Το «Ερωτάκι»: Βάσος Δημ. Χρυσός (1915-1937)

Το «Ερωτάκι»: Βάσος Δημ. Χρυσός (1915-1937)
γράφει ο
Γιάννη Ι. Χήρας, Συγγραφέας στην εφ. ΟΜΟΝΟΙΑ Απεριτών
vassos-chryssos-1937
Βάσος Δ. Χρυσός (1915-1937) – Το Ερωτάκι

Στο κοινωνικό του περιβάλλον ήταν γνωστός ως «το Ερωτάκι». Γεννήθηκε στη συνοικία Μοροού του Απερίου της Καρπάθου κατά το έτος 1915. Πατέρας του ήταν ο Δημητρός Βασ. Χρυσός από το Απέρι (1886-1964), γνωστός ως «ο Έρωτας». Μητέρα του ήταν η Βαγγέλα Μηνά Χήρα, επίσης από το Απέρι (1896-1976), γνωστή ως «η Ερωτίνα».

Το παρατσούκλι «Έρωτας» προέκυψε ως εξής: γλεντούσαν στη Βαλαντού, στο σπίτι της (†) Σεβαστής Ιωάννη Χατζηαντωνίου (της «Σεβαστής του Χαζαντώνη»), ιδιοκτησίας σήμερα Γιώργου και Μαριγώς Μακρή. Η Σεβαστή ήταν πρώτη ξαδέλφη με τον Δ. Β. Χρυσό. Καθώς γλεντούσαν και τραγουδούσαν ερωτικές μαντινάδες στα κορίτσια, η αδελφή της Σεβαστής, η (†) Μαριγώ Νικολ. Γεργατσούλη, του φώναξε: «Γεια σου, ρε ξάδερφε, Έρωτα». Από εκείνη τη στιγμή του κόλλησε και μέχρι σήμερα τον θυμούνται με το παρατσούκλι «Έρωτας».

Στα ιταλικά μητρώα Απερίου, ο Βάσος Δ. Χρυσός αναφέρεται ως «σπουδαστής». Σπούδαζε στην Αθήνα για μηχανικός, στο ΕΜΠ (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο). Επίσης, είχε γραφτεί σε Ωδείο στην Αθήνα, προκειμένου να μάθει να παίζει βιολί. Υπήρξε άριστος βιολιστής, τραγουδούσε πολλές μαντινάδες και οι άνθρωποι, όταν τον άκουγαν, έκλαιγαν από συγκίνηση.

Το γεγονός αυτό φαίνεται και από το παρακάτω συναξάρι μαντινάδων, το οποίο συνέταξε στις 18 Απριλίου 1927 με τίτλο «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ» και το οποίο διασώζεται έως σήμερα:

Ακούσατέ μου, να σας πω πίκρες, καημούς και πάθη·
τη Ζαχαρούλα αγάπησα ’πο της καρδιάς τα βάθη.

Τη Ζαχαρούλα αγάπησα με όλη την καρδιά μου
κι έχω καημό αγιάτρευτο μέσα στα σωθικά μου.

Τη Ζαχαρούλα αγαπώ, μην παραξενευτείτε,
που σας το λέω φανερά, μη με παρεξηγείτε.

Αιχμάλωτό της μ’ έπιασε με την τρελή ματιά της
και δε μπορεί να φύγει πια ο νους μου ’πο κοντά της.

Δεν ημπορώ να κοιμηθώ, δε σας το λέω ψέμα·
νομίζω πάντα με κοιτά με το γλυκό της βλέμμα.

Σαν εφιάλτης τρομερός παιδεύει την ψυχή μου
και λιώνει και μαραίνει το έρημο κορμί μου.

Τη νύχτα σαν θα κοιμηθώ στο έρημο το στρώμα,
βλέπω πως τη γλυκοφιλώ γλυκά γλυκά στο στόμα.

Πες μου, Ζαχάρα, αν μ’ αγαπάς, με το γλυκό σου στόμα,
για να μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα εις το στρώμα.

