Η εκπαίδευση στο Όθος. Ο Μανώλης Μιχ. Λαγωνικός στον Γιάννη Ι. Χήρα

Η εκπαίδευση στο Όθος. Ο Μανώλης Μιχ. Λαγωνικός στον Γιάννη Ι. Χήρα

                             ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΟΘΟΣ ΚΑΡΠΑΘΟΥ

Απαντήσεις του πρώην γραμματέα της Κοινότητας Όθους Μανώλη Μιχ. Λαγωνικού (1922-2018) σε ερωτήσεις του ιστορικού ερευνητή Γιάννη Ι. Χήρα

          Επιμέλεια: Γιάννης Ι. Χήρας

«                     Τα μαθητικά μου χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο Όθους.                                                                    

     Στην πρώτη και στη δεύτερη τάξη είχαμε δυο δασκάλους: τον Μιλτιάδη Μαντινάο και τον Γιάννη Κοκκινίδη. Από το Όθος και οι δυο. Ο Μαντινάος φρόντιζε να τα έχει καλά με όλους. Ο Κοκκινίδης δεν τα βαστούσε τα παραπτώματα και τα καυτηρίαζε. Παράδειγμα: δυο δεύτερα ξαδέλφια δεν μπορούσαν να παντρευτούν γιατί ήταν αμαρτία. Η Μητρόπολη δεν έδινε άδεια. Αν όμως οι μελλόνυμφοι πλήρωναν μια χρυσή λίρα στη Μητρόπολη, δινόταν η άδεια και επιτρεπόταν να παντρευτούν. Ο Κοκκινίδης λοιπόν αυτό το καυτηρίαζε. Πώς γινόταν άμα δεν έδινες χρυσή λίρα να ήταν αμαρτία, και άμα έδινες χρυσή λίρα να μην ήταν αμαρτία; Και στο κάτω-κάτω ποιος την έπαιρνε αυτή τη χρυσή λίρα; Ο Θεός; Μα ο Θεός δεν έχει ανάγκη από χρυσάφι. Αυτό βέβαια είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσει αντιπάθειες με όλους αυτούς που θίγονταν τα συμφέροντά τους. Με τον Μητροπολίτη πρώτα-πρώτα, ο οποίος τον κακολογούσε. Και ήταν μεγάλη δουλειά να κακολογήσει ο Μητροπολίτης κάποιον. Ο κοσμάκης τον θεωρούσε ως αντιπρόσωπο του Θεού τον Μητροπολίτη. Είδε και απόειδε λοιπόν ο δάσκαλος, τα παράτησε και πήγε στον Πειραιά. Διορίστηκε εκεί δάσκαλος στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο. Μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε.

Στην τρίτη τάξη είχαμε πάλι δυο δασκάλους: τον Μιλτιάδη Μαντινάο που ήταν Οθείτης και τον Κων/νο τον Διακολιό από τα Σπόα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος πίστευε πως τα παιδιά, για να γίνουν άνθρωποι, έπρεπε να φάνε ξύλο. «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», έλεγαν. Τρώγαμε ξύλο από τους γονείς μας. Ο δάσκαλος ο Διακολιός φαίνεται πως ήταν θιασώτης αυτής της θεωρίας. Κάθε πρωί που έμπαινε στην τάξη, χωρίς να μας πει τίποτε, ούτε καλημέρα ούτε τίποτε, έτσι πηγαίνοντας στην έδρα χωρίς να γυρίσει να μας κοιτάξει καθόλου, έλεγε: «Όποιος δεν ξέρει το μάθημα να βγει έξω». Στην αρχή βγαίνανε ένας-δυο σκράπες έξω. Αυτούς τους φιλοδωρούσε με δυο χτυπήματα με τη βέργα του στην ανοιχτή τους παλάμη. Δυο στο ένα χέρι, δυο στο άλλο. Και ξεμπερδεύανε. Τώρα από τους άλλους που έμεναν μέσα, αν τα έχαναν από το φόβο τους ή αν από κάποια αιτία τα μπέρδευαν κατά την εξέταση, αυτοί έτρωγαν ξύλο που θα το θυμούνται ακόμη αν ζουν. Μπουνιές, κλωτσιές. Από το ένα ντουβάρι στο άλλο. Οπότε λοιπόν εμείς μάθαμε, και μόλις έλεγε «όποιος δεν ξέρει το μάθημα να βγει έξω», έβγαινε όλη η τάξη έξω. Βγαίναμε όλοι έξω. Στα σίγουρα. Να φάμε δυο χτυπήματα με τη βέργα στο κάθε μας χέρι, παρά να φάμε ύστερα της χρονιάς μας το ξύλο. Αυτός για τους γονείς μας ήταν καλός δάσκαλος. Θα έκανε ανθρώπους τα παιδιά τους.

