γράφει και φωτογραφίζει η Τζούλια Κλήμη
Το πρώτο πράγμα που αντικρίζει ο επισκέπτης φτάνοντας στην Όλυμπο την μεγάλη εβδομάδα, είναι οι γυναίκες που πηγαινοέρχονται φουριόζες κρατώντας «πύργους» από ψωμιά και κουλούρες που μόλις βγήκαν απο τον χτιστό φούρνο του σπιτιού τους. Στο διάβα τους αρωματίζουν τα σοκάκια με αυτήν την εξαίσια μυρωδιά φρεσκοφουρνισμένου ψωμιού και μπαχαρικών.
Από την μεγάλη Δευτέρα έως την μεγάλη Πέμπτη οι Ολυμπίτισες ζυμώνουν. Τα ασπρίσματα και η καθαριότητα έχουν γίνει πιο πριν. Θυμάμαι την Καλλιόπη με τη Μανγκαφούλα, (νύφη και κουνιάδα) πάντα σκυμμένες πάνω από μια τεράστια λεκάνη, μέσα στο χαμηλοτάβανο «κέλλο» (παράσπιτο), να ζυμώνουν ώρες ατέλειωτες για να φτιάξουν πασχαλινούς «πούλους», κουλούρες, «τούρτες» ανοιχτές (τυρόπιτες με ξυνόγαλο), τούρτες κλειστές (τυρόπιτες σε σχήμα γκουρού), τούρτες κλειστές με χορταρικά (χορτόπιτες), άρτους και ψωμιά. Εκτός απο την οικογένεια έχουν να στείλουν και στους συγγενείς τους στην Ρόδο, τον Πειραιά ακόμα και στην Γερμανία.
Ένα από τα στοιχεία που κάνουν το Πάσχα στην Όλυμπο τόσο ξεχωριστό, είναι τα μοναδικά έθιμα που κρατούν οι γυναίκες. Την Μεγάλη Εβδομάδα φουρνίζουν τους πασχαλινούς πούλους, τα ψωμιά, τις πίτες κ.α Τους πούλους μάλιστα, τους τοποθετούν συμβολικά και για στολισμό στον «κάτσουνα» ένα κλαδί δέντρου με παρακλάδια που κρέμεται πάνω απο τον σοφά. Την Μ Πέμπτη οι γυναίκες πάντα πηγαίνουν να παρακολουθήσουν την Σταύρωση που πραγματοποιείται στην κεντρική εκκλησία του χωριού, την Κοίμηση της Θεοτόκου, με τις βυζαντινές τοιχογραφίες και το εξαιρετικό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Μπαίνουν από την πίσω πόρτα, την πόρτα του «γυναικίτη».
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής στην αυλή της Παναγίας, οι ηλικιωμένες γυναίκες στολίζουν τον επιτάφιο, τα δυνατά τους χέρια πλέκουν σε ματσάκια πολύχρωμα και ευωδιαστά λουλούδια κι ύστερα τα τοποθετούν με τέχνη. Σιωπηλές, τυλιγμένες στο μαύρο τους καβάι, την φορεσιά τους, με το μαντήλι τραβηγμένο ψηλά στο πρόσωπο σε ένδειξη πένθους. Στην συνέχεια εκείνες που είχαν πρόσφατο πένθος, τοποθετούν στον επιτάφιο στεφάνια απο λουλούδια μαζί με την φωτογραφία του μακαρίτη (άντρα, πατέρα, αδελφού). Ανάμεσα στα λουλούδια υπήρχε κι ένα λευκό χαρτί όπου η κάθε μια είχει γράψει τον πόνο της ψυχής της με μαντινάδες. Ο Επιτάφιος μπαίνει στην εκκλησία εκείνες βγάζουν τις μαντίλες τους, λύνουν τα μαλλιά τους και θρηνούν τους αγαπημένους τους που έφυγαν από τη ζωή. Τα μάτια όλων δακρύζουν, ο πόνος μιας γυναίκας γίνεται ο πόνος ενός ολόκληρου χωριού. Στην συνέχεια οι γυναίκες περνούν μια μια κάτω απο τον επιτάφιο.
Το απόγευμα πηγαίνουν στο νεκροταφείο να ετοιμάσουν τους τάφους κτλ για την Λαμπρή Τρίτη. Το βράδυ η περιφορά του Επιταφίου γίνεται απ’ άκρη σ’ άκρη στο χωριό, ο παπα-Γιάννης στέκεται μπροστά σε κάθε σπίτι που κατοικείται και είναι ανοιχτό, για να διαβάσει τα ονόματα των εκλειπόντων και να ευλογήσει το σπίτι. Το Μ. Σαββάτο οι ετοιμασίες κορυφώνονται, με το γέμισμα και το ράψιμο του λαμπριάτικου οφτού. Κατσικάκι ή αρνί γεμιστό με ρύζι, συκωτάκια και μυρωδικά. Το οφτό σιγοψήνεται στους ξυλόφουρνους του χωριού όλη την νύχτα σχεδόν. Το βράδυ του Μ. Σαββάτου, χτυπά η καμπάνα και όλοι μαζεύονται για την Αναστάσιμη ακολουθία. Την Κυριακή του Πάσχα το μεσημέρι οι καμπάνες χτυπούν για την Δεύτερη Ανάσταση. Ακολουθεί το πασχαλινό οικογενειακό τραπέζι, στην Όλυμπο όμως στρώνεται κι ένα άλλο τραπέζι αυτό του Ιερέα μέσα στον γυναικονίτη με καλεσμένους τους προύχοντες και τους σημαντικούς “ξένους” που βρίσκονται στο χωριό τις μέρες του Πάσχα. Το κάλεσμα αποτελεί εξαιρετική τιμή.
