"Ματαιότης Ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης"

"Ματαιότης Ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης"

Διήγημα του Βασιλείου Διακοβασίλη

“Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”. Αυτά τα λόγια του εκκλησιαστή, ακούστηκαν αρκετές φορές, εκείνο το απόγευμα. Ο γέροντας Ιλαρίων εδώ και αρκετή ώρα συνομιλούσε με τον νεαρό συγχωριανό του, που του είχε κτυπήσει την πόρτα του κελιού του, εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Ιούλη του 2005. Κτισμένο μέσα στο ρέμα της Μάνας, κοντά στις πρόποδες του Ολύμπου, αρκετά κοντά στη μονή Διονυσίου. Δίπλα του ένας μικρός κήπος και από κάτω του έχασκε ο γκρεμνός που κατέληγε στον ξεριά με τις ξεροκαλαμιές.

Ο νεαρός επισκέπτης, είχε οδηγηθεί ως εδώ, ορμώμενος από την ιστορία που είχε ακούσει, τον προηγούμενο χειμώνα, αργά το βράδυ, στο καφενείο του χωριού. Έλεγαν για τον Νικολή της Μαριγώς, που είχε καλογερέψει. Όλοι στο χωριό ήξεραν την πραγματική αιτία της απόφασης του αυτής, κανένας όμως δεν τη συζητούσε στο φως της ημέρας με πολύ κόσμο. Μόνο κάποιες τέτοιες ώρες, όταν στη σόμπα έκαιγαν τα τελευταία ξύλα της ημέρας και οι γεροντότεροι γύριζαν τις κουβέντες στα παλιά σαν μια προσπάθεια τους για να επαναφέρουν το χαμένο χρόνο, ακούγονταν αυτές οι ιστορίες.

Ο γέροντας, καθόταν στη καρέκλα του, δίπλα στο παράθυρο. Από εκεί όταν δεν εκπλήρωνε τα αυστηρά καθορισμένα καθήκοντα του, ατένιζε τα απέναντι βουνά, που απλώνονταν ατελείωτα μπροστά του, με μόνη του συντροφιά τις σκληρές χάντρες του κομποσκοινιού του.

Αυτή τη μέρα όμως όχι. Ρωτούσε το νεαρό επισκέπτη του για το χωριό του και για τους ανθρώπους του. Από την άλλη, απαντούσε και στις ερωτήσεις που δεχόταν για τη ζωή του, για την απόφαση του να μονάσει, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Όσο αναφερόταν στη πρότερη ζωή του, κάθε τόσο επαναλάμβανε τη φράση “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”.

Δεν περίμενε βέβαια να του επαναλάβει την ιστορία που είχα ακούσει εκείνο το βράδυ, θα ήταν πέρα για πέρα αταίριαστο με τον τόπο που βρισκόταν. Κι αν ακόμα τον επισκέπτονταν πολλές γυναίκες, ταλαιπωρημένες από τις παραξενιές της ζήσης τους, οι προσωπικές μαρτυρίες των μοναχών, δεν περιέχουν τέτοιες αφηγήσεις, οι οποίες τους αποσπούν από τον δύσκολο αγώνα που δίνουν, για να κερδίσουν την αιώνια ζωή. Βέβαια, κανένας δεν θα ορκιζόταν ότι το ίδιο ίσχυε και στο μυαλό όλων αυτών των αναχωρητών της ζωής, που επανδρώνουν τις μονές, τις σκήτες και τα κελιά της χώρας. Πόσες και πόσες αιθέριες οπτασίες θα τάραξαν την καθημερινότητά τους και πόσες προσευχές συγχώρεσης θα ακολούθησαν για να τις αποδιώξουν από μπροστά τους.

Του Νικολή ( δηλαδή του μοναχού Ιλαρίωνα ) η μάνα αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, παντρεύτηκε ένα φτωχό, μεροκαματιάρη, συγχωριανό της, όχι από αγάπη αλλά από ανάγκη. Ως μικρότερη κόρη της οικογένειας, δίχως να της αναλογεί καθόλου προίκα, δύο επιλογές είχε μόνο, σύμφωνα με τα πατρώα έθιμα του τόπου της. Ή να μείνει ανύπαντρη και να υπηρετεί τη μεγαλύτερη αδελφή της έναντι του ύπνου και του φαγητού που θα της παρείχε… ή να παντρευτεί κάποιον “ταπεινότερο” της. Ο γάμος αυτός ευλογήθηκε και με τον ερχομό τεσσάρων παιδιών, δύο κοριτσιών και δύο αγοριών. Ο Νικολής ήταν τρίτος στη σειρά, του δόθηκε το όνομα του πατέρα της μάνας του, αλλά για τον ευκατάστατο παππού του, πάντα ερχόταν τελευταίος στη αγάπη, μετά τους άλλους Νικολήδες, τα ξαδέλφια του.