Στην τετάρτη και στην πέμπτη τάξη είχαμε πάλι δυο δασκάλους: τον Μιλτιάδη Μαντινάο από το Όθος και τον Μανώλη τον Χαροκόπο από το Μεσοχώρι. Αυτός ο Χαροκόπος ήταν το αντίθετο του Διακολιού. Δε θυμάμαι ούτε μια φορά να χαστούκισε ένα παιδί. Αλλά με τον τρόπο του, με την ομιλία του, με την καλοσύνη του, μας έκανε να θέλουμε όλοι να ξέρουμε το μάθημα. Να είμαστε εντάξει απέναντί του.

Στην πέμπτη και στην έκτη τάξη είχαμε τρεις δασκάλους: τον Μιλτιάδη Μαντινάο πάλι, τον Γιάννη τον Κωνσταντινίδη από την Αρκάσα και κάποιον Κων/νο Νικολόπουλο από τη Νίσυρο. Αυτός ο Νικολόπουλος ήταν ένας νεαρός που είχε την ατυχία να πάρει το δίπλωμά του από το ιταλικό διδασκαλείο της Ρόδου. Και όπως δυσπιστούσαμε απέναντι σε καθετί το ιταλικό, τότε αυτόν τον άνθρωπο τον θεωρούσαμε ως ιταλόφρονα, επειδή είχε σπουδάσει στο ιταλικό διδασκαλείο της Ρόδου. Όλοι οι χωριανοί τον αποστρέφοντο. Εμείς οι μαθητές δεν του δίναμε σημασία. Δε νομίζω να καλοπέρασε στο Όθος τα χρόνια που ήταν εκεί. Ύστερα τον μεταθέσανε στην Όλυμπο.

Το σχολείο όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τον Κ. Διακολιό στεγαζόταν σε διάφορα κατάλληλα κτίρια που τα νοίκιαζαν. Από την τρίτη τάξη και πάνω, δηλ. από του Κ. Διακολιού τη θητεία και πάνω, στεγαστήκαμε σε σχολείο που το είχαν κτίσει οι χωριανοί μας με τη βοήθεια των συλλόγων μας του εξωτερικού.

Ημιγυμνάσιο Όθους

Στο Απέρι δεν είχα την τύχη να μαθητεύσω. Ο Αριστοτέλης ο Σταυράκης τότε, φιλόλογος και άεργος, δεν ξέρω πώς τα κατάφερε να πάρει άδεια να δημιουργήσει Ημιγυμνάσιο στο Όθος. Πρώτη και δευτέρα Γυμνασίου – εβδόμη και ογδόη τάξη τις λέγαμε τότε – ήρθαν και άλλα παιδιά από τις Πυλές και από τη Βωλάδα και μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά παιδιά. Η τάξη στεγαζόταν στο γραφείο του σχολείου. Τις άλλες τρεις μεγάλες αίθουσες τις χρησιμοποιούσε το Δημοτικό Σχολείο. Είχαμε τότε γύρω στους 120 μαθητές στο Δημοτικό Σχολείο. Τώρα τι Γυμνάσιο ήταν αυτό που ένας καθηγητής φιλόλογος  έκανε όλα τα μαθήματα; Τα ελληνικά, τα μαθηματικά, τη φυσική, ακόμη και τη γυμναστική…  Ε, ξέρω και γω; Πάντως κάτι ωφεληθήκαμε».