Βρε Ζαχαρούλα, δεν πονείς, δε βλέπεις, δε λυπάσαι;
πες το μου πια πως μ’ αγαπάς, πες το και μη φοβάσαι.

Πες μου το πια πως μ’ αγαπάς, πες το μου για να γειάνω,
γιατί θα ’χεις το κρίμα μου, Ζαχάρα, αν πεθάνω.

Πες το και με το στόμα σου και με το λογικό σου
πως αγαπάς, Ζαχάρα μου, τον τρελο-Μηνακό σου.

Πες μου το με το στόμα σου, πες το με την καρδιά σου
πως αγαπάς, Ζαχάρα μου, στ’ αλήθεια το Μηνά σου.

Ώσπου να ζεις, Ζαχάρα μου, αγάπα το Μηνά σου
και σφίξε τον, τον άχαρο, μέσα στην αγκαλιά σου.

Αυτός είναι ο πόθος του, Ζαχάρα, μην αργήσεις
το Μηνακό σου μια φορά στα χείλη να φιλήσεις.

Πες και της Μαγκαφούλας μας, οπού να μη χρονίσει
και ’κείνη τον καλόγερο λιγάκι να δροσίσει.

Εψήθη και νταργάνιασε κι αυτός ’που τον καμό του,
που θέλει πια τη Μαγκαφού να έχει στο πλευρό του.

Θέλει τη Μαγκαφούλα του να τη γλυκοφιλήσει
μα δε μπορεί ο δύστυχος και θα παραλο(γ)ήσει.

Παρηγοράς το, το φτωχό, μα δε παραγοριέται·
σαν θυμηθεί της Μαγκαφούς στο πάτωμα κυλιέται.

Του λέω χίλια ψέμματα, του λέω μη σε νοιάζει·
σαν του λαού το γάαρο γκανίζει και φωνάζει.

Κοίτα κι εμέ το φουκαρά που έχω τη Ζαχάρα
και λάζεται η άχαρη σαν του Σαρρή τη γάρα.

Δε μας λυπάστε άχαρες και κακομοιριασμένες,
οπού γυρίζουμε κι οι δυο, ωσάν τις χηρεμένες.

Δε μας λυπάσαι, Μαγκαφά, οπού να μη χρονίσεις·
κοίταζε τη Ζαχάρα μου να μου τη ξεμυαλίσεις.

Ω Μαγκαφά αχρόνιστη, πολύς είν’ ο καημός μου
που θέλω τη Ζαχάρα μου, να έχω στο πλευρό μου.

Να μη χρονίσεις, Μαγκαφά, εσύ ’σαι η αιτία,
που υποφέρουμε κι οι δυο δίχως αμφιβολία.

Δε το βαστούμε το καημό και θε να γκρεμιστούμε,
ω Ζαχαρούλα, Μαγκαφά, σίγουρα θα πνιγούμε.

Αυτός είναι ο πόνος μου, αναθεματισμένες,
που να σας δούμε και τις δυο στον τοίχο κολλημένες.

     Ο Β. Δ. Χρυσός πέθανε νέος – σε ηλικία περίπου 22 ετών – από την ανίατη τότε ασθένεια «φυματίωση των οστών». Στις τελευταίες του στιγμές – που ήταν κίτρινος σαν το λεμόνι – τραγούδησε την ακόλουθη μαντινάδα:

Ποιο δένδρο εξεράθθηκε κι ‘βγαλε πάλι φύλλα
ποιος φθυσικός γιατρεύτηκε να ’χω κι εγώ ελπίδα;

 Ήταν αγαπητός σε όλο τον κόσμο. Μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που τον θυμούνται, 83  χρόνια από το θάνατό του. Ως χαρακτήρας, δεν ήταν ούτε πολύ εσωστρεφής ούτε πολύ εξωστρεφής. Επίσης, ήταν λεπτοκαμωμένος και ευπαρουσίαστος. Η αδερφή του Βάσω Δ. Χρυσού-Ορφανού (1940-) και ο ανιψιός του γιατρός καρδιολόγος Βάσος Εμμ. Χρυσός (1955-), πήραν τα ονόματα «Βάσω» – «Βάσος» απ’ αυτόν.