Μεγάλωσε με στερήσεις όπως και τα περισσότερα παιδιά της γενιάς του. Λίγο με το μεροκάματο του πατέρα, λίγο με τον μικρό κήπο που είχαν στο ρέμα δίπλα στο εκκλησάκι του Αρχιστράτηγου, λίγο με τα μετρημένα στη παλάμη του ενός χεριού ζώα τους και με την αλληλοστήριξη τους μέσα στην οικογένεια, κατόρθωναν να ζουν με αξιοπρέπεια. Τα δύο αγόρια πήγαν στο σχολείο, καλοί μαθητές… αλλά η κήρυξη του πολέμου δεν τους έδωσε την ευκαιρία να προκόψουν στα γράμματα.

Τα μεροκάματα λιγόστεψαν, μαζί και το φαγητό, το οποίο πια δινόταν με το δελτίο, και τα δύο αδέλφια καταπιάστηκαν με το μικρό κοπάδι τους, τον κήπο τους και ένα κομμάτι χωράφι, που κατόρθωσε να κληρονομήσει ο πατέρας τους από τους δικούς του. Τις ατελείωτες χειμωνιάτικες μέρες κλείνονταν νωρίς νωρίς στο σπίτι τους. Τις καλοκαιρινές όμως, έμεναν στο χωράφι τους σε μια καλύβα που είχαν στήσει και το βράδυ έστηναν το γλέντι, μαζί με τους άλλους συνομήλικούς τους, δίπλα στην άλωνα, λίγα μέτρα πιο πέρα από τον Άγιο Αντώνιο, το ερειπωμένο εκκλησάκι πάνω από την παραλία της Αχρούσας.

Ο πόλεμος τελείωσε, οι τελευταίοι κατακτητές αποχώρησαν και η γαλανόλευκη απλώθηκε πάνω από τον τόπο τους και πάλι. Μα ο τόπος δεν ηρέμησε. Ο εμφύλιος μοίρασε και πάλι τους ανθρώπους, άλλοι έφυγαν για το βουνό και άλλοι κλήθηκαν να υπηρετήσουν τον εθνικό στρατό. Τα νέα για τις νίκες της μιας πλευράς διαδέχονταν οι ειδήσεις για τις νίκες της άλλης πλευράς, μα οι νεκροί και οι αγνοούμενοι, όλοι τους ήταν από τον ίδιο τόπο, κάποια μάνα από το χωριό έκλαιγε για το χαμό του δικού της παιδιού.

Ήταν καλοκαίρι του 1948, δεκαπενταύγουστος, όταν ο δεκαοχτάχρονος πια Νικολής, με την παρέα του ανέβηκαν στο χωριό για τον εορτασμό του μεγάλου πανηγυριού.

Στο χοροστάσι, έξω από την εκκλησία, εκείνο το ίδιο βράδυ, οι ματιές τους συναντήθηκαν, για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Ελάχιστα δεύτερα του λεπτού, που έμελλαν να καθορίσουν όλη τους τη ζωή. Εκείνη στα δεκαπέντε, σχηματισμένη πια γυναίκα, με τη δροσιά της πρώιμης νιότης της. Το περίεργο ήταν ότι δεν την έβλεπε για πρώτη φορά, δεύτερη ξαδέλφη του ήταν εξάλλου, είχαν βρεθεί πολλές φορές στην ίδια παρέα, είτε παίζοντας κυνηγητό όταν ήταν πιο μικροί είτε πάλι στα πανηγύρια του χωριού τα τελευταία χρόνια. Μα αυτή η ματιά, εκείνο το βράδυ του έκαψε την καρδιά.

