Διήγημα: “Ένα πικάπ με περίμενε στη γωνία….”

Διήγημα: “Ένα πικάπ με περίμενε στη γωνία….”

Του Βασιλείου Διακοβασίλη από το www.fractalart.gr

Αρχές της δεκαετίας του 70. Το χωριό αισθάνεται υπερήφανο. Στην πλατεία του έχει αράξει, ένα ολοκαίνουριο, αστραφτερό λεωφορείο. Ιδιοκτήτης του, ο Μιχάλης, ένας από τους πιο αγαπητούς συγχωριανούς μας. Τις καθημερινές θα εκτελούσε τα τακτικά δρομολόγια, τις Κυριακές όμως θα μας “κατέβαζε” στη θάλασσα. Αν και το χωριό μας ήταν σε νησί, ήταν κτισμένο ψηλά στο βουνό. Καρφωμένο κάτω από τη βραχώδη κορυφογραμμή που έκρυβε το Αιγαίο, τη διαρκώς υγρή από το δροσερό μπονέντη. ξεπρόβαλε μέσα από πράσινα περιβόλια. Τη θάλασσα την αντικρίζαμε μόλις στα τρία χιλιόμετρα μπροστά μας, ο φιδίσιος χωματόδρομος όμως την απομάκρυνε πολύ περισσότερο. Τα αυτοκίνητα ελάχιστα, δεν είχαμε αποκτήσει ακόμα τη συνήθεια να πηγαίνουμε θάλασσα κάθε μέρα, τότε όλα ήταν διαφορετικά.. Έτσι, με κρυφή αγωνία, όλοι μας περιμέναμε την Κυριακή, την ημέρα που θα επιβιβαζόμαστε στο λεωφορείο για να πάμε στο Φοινίκι…

Επιβάτες της τελευταίας στιγμής δεν υπήρχαν. Από τα μέσα της εβδομάδας, περιφερόταν από σπίτι σε σπίτι, ο κατάλογος στον οποίο έπρεπε να εγγραφείς, για να έχεις δικαίωμα στην εκδρομή της Κυριακής. Καμιά εξηνταριά άτομα, μικροί μεγάλοι, όλοι κι όλοι… Δύο “κατηγοριών” οι εκδρομείς. Από τη μια οι μανάδες με τα παιδιά τους και από την άλλη η νεολαία του χωριού, μαζί ντόπιοι, Αθηναίοι και “Αμερικανάκια”. Γι’ αυτούς τους τελευταίους είχαμε κι άλλα επίθετα, όπως “φρίσμπιδες”, από το γνωστό παιχνίδι που κουβαλούσαν μαζί τους ή αν ήσουν φοιτητής, τους ονόμαζες: “ο 6ος στόλος”. Από τη μια τσάντες, σωσίβια, ταπεράκια με κεφτεδάκια, τηγανητές πατάτες και κολοκυθάκια και από την άλλη πετσέτα ριγμένη στον ώμο και ανεμελιά.

Στο λεωφορείο ποτέ δεν τσακώθηκε κάποιος για το που θα καθίσει. Εκτός από τις μπροστινές θέσεις. Αυτές τις 5 μπροστινές θέσεις. Αυτοί που θα κάθονταν σε αυτές είχαν το προνόμιο της διαχείρισης του μουσικού ρεπερτορίου της διαδρομής. Είχαν πρόσβαση στο πικάπ του λεωφορείου και τη θήκη με τα 45άρια. Οι επιλογές πολλές αλλά ο χρόνος της διαδρομής περιορισμένος. Δέκα, άντε δώδεκα το πολύ τραγούδια ήταν η διαδρομή ως το λιμανάκι του Φοινικιού, με τη συνήθως γεμάτη φύκια παραλία.

