την κυρά σου να παντρευτούμε. Περίμενέ με, φτάνω γρήγορα.
Σε φιλώ, ο Νίκος σου»
Από τη στιγμή που της διάβασαν το γράμμα, η Ανεζούλα δεν πατούσε πια σε γη. Πόρτα πόρτα γύριζε όλα τα σπίτια και παρακαλούσε να της το ξαναδιαβάσουν. Μέσα στον κόρφο της φύλαγε το χαρτί σαν φυλαχτό και όποιος την πείραζε ή τη μάλωνε είχε έτοιμη την απάντηση:
-Θα τα πω του Νίκου μου και αλλοίμονό σου!
Ακόμα και το πρόσωπό της είχε αλλάξει. Σαν πιο νέα και όμορφη μου φαινόταν , με το κοκκινάδι στα χείλη και στα μάγουλα.
Σε λίγο καιρό της ξανάγραψαν γράμμα.
«Ράψε το νυφικό σου γιατί φτάνω. Σε φιλώ, ο Νίκος σου»
Άκουσα τότε πως η Ανεζούλα ξήλωσε από το στρίφωμα του φουστανιού της τις λίρες που της ειχε αφήσει η μάνα της και πήγε να βρει την καλύτερη μοδίστρα του νησιού.
Το νυφικό ράφτηκε.
-Και πότε φτάνει ο Ξανθόπουλος, Ανεζούλα; Ρωτούσαν οι άντρες, σταματώντας μια στιγμή τη πρέφα της.
-Έκαμες τις μπομπονιέρες; Ρωτούσαν οι γυναίκες σηκώνοντας το βλέμμα από το κέντημά τους.
Όλα έτοιμα τα είχε η Ανεζούλα. Και περίμενε.
Πέρναγαν όμως οι μήνες και ο γαμπρός δεν ερχόταν. Ανήσυχη ρωτούσε όποιον έβλεπε:
-Μην ακούσατε τίποτε για το Νίκο μου; Έχει καιρό να μου γράψει.
Είχε ξενοστιμίσει πια το αστείο με την Ανεζούλα και κανείς δεν είχε όρεξη να το συνεχίσει. Εγώ μόνο μια φορά πήγα να της πω μια κουβέντα, πως μπορεί και να την ξέχασε ο Ξανθόπουλος και να μην έρθει. Άστραψε και βρόντηξε η Ανεζούλα.
-Κακό χρόνο να ‘χεις ζουλιάρικο μαυροτσούκαλο, που θα μου πεις πως δε μ΄ αγαπά ο Νίκος μου!
Δεν ξαναμίλησα.
Ήτανε Κυριακή των Βαγιών. Οι δρόμοι της μικρής μας κωμόπολης ήταν στρωμένοι με βάγια και μυρτιές. Όλος ο κόσμος ήταν έξω και γιόρταζε την τελευταία μέρα πριν βυθιστεί στο πένθος της Μαγαλοβδομάδας. Εμείς τα παιδιά είχαμε κάμει από νωρίς ουρά έξω από το μαγαζί του Φώτη του παγωτατζή. Δεκαπέντε μέρες ξεγνοιασιάς και όχι μόνο. Είχαμε και το ελεύθερο να πάμε στο σινεμά και τα τρεις Κυριακές, αφού τα έργα θα ήτανε όλα κατάλληλα, ελληνικά όπως μας είπαν.
Ήμασταν πια στην πρώτη γυμνασίου και δε χρειαζόταν να μας συνοδέψει κανείς. Πηγαίναμε όλη η παρέα μαζί καμιά δεκαριά κορίτσια.
Φτάσαμε εκείνη τη νύχτα στο σινεμά χωρίς να ξέρουμε τι παίζει.
Μια σαχλαμάρα ‘ήτανε με τον Ξανθόπουλο. Ένα φτωχόπαιδο του λαού ήτανε τάχα που αγάπησε την κόρη του αφεντικού του. Κι εκείνη πάλι για την αγάπη του παράτησε σπίτι και πατέρα και τον παντρεύτηκε. Στην τελευταία σκηνή του έργου, ο Ξανθόπουλος αγκάλιασε την όμορφη νύφη και της είπε:
«Είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα και θα σ’ αγαπώ πάντοτε»
Πριν τελειώσει καλά- καλά τα λόγια του ο πρωταγωνιστής, ακούστηκε μια κραυγή σαν αγριμιού που το σφάζουνε.
-Ψεύτη!
Την ίδια στιγμή η Ανεζούλα διέσχισε τρέχοντας το σκοτεινό διάδρομο.
-Ψεύτη! Ψεύτη!..
Την βρήκανε την άλλη μέρα το πρωί γκρεμισμένη από την αυλή του Προφήτη Ηλία, πάνω στους άγριους βράχους. Μέσα στον κόρφο της ήταν σφιχτοδιπλωμένα τα δυο γράμματα του «Νίκου της»…