Με την εικόνα της στο μυαλό του ξυπνούσε, ξετέλευε τις καθημερινές του δουλειές και με την ίδια εικόνα έπεφτε το βράδυ για ύπνο. Εικόνα ιδανική, η μόνη αγάπη που μπορούσε να υπάρξει, την εξύψωσε στα ψηλότερα σκαλοπάτια, εκεί που συναθροίζονταν μόνο, οι αγνές και άγιες θηλυκές υπάρξεις που μπορούσε να γνωρίζει. Κι όταν τα βράδια γλεντούσε με την παρέα του, το τραγούδι του φανέρωνε όλον τον πόνο που κουβαλούσε στη ψυχή για τη μυστική του αγάπη. Σε κανέναν δεν είχε εξομολογηθεί, τον έρωτα του για τη Μαριάνθη, τη δευτεροξαδέλφη του.

Μέσα στο χειμώνα κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του. Μια ελάχιστη εκπαίδευση και τον έστειλαν να συμμετάσχει στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα βουνά της Θεσσαλίας. Τον Αύγουστο του ’49 πολέμησε στον Γράμμο. Μέσα στη βουή του πολέμου, ανάμεσα στις μάχες και τις ανάπαυλες, μόνη του παρηγοριά η θύμηση της αγαπημένης του και τα τραγούδια του τόπου του, γεμάτα πόθο και νοσταλγία.

Όταν τελείωσε την πικρή αυτή υποχρέωση του, γύρισε στο χωριό του. Μόλις έκλεισε τα είκοσι ένα του, αποφάσισε να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Γνώριζε τις δυσκολίες του εγχειρήματος αυτού. Ήτανε φτωχός κι εκείνη διέθετε περιουσία. Ένας απλός μεροκαματιάρης όπως κι ο πατέρας του κι αυτή προικισμένη με σπίτι δικό της και λιόφυτο με εκατό ρίζες, δίπλα στη θάλασσα, λίγο πιο πέρα από το εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής. Ήταν όμως δυνατός, ετοίμαζε ήδη τα χαρτιά του για την Αμερική – τη γη της επαγγελίας -, όπως έκαναν και οι περισσότεροι φίλοι του και φαινόταν ότι με τις αλλαγές που έφερε ο πόλεμος, τα σκληρά ήθη του τόπου του χαλάρωναν. Τέλος πίστευε, ότι κι η Μαριάνθη, θα βοηθούσε λίγο την κατάσταση. Σε κάποιους χορούς, που χόρεψαν δίπλα, τα χέρια και οι ματιές τους, μαρτυρούσαν και το δικό της ενδιαφέρον.

Διαψεύστηκε όμως με τον πιο σκληρό τρόπο. Όταν έστειλε μια θεία του για τα προξενιά, του διεμήνυσαν ότι την κόρη τους δεν την είχαν για έναν “παρακατιανό” όπως αυτόν, αλλά για κάποιον ευκατάστατο, για κάποιον με πτυχίο ή για κάποιον με ισάξια περιουσία. Η κοινωνική του θέση, τον καθιστούσε “ανάξιο” της.

Όπως ήταν φυσικό, την πεποίθηση του ότι σε λίγο καιρό θα ήταν δίπλα στην αγαπημένη του, τη διαδέχτηκε η απελπισία και ο πόνος. Όλα γύρω του ήταν μαύρα, τίποτε δεν τον συγκινούσε, μόνη του διέξοδος το εισιτήριο που έβγαλε για την Αμερική. Στη Νέα Υόρκη, εκεί που παροικούσαν και οι υπόλοιποι συγχωριανοί του βρήκε καταφύγιο. Έμενε σε ένα δωμάτιο με άλλους τρεις. Δούλευε λαντζέρης σε ένα εστιατόριο ενός πατριώτη του, δώδεκα ώρες δουλειά, έξι ημέρες την εβδομάδα. Σκληρή η δουλειά, καθόλου χρόνος για διασκέδαση, ίσα ίσα που προλάβαινε να ξεκουραστεί. Καθημερινά η μόνη του διαδρομή που έκανε ήταν από σπίτι στη δουλειά και πίσω. Οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη και αυτός πέρα από τα πιάτα που καθημερινά έπλενε, δεν προλάβαινε να γευτεί τίποτε άλλο από τη μεγαλούπολη που ζούσε τρία χρόνια πια.