Στο λεύκωμα της «Ομόνοιας» Απεριτών Αμερικής με ημερομηνία 24 Οκτωβρίου 1942, έγινε καταχώριση της πρόωρης εκδημίας του υπό τον τίτλο ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ΠΕΝΘΗ, με φωτογραφία του και λεζάντα της φωτογραφίας «Ο αείμνηστος ΒΑΣΟΣ Δ.   ΧΡΥΣΟΣ, πολύκλαυστος υιός του κου και κας ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΥ».

Κάτω από τη λεζάντα παρατίθεται το παρακάτω στιχούργημα μαντινάδων:

Είμαι του «Έρωτα» παιδί, το πρώτο του καμάρι,
κι εκράτουν εις τα χέρια μου βιολί με το δοξάρι.

Μηχανικός εσπούδαζα στην έρημη Αθήνα,
κι εκράτουν εις τα χέρια μου βιολιά και μανδολίνα.

Ηλεκτρολόγος ήθελα να μάθω να σπουδάσω,
την γνώμην του πατέρα μου ποτέ να μη χαλάσω.

Βάσκανος μοίρα θέλησε τους γέρους να πικράνη,
και μ’ έρριψε στα βάσανα, στου Χάρου το δρεπάνι.

Μου έφθειρε τα νειάτα μου, πλήγωσε το κορμί μου,
επίκρανε αλύπητα τους άτυχους γονείς μου.

Νειάτα δροσάτα μ’ έφθειρε, πλήγωσε το κορμί μου,
και μεσ’ τα μαύρα βούτηξε προγόνους και γονείς μου.

Είχα πατέρα που για με εγύριζε στα ξένα,
λεπτά δεν ελογάριαζε ποτέ του δι’ εμένα.

Τοσ’ ήτανε η τύχη μου, τα χρόνια τα δικά μου,
και μ’ άρπαξεν ο χάροντας από τα γονικά μου.

Απεβίωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1937 στο Απέρι. Τάφηκε στο τότε κοιμητήριο Απερίου στη «Σαραντού» (η «Σαραντού» είναι η περιοχή κάτω από το σημερινό σχολικό συγκρότημα Απερίου, εκεί που είναι σήμερα ο δρόμος προς το γήπεδο).

ΠΗΓΕΣ

 Α. Αρχεία

Αρχείο Βάσως Δ. Χρυσού-Ορφανού (1940-).

Β. Μαρτυρίες

Εμμανουήλ Γεωργ. Διακίδης (1916-2014), Ζωή Εμμ. Χρυσού-Μουστακάκη (1948-), Βάσω Δ. Χρυσού-Ορφανού, Σοφία Χρ. Γεωργιάδη-Χατζηγεωργίου (1927-) και Αννίκα Εμμ. Χρυσού (1929-2012).

Γ. Λευκώματα

Λεύκωμα ΟΜΟΝΟΙΑΣ Απεριτών Αμερικής, Νέα Υόρκη October 24th, 1942, σ. 7.

Δ. Βιβλιογραφία

Δ[ΙΑΚΙΔΟΥ] Σ[ούλα], «Λαϊκή ποίηση του νησιού μας», Καρπαθιακή, αρ. φύλλου 743, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014, σ. 7.

ΜΗΝΑΣ Κωνσταντίνος, Τοπωνυμικό της Καρπάθου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 2000, σ. 286.

ΧΗΡΑΣ Γιάννης Ι., «Βάσος Δ. Χρυσός (1915-1937)», Ομόνοια, αρ. φύλλου 49,  Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2016, σ. 4.

ΧΙΩΤΗΣ Μιχαήλ Π., Η τοπική αυτοδιοίκηση κατά τις περιόδους Τουρκοκρατίας και Ιταλοκρατίας στην παλαιά πρωτεύουσα της Καρπάθου «Απέριον» 1796-1943,  Αθήνα 2013, σ. 806.