του Μηνά Αλ. Αλεξιάδη
Οι δράκοι και οι δράκοντες είναι μυθικά πλάσματα ̶ τέρατα, πολύ μεγάλων διαστάσεων (συνήθης παράστασή τους είναι ως φίδια, σαύρες, θηρία κ.λπ.), που έχουν φτερά νυχτερίδας, αγκαθωτή ουρά και βγάζουν φωτιές από τα στόματά τους.
Τα τέρατα αυτά αποτελούν αντικείμενο θρύλων και παραδόσεων, παραμυθιών, δημοτικών τραγουδιών, συναξαρίων αλλά και ταξιδιωτικών αφηγήσεων. Αν και κανένας από τους ανθρώπους δεν τα έχει δει (ο άνθρωπος γνωρίζει διάφορα είδη φιδιών), χρησιμοποιήθηκαν στη θρησκεία, την αλχημεία, στη σύνθεση των οικοσήμων (εραλδική) και αλλού. Οι δράκοι και οι δράκοντες είναι γνωστοί στις παραδόσεις και τους πολιτισμούς όλων των λαών της γης.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τις λέξεις δράκων, δράκοντες, για να ονοματίσουν προπάντων τα τεράστια ερπετά, που τελικά είχαν μορφή φιδιού, ενώ σε άλλους λαούς, π.χ. της Μέσης Ανατολής, τα τέρατα αυτά ήταν επίσης φιδόμορφα, που, με το δάγκωμά τους, προκαλούσαν τον θάνατο και συμβόλιζαν πάντοτε το κακό. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, αν και αποδέχονταν τη δύναμη των μυθικών αυτών τεράτων με κακό αποτέλεσμα, δεν ήταν λίγες οι φορές που θεωρούσαν ότι μπορούσαν να προκαλέσουν και καλό.
Στην επιστήμη της Λαογραφίας ως δράκοι ονοματίζονταν αρχαϊκοί θεοί, που εξέπεσαν από τις νεώτερες θρησκείες και επιβίωσαν κυρίως σε μύθους και παραμύθια.
Έτσι, μπορούμε να πούμε, ότι ο δράκος, που είναι μια χαρακτηριστικά εντυπωσιακή μορφή στα παραμύθια, είναι εξέλιξη του δράκοντα, του φιδόμορφου τέρατος της Ελληνικής Μυθολογίας. Κατά την εξέλιξη αυτή ο δράκος έγινε ανθρωπόμορφος. Μπορούμε να παρατηρήσουμε όμως εδώ, ότι οι δράκοι αυτοί παρουσιάζουν πάντοτε τα χαρακτηριστικά του δαίμονος, αφού είναι ανθρωποφάγοι και η κατοικία τους είναι σε δύσβατα μέρη του Κάτω Κόσμου.
Στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορα είδη παραμυθιών, που αναφέρονται σε δράκους ή δράκοντες. Το πιο διαδομένο όμως παραμύθι στον Ελληνικό Λαϊκό Πολιτισμό είναι του Δρακοντοκτόνου ήρωα (ή και Δρακοκτόνου), το οποίο στον διεθνή κατάλογο των παραμυθιών έχει ξεχωριστή θέση.
Σύμφωνα με το παραμύθι της Δρακοντοκτονίας, ένας δράκος ή δράκοντας, που μπορεί επίσης να είναι λάμια ή πολυκέφαλο θηρίο, κρατεί το νερό μιας πόλης και δεν αφήνει τους κατοίκους της να το πάρουν εκτός και αν του δώσουν, για να το κατασπαράξει, το πιο επιφανές πρόσωπο της πόλης αυτής.
Η κατακράτηση του νερού σχετίζεται με αρχαϊκές θρησκευτικές παραστάσεις, οι οποίες συνδέονται με ποτάμια, λίμνες και πηγές. Τα σημεία αυτά εξουσιάζονται από τα συγκεκριμένα φιδόμορφα τέρατα, μέχρις ότου ο ήρωας των παραμυθιών, με την υπερφυσική δύναμή του, τα εξολόθρευε πριν κατασπαράξουν το επιφανές πρόσωπο (συνήθως βασιλοπούλα).
Όλη αυτή η διαδικασία στο παραμύθι γίνεται με κάποια λογική βάση, με κάποια νομοτέλεια. Το υπογραμμίζω αυτό, γιατί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε στον κύκλο των παραμυθιολόγων η συζήτηση, αν και κατά πόσο η προφορική παράδοση είναι αυτή που διαμορφώνει το παραμύθι, ή, αντίθετα, το παραμύθι, όπως και άλλα πολιτιστικά αγαθά, προέρχονται από πάνω, από τη γραπτή παράδοση και, ακριβώς, όταν περάσει στη στοματική διαδικασία ενός αγράμματου λαού, αρχίζει να καταστρέφεται. Η θέση αυτή υποστηρίχθηκε προπάντων από τον Albert Wesselski. Αντικρούσθηκε όμως κυρίως από τον Walter Anderson. Ο Anderson υποστήριξε τη λογική που διέπει τις μεταβολές και εξελίξεις, οι οποίες πραγματοποιούνται μέσα στη λαϊκή παράδοση.
Συμπληρωματικά μπορούμε να πούμε ότι η λαϊκή παράδοση είναι εκείνη που διαμορφώνει την τελική μορφή του παραμυθιού, όπως γίνεται ακριβώς και στα παραμύθια της Δρακοντοκτονίας ή Δρακοκτονίας.