Την Μαριάνθη την έφερνε καθημερινά στη σκέψη του. Πίστευε ότι τίποτε δεν χάθηκε, ότι μια μέρα θα την παντρευόταν στην κεντρική εκκλησία του χωριού του, εκεί που για πρώτη φορά ράγισε η καρδιά του για τα μάτια της. Είχε πειστεί ότι αυτό που έπρεπε να αλλάξει ήταν η “κάστα” που τον είχε κατατάξει η μικρή κοινωνία του τόπου και το Αμερικάνικο όνειρο που πιστά υπηρετούσε τα τελευταία χρόνια στη Νέα Υόρκη μπορούσε να τον βοηθήσει σε αυτό. Οι πολλές ώρες ασταμάτητης δουλειάς και τα ελάχιστα προσωπικά του έξοδα, είχαν ως αποτέλεσμα γρήγορα να αρχίσει να σχηματίζει ένα αξιόλογο κομπόδεμα. Μετά από πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς είχε μαζέψει αρκετά χρήματα, ώστε να γυρίσει στον τόπο του με το πορτοφόλι γεμάτο για να “θαμπώσει” εκείνους που τον απέρριψαν ως μη άξιο τους. Το κολλαριστό δολάριο ήταν η καλύτερη απόδειξη επιτυχίας στον φτωχό τόπο του. Αυτό όμως δεν τον ικανοποιούσε. Ήθελε, την ημέρα που θα διάβαινε την πόρτα της αγάπης του, να είναι πραγματικά πλούσιος. Θα τη ζητούσε, όχι απλώς με το πορτοφόλι γεμάτο αλλά μ
ε καταθέσεις και ακίνητα, τέτοια που να μην μπορούν να τον διώξουν ξανά από το σπίτι τους.

Ο στόχος του αυτός έγινε εμμονή. Ξυπνούσε κάθε πρωί και πήγαινε για ύπνο κάθε βράδυ και το μόνο που συλλογιζόταν ήταν πως θα γίνεται η περιουσία του πιο μεγάλη. Παραδόξως στο σκοπό του, άθελα της, είχε βρει σύμμαχο του την ίδια την Μαριάνθη, η οποία κατά ανεξήγητο τρόπο παρέμενε ανύπαντρη. Αυτό, ο Νικολής, το εκλάμβανε ως ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η αγάπη του τον περίμενε. Κι όσο μάθαινε ότι η Μαριάνθη απέρριπτε τα προξενιά που της πήγαιναν, τόσο παρέτεινε το χρόνο που θα πήγαινε να τη ζητήσει, ώστε να μεγαλώσει κι άλλο την περιουσία του.

……………………………………………………………………

Τα χρόνια πέρασαν, είχε αποκτήσει δικό του εστιατόριο, βιβλιάριο με πολλές χιλιάδες δολάρια, διαμερίσματα που είχε αγοράσει στη Γλυφάδα και τον Πειραιά, η Μαριάνθη ήταν ακόμα ανύπαντρη, τα προξενιά που άλλοτε της πήγαιναν, εδώ και καιρό είχαν σταματήσει πια…

Σαρανταοχτώ χρόνων ήταν πια, όταν θεώρησε ότι η περιουσία του ήταν αρκετή για να ζητήσει και πάλι τη Μαριάνθη. Αρχές Αυγούστου ήταν στο χωριό. Τον φιλοξενούσε στο πατρικό τους, η μεγάλη του αδελφή, παντρεμένη και με εγγόνια πια. Τα άλλα του αδέλφια ζούσαν, με τις οικογένειες τους στην Αθήνα. Οι γονείς τους από καιρό είχαν πεθάνει. Λογάριαζε, να ζητήσει τη Μαριάνθη πριν από τον δεκαπενταύγουστο, ώστε την ημέρα του πανηγυριού να σύρει το χορό με την αγαπημένη του στο πλάι. Εκείνη ζούσε με τη μητέρα της, οι δυο τους απόμειναν μόνες τους στο σπίτι που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Ο πατέρας της είχε πεθάνει, τα αδέλφια και οι αδελφές της είχαν σκορπίσει στην Κρήτη, στον Πειραιά και την Αμερική.

