γράφει η Άννα Σακελλαρίδη
Έτσι που σκάβει καμιά φορά ο νους τα παλιά χωράφια του, σκάβει και ξεσκάβει φιγούρες και αχνάρια ανθρώπων που κάποτε έριξαν τον ίσκιο τους στη γη σε γνώριμους τόπους. Δεν έχει σημασία αν έφυγαν από τη ζωή ή, εάν η γη πήρε πίσω τα δικαιώματά της. Έχουν αφήσει τα σημάδια τους, τους ακούς, τους βλέπεις, τους αισθάνεσαι.
Σε μια γειτονιά λουσμένη στο φως και με ανθρώπους ηλιόλουστους ήταν το σπίτι της Δέσποινας και του μοναχογιού της του Νικόλα. Κάτασπρο με την κεραμιδένια στέγη, τα ακροκέραμα, τη λουλακιά κορδέλα και το στεφάνι με τα αρχικά. Αποκλεισμένος έμενε στα ξένα ο πατέρας από τα προστάγματα των καιρών που όριζαν τις ζωές και τις παράσερναν σε μακρινές γωνιές του κόσμου. Πολιορκημένοι από τη βαρβαρότητα του πολέμου, με φόβους, αγωνίες, αμφιβολίες και στερήσεις, αλλά με δύναμη και μεγαλοσύνη που κατόρθωνε πάντα να φωτίζει και τις πιο σκοτεινές στιγμές της ζωής τους. Και ενώ στο ξεψύχισμα του πολέμου περίμεναν μια πιο ήρεμη ζωή, καινούργια πληγή άνοιξε για τους πονεμένους και κουρασμένους εκείνου του καιρού. Η μετανάστευση! Έφευγαν τα νιάτα κυνηγώντας τα όνειρά τους, σε άγνωστους μακρινούς προορισμούς.
Η Δέσποινα που αγαπούσε χωρίς όρους τον Νικόλα της, στην απαράμιλλη απλότητα της, δεν κατάλαβε την ανάγκη του για επιβεβαίωση και ανεξαρτησία. “Θα φύγω μάνα! ” της είπε την απόφασή του. Ο κόσμος της μάνας σκοτείνιασε ξαφνικά. Μαζί και χώρια από τότε που τον γέννησε, κρατούσε μέσα της όλες τις πτυχές της ζωής της και τώρα καταλάβαινε πως υπήρχαν δυνάμεις που δεν μπορούσε να ελέγξει και η ζωή δεν ερχόταν όπως εκείνη θα ήθελε. Αποφασισμένος ο Νικόλας το είπε και το έκανε. Έφυγε ένα συννεφιασμένο πρωινό. Στην άκρη του λιμανιού η Δέσποινα εκείνη τη δίκοπη ώρα, στητή και αδάκρυτη, με την απελπισμένη ματιά της, παρακολουθούσε το καράβι να ξεμακραίνει με το πολύτιμο φορτίο του, ως που έγινε μακρινή κουκίδα στο πέλαγος. Έσφιξε πιο πολύ το τσεμπέρι της και στο έρημο σπιτικό της πια, άφησε τα δάκρυα της να τρέξουν ανεμπόδιστα. Έβγαλε από μέσα της όσα από χρόνια είχε θάψει. Την απόγνωση, τη λύπη, την απελπισία. Αγέρωχη και δυνατή τα βράδυα της απεραντοσύνης με συντροφιά τη φωτογραφία του Νικόλα της, ονειρευόταν την επιστροφή του. Τι σημασία έχει ο χρόνος σκεπτόταν; Ένα ρευστό είναι, που παίρνει το σχήμα που εμείς του δίνουμε. Αισιόδοξη πάντα ψιθύριζε “Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα”. Κρατούσε ακοίμητο το καντήλι και προσευχόταν στην Παναγία.
Με την Πασχαλιά να πλησιάζει ήρθε το χαρμόσυνο μαντάτο. “Ερχεται, έρχεται ο Νικολής μου!” ανακοίνωνε στη γειτονιά και έβαλε φτερά η Δέσποινα. Έλαμψε το σπιτικό της από την πάστρα, ασβεστώθηκαν οι γκριζόμαυρες πλάκες της αυλής και το κανίσκι με τον μπακλαβά στόλισε το τραπέζι στο καρπάθικο. Έφτιαξε με περίσσεια τέχνη τη λαμπάδα του με το μυρωδάτο μελισσοκέρι και με προσοχή την ακούμπησε στα εικονίσματα για να την κρατήσει ο μονάκριβός της το βράδυ της Ανάστασης. Ήρθε ο Νικόλας εκείνες τις παραμονές της Λαμπρής και γέμισε ευτυχία και φως ο κόσμος της Δέσποινας. Αλλαγμένος και ώριμος πρόφθασε τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες και τις ανθισμένες λεμονιές. Αντίκρυσε το φως του ήλιου στα αγαπημένα κορφοβούνια τα μυρωμένα από σκίνα και ρίγανη, όπως θυμόταν τη μυρωδιά τους σαν την έφερνε ο αέρας. Και το βλέμμα της μάνας που εξέφραζε όλα όσα οι λέξεις δεν κατορθώνουν να πουν. Τον καμάρωσε στην Ανάσταση, στην φωτόλουστη εκκλησιά τους και το φιλί της αγάπης με το Χριστός Ανέστη στάλαξε μέσα της το Άγιο Φως της Λαμπρής. Πέρασε μέρες ευτυχίας η Δέσποινα, όμως ο Νικόλας της είχε απλώσει ρίζες και τον πλάνεψε η πλανεύτρα ξενιτιά. Σειρήνες τα θέλγητρά της. Τον αποχαιρέτησε ψιθυρίζοντας με την απαλή φωνή της “Δεντράκι είμαστε Νικόλα μου. Χωρίς τις ρίζες μας μας παρασέρνει ο αέρας με το πρώτο φύσημά του. Μην το ξεχνάς ποτέ!”
Μία ιστορία της καθημερινότητας, αλλά που μοιάζει τόσο πολύ με τη δική μας τη σύγχρονη. Σκέπτομαι πόσο μπορεί ο αέρας της ζωής να μεταμορφώσει το μυαλό σε χαρταετό. Που πετάει πότε ψηλά και πότε χαμηλά, βάζει επάνω του όλο και πιο πολλά χρώματα, ώσπου γίνεται κατακόκκινος, κόβονται τα νήματά του και μένει ακυβέρνητος ανάμεσα σε κομήτες και όνειρα.