Πολλές φορές τρύπωνα κι εγώ κάπου εκεί, στο διάδρομο ή τα σκαλοπάτια της μπροστινής πόρτας, για να μπορώ απλά και μόνο να παρακολουθώ την όλη διαδικασία της επιλογής των τραγουδιών που θα έπαιζε το πικάπ στη σύντομη διαδρομή. Άνοιγε η πλαστική δισκοθήκη, με τις σελίδες των δίσκων, ξεφυλλιζόταν γρήγορα γρήγορα και τα επιλεγμένα σαρανταπεντάρια έβγαιναν και στοιβάζονταν δίπλα στο κατακόκκινο πικάπ. Λίγο προτού ξεκινήσει το λεωφορείο, είχε επιλεγεί το πρώτο τραγούδι, και ήδη ακουγόταν από τα μικρά ηχεία της οροφής. Τα πρώτα τραγούδια επιλέγονταν εύκολα. Όλοι συμφωνούσαν με τη μία γι΄ αυτά, είτε με ένα νεύμα είτε με επιδοκιμαστικά σχόλια. Τα δύσκολα άρχιζαν μετά το έβδομο – όγδοο δισκάκι. Τότε έπρεπε να ικανοποιηθούν και οι προσωπικές επιλογές των καθενός, που είχε έγκαιρα πιάσει μια από τις μπροστινές θέσεις. Τον τελικό λόγο όμως τον είχε σχεδόν πάντα, ο τυχερός ή η τυχερή που κρατούσε την πλαστική δισκοθήκη.

Και άρχιζε το ταξίδι. Το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο. Όλα “χειροκίνητα”… Τελείωνε το ένα τραγούδι, πίεζες το κουμπί στην πρόσοψη του πικάπ, έβγαινε ο δίσκος, τοποθετούσες τον επόμενο με προσοχή, μιας και το λεωφορείο δεν σταματούσε να αναπηδά στον… χωματόδρομο. Αγαπημένα τραγούδια, δύο του Μάνου Χατζιδάκι, από το δίσκο Επιστροφή ( 1970 ), το: Που το πάνε το παιδί, χελιδόνι στο κλουβί… και το: Μίλησε μου, μίλησε μου… Ακόμα και σήμερα. μετά από τόσα χρόνια, πιάνω τον εαυτό μου να τα σιγομουρμουρίζει, όταν τυχαίνει να κάνω την ίδια διαδρομή, με το αυτοκίνητο όμως πια.

Μόλις έφτανε το λεωφορείο στο μικρό ψαροχώρι, άνοιγαν οι πόρτες του και σε ελάχιστα λεπτά, οι νεολαίοι του χωριού έκαναν την πρώτη τους βουτιά, από το λιμανάκι, δίπλα στις βάρκες και ξανοίγονταν στη μέση του κλειστού, απάνεμου κόλπου ενώ οι μητέρες με τα βλαστάρια τους, πλατσούριζαν στα ρηχά, με την ψιλή λασπώδη άμμο που θόλωνε τα νερά, σε αντίθεση με τις λαμπρές, καταγάλανες και διαυγέστατες παραλίες του υπόλοιπου νησιού.

Ο ήλιος μας έκαιγε, ούτε κρυβόμαστε κάτω από πολύχρωμες ομπρέλες παραλίας, ούτε γυαλιά ηλίου και καπελάκια να μας προστατεύουν και το αντηλιακό, είδος πολυτελείας, κάποιες κοπέλες μόνο το διέθεταν κι εκείνες για να κάνουν ωραίο μαύρισμα, τίποτα δεν γνώριζαν για τον όποιο δείκτη προστασίας του.

Κάποια στιγμή, όταν ο ήλιος πια κατέβαινε χαμηλά, προς τη δύση, κάποιοι ανέβαιναν προς το εκκλησάκι του Άη Νικόλα, απ’ όπου αντίκριζες τη γειτονική Κάσο τυλιγμένη στον θολό αχνό των κυμάτων, κάποιοι άλλοι έπιναν τον ελληνικό τους, μοιρασμένοι στα δύο καφενεδάκια της πλατείας και εμείς τα παιδιά βρισκόμασταν στον μικρό μόλο, έξω από την “ξετρυπητή”, όπου παλιές ιστορίες μιλούσαν για τις μακρινές, χαμένες πια, ένδοξες μέρες που γνώρισε ο τόπος, τότε που φιλοξενούσε την ιταλική ακτοφυλακή.

Η διαπεραστική κόρνα του λεωφορείου, σήμαινε την ώρα της αναχώρησης. Σε ελάχιστο χρόνο, όλοι βρισκόμαστε στις θέσεις μας, οι περισσότεροι αποκαμωμένοι από την καλοκαιρινή κάψα και την αλμύρα της θάλασσας. Η παρέα του πικάπ, όμως παρέμενε ακμαία. Το κατέβασμα του χειρόφρενου και το μαρσάρισμα του γκαζιού, έδιναν το σύνθημα της αναχώρησης για το ταξίδι της επιστροφής, όλο ανηφόρα, στροφές… Τα τραγούδια που ακούγονταν, ανάκατα με το αγκομαχητό του λεωφορείου, περισσότερο σε νανούριζαν παρά σε παράσερναν να τα συνοδέψεις στη μελωδία τους.