Αυτή τη φορά δεν θα έστελνε προξενιά, θα πήγαινε ο ίδιος. Κυριακή απόγευμα ήταν, έβαλε το καλό του το κουστούμι, το χρυσό του το ρολόι, έσυρε από τη βαλίτσα το δαχτυλίδι με το διαμάντι που θα φορούσε στο δάχτυλο της Μαριάνθης, το έβαλε στην τσέπη του και ξεκίνησε. Στο δρόμο σιγομουρμούριζε ένα ερωτικό σκοπό το οποίο διέκοψε μόνο όταν πέρασε μπροστά από το κεντρικό καφενείο για να χαιρετίσει τους θαμώνες του. Ένας παλιός φίλος τον προσκάλεσε για να τον κεράσει αλλά ο Νικολής ευγενικά αρνήθηκε λέγοντας ότι είχε μια πολύ σοβαρή δουλειά που δεν έπαιρνε αναβολή.

Δεν χρειάστηκε να κτυπήσει την πόρτα. Η Μαριάνθη με τη μητέρα της καθόταν στην αυλή του σπιτιού τους, κάτω από την δροσερή κληματαριά. Από το ραδιόφωνο που ήταν στο περβάζι του παραθυριού ίσα ίσα ακούγονταν τα τελευταία σουξέ της εποχής. Ολόγυρα τους μικρές και μεγάλες πήλινες γλάστρες με κάθε λογής λουλούδια. Η μυρουδιά του βασιλικού διακρινόταν εύκολα, κάποιο χέρι τον είχε χαϊδέψει λίγο πριν. Στο τραπέζι υπήρχαν δύο φλιτζανάκια του καφέ, δυο νεροπότηρα με μια κανάτα νερό και ένα μισοτελειωμένο εργόχειρο με κάμποσες χρωματιστές κουβαρίστρες.

Αφού τις χαιρέτησε, δίχως να περιμένει την πρόσκληση τους πέρασε μέσα και κάθισε στην άδεια καρέκλα δίπλα στην αγαπημένη του. Αυτή αν και περίμενε την επίσκεψη του, ξαφνιάστηκε. Περίμενε πως, αν γινόταν ποτέ, θα προηγούνταν κάποια ειδοποίηση ή έστω κάποια συνάντηση σε κάποιο ουδέτερο χώρο. Για λίγο κάθισαν αμίλητοι. Ο ένας παρατηρούσε τον άλλο, προσπαθώντας να μαντέψει την επόμενη στιγμή. Του Νικολή το πρόσωπο δίχως καμία ρυτίδα, με ματιά που άστραφτε από την χαρά, με λίγες μόνο άσπρες τρίχες στους κροτάφους του, σίγουρος για τον εαυτό του. Η Μαριάνθη αν και δεν είχε προβεί σε καμιά από εκείνες τις ετοιμασίες που επιβάλει η γυναικεία κοκεταρία, ήταν σαν να μην την είχε ακουμπήσει χρόνος. Πρόσωπο λείο και λαμπερό, τα μαλλιά της ριγμένα στο πλάι, έντονα μαύρα, τα μάτια της λαμπερά αν και θαρρείς λίγο υγρά, τα χείλη της τρεμόπαιζαν σαν κάτι να ήθελαν να πουν… αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε.

Τη σιωπή έσπασε η μητέρα της. Πρόσταξε την κόρη της να πάει να φτιάξει ένα καφέ για τον επισκέπτη τους. Η Μαριάνθη ευθύς σηκώθηκε. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, αμέσως τον ρώτησε ποιος ο λόγος αυτής της ξαφνικής επίσκεψης. Ρώτησε αν και ήξερε.

-Θα σου απαντήσω όταν θα ‘ναι και η κόρη σου εδώ…

Κάθισαν αμίλητοι. Ο Νικολής ακόμα δεν είχε ξεπεράσει το γεγονός, ότι η γυναίκα που καθόταν απέναντι του, ήταν εκείνη που τον είχε χαρακτηρίσει ως παρακατιανό, ανάξιο για την κόρη της, πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια. Τώρα που αυτός είχε κερδίσει τα πλούτη κι όλοι οι συγχωριανοί του ανταγωνίζονταν για τη συμπάθεια του και μόνο, της έδινε το μήνυμα της δικής του δύναμης.

Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε η Μαριάνθη με το δίσκο στο χέρι. Τον ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά του και κάθισε στην καρέκλα της. Δίχως καμία παραπέρα αργοπορία, ο Νικολής της φανέρωσε το σκοπό της επίσκεψης του. Δεν παρέλειψε να αναφέρει την απόρριψη που δέχτηκε όταν την πρωτοζήτησε, τον αγώνα που έδωσε στην Αμερική όλα τα προηγούμενα χρόνια για να αποκτήσει όλη την τεράστια περιουσία του και κατέληξε λέγοντας της ότι μια ανέμελη ζωή, δίχως καμία σκοτούρα και με περίσσια αγάπη την περίμενε δίπλα του.

