Εν πλω για το Αϊδίνι

Εν πλω για το Αϊδίνι

του Ανδρέα Ηλία Μακρή

Στο Αϊδίνι της Ανατολής -πόλη τριάντα χιλιάδων κατοίκων μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922- ζούσαν ειρηνικά με τους Τούρκους, συμπαγής πληθυσμός δεκαπέντε περίπου χιλιάδες Ελλήνων, με την Καρπαθιακή παροικία -Απεριτών κυρίως-ακμάζουσα και σφριγηλή από εμπόρους, ξακουστούς εργολάβους, αρχιμάστορες χτίστες, μαραγκούς, σοβατζήδες, λατόμους, μέχρι φιλόπονους καλλιεργητές της καρπερής γης, με τα αφράτα κοκκινοχώματα της Ιωνίας.

Ο καπετάν-Μανωλάκης Μαστροπαναγιώτης1 για χρόνια κρατούσε με το ιστιοφόρο του την ακτοπλοϊκή γραμμή: Πηγάδια – Χάλκη – Ρόδο – Κω – Κουσάντασι (Αλικαρνασσός) μεταφέροντας εφόδια, σοδιές, Καρπάθιους ταξιδευτές και εποχικούς μετανάστες στο πήγαινε-έλα με την Ανατολή. Από εκεί (γ)καμηλιέρηδες τους πήγαιναν στο Αϊδίνι (εκατό περίπου χιλιόμετρα μακριά) να καταλήξουν στο χάνι του Μουσταφά Πασά, του Χατζή Χαλίλ ή του Δελέρ Χαν.

Σ’ ένα από τα πολλά ταξίδια του, ανάμεσα στους άρρενες επιβάτες έτυχε να συνταξιδεύουν και τρεις ομορφογυναίκες Απερίτισσες. Η Χατζήδενα-Καλλίτσα Εμμ. Σακέλλη το γένος Μιχαήλ Χουβαρδά, γυναίκα ψηλή, ασπρουλιάρα και γαλανομάτα (γιαγιά της μητέρας μου), η Σεβαστούλα Παπαγιώργη, γυναίκα του Χρυσού από δεύτερο γάμο, και η Σεβαστούλα Διακονή (γιαγιά του Νίκαρη Εμμ. Πρωτόπαπα) κι αυτές ψηλές, αλλά μελαχρινές και καστανομάτες.

Εν πλω για το Κουσάντασι2 το ιστιοφόρο του καπετάν-Μανωλάκη προσορμίσθηκε αρόδο σε ερημικό ακρογιάλι στα Μικρασιατικά παράλια, όπως το συνήθιζε, να πάρει νερό, να αγοράσει ντόπιο αρνί να τραπεζώσει τους επιβάτες και το πλήρωμα. Ο καπετάνιος με τη μικρή βάρκα του ιστιοφόρου, αποβιβάσθηκε στην ακτή. Πήρε μαζί του τις τρεις επιβάτισσες και κατέληξαν στο μοναδικό καφενεδάκι του οικισμού, ιδιοκτησίας ενός καλοκάγαθου ανατολίτη. Ο καπετάν-Μανωλάκης άρχοντας σωστός, προμηθεύτηκε από τον καφετζή ένα καλοθρεμμένο «μερωτάρι»3. Εκεί στην ακροθαλασσιά οι τρεις Καρπαθιές άναψαν πρόχειρα φωτιά κι άρχισαν αμέσως το ψήσιμο του κουφαριού. Προηγουμένως σαν καλές νοικοκυρές ξεχώρισαν τα σωθικά του: συκωταριά, πνευμόνια, σπλήνα κι άντερα, εδέσματα προς κατανάλωση τις επόμενες μέρες, στη «φωού» τηγανισμένα επί του καταστρώματος του ιστιοφόρου.

Ξαφνικά κι απ’ το πουθενά, νά σου τρια σπιθαμιαία «ταγκαλάκια»4 στα φυσεκλίκια χιαστή αρματωμένα, άνθρωποι επίβουλοι και δόλιοι. Το φρικώδες της υπόθεσης είναι ότι στη θέα των τριών όμορφων γυναικών, γυάλισε το μάτι τους. Αγύρτες, λεροί, πνιγμένοι στις βρόμικες γενειάδες, oι σμιχτοφρύδηδες «ορέχτηκαν» τις όμορφες Καρπαθιές κι άρχισαν στο μιλητό τη μεταξύ τους μοιρασιά. Στο δε καπετάν-Μανωλάκη επιφύλασσαν κρέμασμα στο γεροπλάτανο της μικρής πλατειούλας. Ευτυχώς το καλό ανθρωπάκι ο καφετζής, πήρε έγκαιρα χαμπάρι τις εγκληματικές τους προθέσεις και κρυφά δασκάλεψε τον καπετάνιο να φύγει, να σαλπάρει αμέσως γιατί ο κίνδυνος με τα ρεμάλια, ήταν προ των θυρών.
«Μα, για τ’ όνομα του Θεού!»
αντέδρασε, ποιός; O δίμετρος καπετάν-Μανωλάκης, η επιτομή του θάρρους. Aναλογιζόμενος όμως το εφιαλτικό σενάριο δεν είχε την παραμικρή διάθεση μοιρολατρικής υποταγής. Τον έπιασε σύγκρυο, άσχετα αν τους έδινε μια σφαλιάρα θα πήγαινε η μισή χαμένη. Ως γνήσιος όμως απόγονος του πανούργου Οδυσσέα, για να παραμερίσει τις ανησυχίες του, «άοπλος» βλέπεις, και να ξορκίσει τους φόβους του, ολομόναχος! βρήκε ευλογοφανές επινόημα να το σκάσει. Θα ήταν άλλωστε ολέθριο σφάλμα να μην το πράξει.
Προλειαίνοντας το φευγιό και προσποιούμενος πως τάχατες αγνοούσε τις προθέσεις τους (όχι παίζουμε, τι ήταν, πρωτόπειρος μούτσος;) πλησίασε φιλικά δήθεν τους ληστές με το εντυπωσιακό κι αγέρωχο παρουσιαστικό του και τους είπε ότι στο καράβι έχει μπόλικο κρασί και πάει να το φέρει. Kίνηση διπλού συμβολισμού. Φιλόφρονα δήθεν συναισθήματα, αλλά και στάχτη στα μάτια για τις πραγματικές του προθέσεις.

