Γράφει ο Ιωάννης Ηλ. Εμίρης, στο βιβλίο του “Άγιοι που έζησαν τον 20ο αιώνα”
Στις 16 Αυγούστου εορτάζει ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο ακραιφνής συνεχιστής της κολλυβαδικής παραδόσεως του 19 ου αιώνα και αρχικός κρίκος μιας αλυσίδας Οσίων Πατέρων και Μητέρων, που μέχρι σήμερα διακονούν την πατερική παράδοση και τη διαδίδουν ανά τον κόσμο.
“Οι ασκήσεις υπακοής ήταν σκληρές, αλλά όλες εκτελούνταν πάντοτε χωρίς καμία αντίρρηση. Κάποια ημέρα έστειλε τον πατέρα Ιωσήφ (Βατοπαιδινό) να πάει ένα τσουβάλι με σιτάρι στη Μονή Εσφιγμένου να το αλέσει και να το φέρει πίσω. Συνολικά ήταν δεκαέξι ώρες πεζοπορίας. Η εντολή ήταν στον δρόμο να μη μιλήσει, να μη φάει και να μη μείνει πουθενά. Πράγματι, οι Πατέρες της Μονής τον εξυπηρέτησαν, του πρότειναν να παραμείνει, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε. Του έδωσαν και ένα πακέτο παστά ψάρια για τον Γέροντα. Επέστρεψε χωρίς να σταματήσει και χωρίς να φάει, και όταν έφθασε, του λέει ο Γέροντας: «Έχω ένα γράμμα στη Λαύρα. Κάτσε φάε και πήγαινε αμέσως να το πάρεις». Ο μοναχός, χωρίς καμία διαμαρτυρία, πήρε και πάλι τον δρόμο και έκανε άλλες οκτώ ώρες πεζοπορίας.
Αυτή ήταν η μέθοδός του, παιδαγωγούσε τους υποτακτικούς του με αυστηρότητα, επιτίμια και νουθεσίες. Προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να τους κάνει βίωμα την ταπεινότητα, όπως έκανε και με τον εαυτό του. Δεν ζητούσε ταπεινοφροσύνη, αλλά πραγματική ταπεινότητα· να συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι «μηδέν». Το «μηδέν», έλεγε, είναι αυτό από το οποίο ο Θεός δημιούργησε το «παν». Με την ταπεινότητα ο μοναχός ελκύει τη θεία χάρη. Πίστευε πως όταν στερείται κάνεις και υπομένει, έρχεται η ευλογία από τον Θεό. Αυτήν τη βασική αρχή ο Άγιος την πήγε αρκετά μακριά. Οι συνθήκες που περιγράφονται από τον Εφραίμ είναι απίστευτες. Το μαγείρεμα γινόταν στο ύπαιθρο, στο κρύο και στη βροχή. Άρρωστοι από τις κακουχίες οι μοναχοί, αγωνίζονταν να μαγειρέψουν με τους αέρηδες να λυσσομανούν και να παίρνουν μακριά τα σκεύη. Έπρεπε να βγουν στα βράχια για να πλύνουν τα λιγοστά τσίγκινα πιάτα. Και όπως λέει: «Για τα πιάτα είχε ακόμη και μια άλλη πρωτότυπη τακτική υγιεινής ο Γέροντας. Μόλις τελειώναμε το γεύμα, ρίχναμε νερό μέσα σε αυτά και το απόπλυμα, όποιο κι αν ήταν, κατόπιν το πίναμε». Και συνεχίζει: «Σαν τρωγλοδύτες ζούσαμε και όμως μας σκέπαζε ο Θεός και δεν καταλαβαίναμε την δυσκολία. Ήταν μαρτυρική η ζωή μας, αλλά τρισχαριτωμένη»”.