Όσο αυτός μιλούσε, η Μαριάνθη κρατούσε χαμηλωμένο το κεφάλι της, ώστε τα μάτια της να μην συναντήσουν τα δικά του. Μετά βίας κρατούσε τα δάκρυα της. Όταν τελείωσε τον κοίταξε ίσα στα μάτια. Με την ανάστροφη της παλάμης της μάζεψε τα λιγοστά δάκρυα που της είχαν ξεφύγει.

-Ήλθες αργά, αργά, είναι πια πολύ αργά!

Σηκώθηκε από τη θέση της, έσυρε τη καρέκλα να ακουμπήσει στο τραπέζι και χάθηκε μέσα στο σπίτι.

Ο Νικολής έμεινε αποσβολωμένος για κάμποσα λεπτά. Η μάνα της Μαριάνθης μια κοίταζε τον άντρα που καθόταν άσπρος σαν το χαρτί απέναντι της και μια την πόρτα, πίσω στην οποία εξαφανίστηκε η κόρη της. Σηκώθηκε κι αυτή και χάθηκε μέσα στο σπίτι. Στο μυαλό του Νικολή οι εικόνες της ζωής του διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο πόνος της πρώτης απόρριψης, το φευγιό του στην Αμερική, η πρώτη του δουλειά, τα μερόνυχτα που ξόδεψε στις κουζίνες της Νέας Υόρκης, το εστιατόριο του, οι γυναίκες που απέρριψε, οι ατέλειωτες ώρες μοναξιάς του… και σε όλες αυτές, κάπου στην άκρη βρισκόταν η Μαριάνθη.

“Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης.”

Η δεύτερη αυτή απόρριψη ήταν πολύ βαριά. Όλα γκρεμίστηκαν μέσα του. Όσα έκτισε με την αξιοσύνη του και όσα ονειρεύτηκε για το μέλλον του… όλα, μα όλα… σε μια στιγμή… έπαψαν να έχουν κάποια σημασία.

Σηκώθηκε από τη καρέκλα που καθόταν, ζαλισμένος από τον πόνο και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο σπίτι της αδελφής του. Κλείστηκε στο δωμάτιο του, ετοίμασε τη βαλίτσα του και κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Όλο το βράδυ κοίταζε έξω, το χωριό του. Παρατηρούσε ένα ένα τα σπίτια και αναλογιζόταν την ιστορία που έκλεινε το καθένα μέσα στους τοίχους του. Τις οικογένειες που είχαν μεγαλώσει μέσα σε αυτά, τους γάμους που έγιναν, τα παιδιά και τα εγγόνια που μεγάλωναν στις αυλές τους. Όταν η ματιά του έφτασε στο σπίτι της Μαριάνθης, το προσπέρασε για το διπλανό… μα ήταν πια πολύ αργά.

Το άλλο πρωί αποχαιρέτησε τους δικούς του, κατέβηκε στο σταθμαρχείο και επιβιβάστηκε στο τρένο για την πρωτεύουσα. Σε λίγες μέρες ήταν στην Αμερική, πούλησε όλη την περιουσία του, γύρισε στην Αθήνα, πήγε σ΄ ένα συμβολαιογράφο και ότι είχε αποκτήσει τόσα χρόνια τα μοίρασε στα ανίψια του. Το ίδιο βράδυ έφυγε για το μοναστήρι, μετά από ένα χρόνο εκάρη μοναχός και τα τελευταία είκοσι χρόνια εγκαταβιώνει μονάχος του στο κελί του Οσίου Ονούφριου, το οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ, μέχρι που πέθανε.

 

* O Βασίλειος Διακοβασίλης, μάχιμος δάσκαλος εδώ και 30 χρόνια, Γεννήθηκε το 1962 στην Αυστραλία, μεγάλωσε στην Κάρπαθο και τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στις Σέρρες. Κάποτε το μυαλό γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, σκέψεις, συναισθήματα… τα οποία θέλουν να δραπετεύσουν. Διεξοδος τους, η γραφή μου!