Οι Τούρκοι τον πίστεψαν (ποιος τους αρνείται την αφέλεια) κι ο καπετάνιος
απελευθερωμένος αλλά έντονα προβληματισμένος, πέρασε δίπλα από τις Καρπαθιές που εντωμεταξύ ετοίμαζαν το ψήσιμο του αρνιού. Για να μην πανικοβληθούν κι αρχίσουν τις υστερίες, τις προέτρεψε επιτακτικά να τα μαζέψουν όπως-όπως γρήγορα, αθόρυβα και διακριτικά με μισοψημένο έστω το αρνί -ίσα που ρόδιζε το κρέας- γιατί δήθεν «χάλασε ο καιρός απότομα» και να επιβιβασθούν αμέσως στη βάρκα.

Με αστραπιαία ενέργεια, αφού επιβίβασε τις τρεις συντοπίτισσες έδωσε μια σπρωξιά της βάρκας και με μια «αλλά τζόβενο» δρασκελιά, πέρασε την κουπαστή. Έπιασε αμέσως τα κουπιά λάμνοντας «πρόσω ολοταχώς» να απομακρυνθεί πάση δυνάμει γρήγορα από την ακτή. Μόλις πλεύρισε στο ιστιοφόρο, διέταξε τα παλικάρια του, καπεταναίους Γιώργη και Μιχάλη να βιράρουν γρήγορα την άγκυρα, να ανοίξουν πανιά και να ξανοιχτούν πλησίστιοι στο πέλαγο, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Tα τρία «ταγκαλάκια» είδαν κι απόειδαν να περιμένουν το…κρασί. Πολύ αργά πήραν χαμπάρι την πανουργία του καπετάν-Μανωλάκη κι εξαγριωμένοι άρχισαν τις μπαλωθιές προς τη μεριά του. Οι άστοχες σφαίρες σφύριζαν αβλαβώς πάνω από το καράβι. Τότε μόνο οι τρεις Καρπαθιές κατάλαβαν τον κίνδυνο που διέτρεξαν κι άρχισαν τα γνωστά:
«Ωχου, καλέ, θα λωλαθώ!»
αλλά ο καπετάνιος είχε ήδη ξανοιχτεί στο πέλαγος ασφαλής, σαν να παράγγελνε στους Τσέτες:
«Χαιρετάτε μου τον πλάτανο και καπετάν-Μανωλάκη, καρτεράτε…»

Άνευ ετέρου συγκλονιστικού απροόπτου -δόξα Σοι ο Μεγαλοδύναμος- το ταξίδι είχε αίσιον και ευτυχές τέλος. Οι επιβάτες σώοι και αβλαβείς αποβιβάσθηκαν στο Κουσάντασι, έχοντας εν μέσω πελάγει καταβροχθίσει το τρυφερό κρέας του αρνιού και τα εντόσθια, μεζελίκια αχνιστά δίχως την παραμικρή φύρα στο τηγάνι μαγειρεμένα, με συνοδεία εκλεκτού μπαλουξίδικου5 κρασιού του περίφροντι καπετάνιου.
____________________
1. Καραβοκύρης πληθωρικός στο ανάστημα, μεγάλος κτηματίας και οινοπαραγωγός! Κάτοχος πενήντα τόσα στρέμματα σιτοβολώνες στη «Λάστο». Είκοσι στρέμματα αμπελώνες στο «Λιμνιάτη». Στα κελάρια του για ωρίμανση, τα βαρέλια γεμάτα με κρασί δικής του παραγωγής. Ως γνωστόν φιλόξενη γωνιά και «Εντευκτήριο» των λογίων της εποχής. Ακολουθεί έμμετρη σχετική αναφορά σε άπταιστη καθαρεύουσα Πηλιάτη δασκάλου:

«Φίλτατε μοι καπετάνιο / μια παράκληση σου κάνω,
Το τσουβάλι το τσιμέντο / πούλησέ το στο μoμέντο.
Κι αν θέλεις να ‘ναι, νέτα / στείλε μου καπνό πακέτα.
Ταύτα τσαι σε χαιρετώ / τσαι συγγνώμη σου ζητώ,
εγώ της παλιάς παρέας / Ασλανίδης ο Ανδρέας».
Πηλές: 1η Ιουλίου (νέου ημερολογίου) 1922
2. Αρχαία Έφεσος.
3. Αρνάκι γάλακτος.
4. Tσέτες, άτακτοι στρατιώτες που προέρχονταν από άλλες περιοχές της Μικρασίας, φόβος και τρόμος, ακόμη και των φιλήσυχων ομοεθνών τους!
5. Πηγαδιώτικο.

Από το τελευταίο μου βιβλίο εκ 450 σελίδων: «ΠΟΤΙΔΑΙΕΩΝ! ΕΥΘΥΜΑ, ΣΟΒΑΡΑ & ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ». Οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να το αγοράσουν από το βιβλιοχαρτοπωλείο του Ντίνου Δημ. Λάμπρου

στο «Κονάκι», στα Πηγάδια.