Με το που έφτανε το λεωφορείο στο χωριό, ο Μιχάλης με τη γυναίκα του, έπρεπε να το καθαρίσουν από τη βαριά, κιτρινοκόκκινη σκόνη που το είχε σκεπάσει, από την άμμο και τα φύκια που γέμιζαν τα καθίσματα και τους διαδρόμους του. Την άλλη μέρα, το πρωί έπρεπε και πάλι να αστράφτει, όταν θα ξεκινούσε τα τακτικά του δρομολόγια , προς την άλλη μεριά του νησιού.

Ως που έφτασε εκείνο το βράδυ!

Καλοκαιρινό, ζεστό, οι περισσότεροι βρισκόμαστε στα σπίτια μας, μόλις είχαμε τελειώσει το βραδινό μας, όταν άρχισαν να κτυπάνε δαιμονισμένα οι καμπάνες της εκκλησίας. Ο ήχος γνώριμος. Ήταν το μήνυμα ότι κάποιο από τα δάση του νησιού είχαν πιάσει και πάλι φωτιά. Όλοι πετάχτηκαν αμέσως έξω από τα σπίτια τους. “Το λεωφορείο, το λεωφορείο”! Όλοι κατευθύνθηκαν προς το άνοιγμα του δρόμου, στην είσοδο του χωριού, κάτω από το καμπαναριό του Χριστού. Η καμπάνα είχα πια σιγήσει. Ο κόσμος βουβός, ανήμπορος παρακολουθούσε τον ιδιοκτήτη, στην απέλπιδα προσπάθεια του, με ένα κουβά νερό να σβήσει τη φωτιά που έκαιγε ολοκληρωτικά το λεωφορείο. Σε ελάχιστη ώρα, λίγα λεπτά χρειάστηκαν μόνο για να καταστραφεί το στολίδι του χωριού μας, το μέσον που μας συνέδεε με τις καλοκαιρινές μας εξορμήσεις στη θάλασσα.

Το άλλο πρωί, όλα τα παιδιά του χωριού, μαζευτήκαμε αντίκρυ στο κατεστραμμένο λεωφορείο. Μαυρισμένο, κουφάρι αλλόκοτο, λαμαρίνα ζεστή ακόμα, μπλεγμένη με καλώδια και λιωμένο πλαστικό και με τη βαριά μυρουδιά του καμένου καουτσούκ. Κηδεία περίεργη, λίγα λόγια, αναζητούσαν τα παιδικά μας μυαλά την αιτία του κακού, λόγια ασύνδετα, δίχως νόημα, τί απαντήσεις άλλωστε μπορούσαν να δώσουν τα παιδικά μας χείλη, στην καταστροφή αυτή;

Σε λίγο είχα μείνει μόνος με ένα συμμαθητή μου. Μια μόνο ματιά που ανταλλάξαμε μεταξύ μας και την επόμενη στιγμή ήμαστε σκαρφαλωμένοι από τη μπροστινή μεριά του λεωφορείου, πατώντας στον προφυλακτήρα και μόλις φτάσαμε στο ύψος του πικάπ, το πιάσαμε με τα χέρια και τραβώντας το με δύναμη το τραβήξαμε έξω. Καμένο, μόνο τα μεταλλικά του κομμάτια είχαν μείνει με ίχνη από κάποιον δίσκο που είχε λιώσει. Το πήρα στο σπίτι, προσπάθησα να το καθαρίσω, να του αλλάξω κάποια καλώδια να το κάνω να ξαναλειτουργήσει. Πολύ γρήγορα η αρχική μου αισιοδοξία υποχώρησε μπροστά στην πραγματικότητα. Το πικάπ του λεωφορείου δεν θα μας συνόδευε ποτέ ξανά στις καλοκαιρινές, Κυριακάτικες εκδρομές μας στη θάλασσα

 

*O Βασίλειος Διακοβασίλης, μάχιμος δάσκαλος εδώ και 32 χρόνια, Γεννήθηκε το 1962 στην Αυστραλία, μεγάλωσε στην Κάρπαθο και τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στις Σέρρες. Κάποτε το μυαλό γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, σκέψεις, συναισθήματα… τα οποία θέλουν να δραπετεύσουν. Διέξοδος τους, η γραφή μου!