Την Τρίτη του Πάσχα “Λαμπρή Τρίτη” γίνεται η μεγάλη λιτανεία σε όλα τα ξωκλήσια του χωριού για να καταλήξει στο νεκροταφείο, στην συνέχεια γίνεται το “θρόνιασμα των εικόνων” (ικάντι) ο πλειστηριασμός δηλαδή των εικόνων. Τα έθιμα της Ολύμπου είναι τόσο όμορφα και ξεχωριστά αλλά μόνο για την περιγραφή της Λαμπρής Τρίτης χρειάζεται ένα ολόκληρο άρθρο και δεν είναι της παρούσης.
Είχα την τύχη να επισκεφτώ την Όλυμπο ένα Πάσχα πολλά χρόνια πριν, το πρώτο μου εκτός Κερκύρας, μου έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση τα έθιμα που κόλησα για τα καλά κι ύστερα πήγαινα δυο τρείς φορές τον χρόνο, επι οχτώ χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν η καταγραφή ολόκληρης της ζωής του χωριού σε όλες τις εκφάνσεις της, συνάμα δημιούργησα φιλίες ζωής.
Σήμερα λοιπόν θα σας παρουσιάσω τις εξαιρετικές συνταγές της φίλης μου της Καλλιόπης μια απο τις καλύτερες μαγείρισες ψωμιών και κουλουριών που έχω γνωρίσει σεργιανίζοντας την Ελλάδα. Της το έλεγαν όλοι οπότε, τελικά πείστηκε κι άνοιξε ένα μικρό φούρνο στην Όλυμπο, απέναντι απο τους μύλους. Ούτως ή άλλως πάντα στον φούρνο της την έβρισκες, πάντα πρόσφερε τα καλούδια της στους περαστικούς ‘Ελληνες και ξένους, οι δεύτεροι μάλιστα δοκίμαζαν κι έβγαζαν επιφωνήματα θαυμασμού. Αν βρεθείτε στην Όλυμπο αξίζει να περάσετε απο τον φούρνο της Καλλιόπης, είναι ο μοναδικός στο χωριό να δοκιμάσετε τα εδέσματα της και με επιφωνήματα δεν είναι ντροπή!
Παλιότερα στην Όλυμπο φτιάχναν και τους «αλαζάρους» ή λαζαράκια που είχαν ανάγλυφα σχέδια, αυτά δινόταν από την αγροτική οικογένεια σε εκείνη του σύντεκνου βοσκού και εκείνος έφερνε την επόμενη ημέρα κρέας και τυροκομικά είδη. Με τη συντεκνιά συνδεόταν η ανώτερη ταξικά ομάδα των γεωργών με εκείνη των βοσκών.
Αυτή η σχέση καθοριζόταν φυσικά από την ανάγκη να εξασφαλίσουν οι δύο πλευρές τα αγαθά που δεν παρήγαγαν αλλά και από ένα ευρύτερο φάσμα συμφερόντων τόσο με οικονομικό όσο και με συμβολικό υπόβαθρο.
Ο βοσκός μπορούσε να έχει την άδεια να βόσκει τα ζωντανά του στα χωράφια του σύντεκνου γεωργού αλλά και να κερδίζει ένα μερίδιο γοήτρου καθώς συνδεόταν με μια οικογένεια κανακάρηδων (κανακάρης/κανακάρησα κατα το Ολυμπίτικο εθιμικό δίκαιο ονομάζεται ο πρωτότοκος γιός ή πρωτότοκη κόρη, η οποία κληρονομεί ολόκληρη την περιουσία (η κόρη της μητέρας και ο γιός του πατέρα) είναι εκείνοι που κατέχουν την γη.
Έτσι, και την μεγάλη εβδομάδα, πρώτα η αγροτική οικογένεια προσέφερε τους «αλαζάρους» ή και άλλα αγροτικά προϊόντα, επιβεβαιώνοντας και ανανεώνοντας κάθε φορά την σχέση.
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω σε διάφορες εποχές του έτους όλη την διαδικασία της παραγωγής του ψωμιού. Την σπορά στα χωράφια της Αυλώνας – το μετόχι της Ολύμπου- τον θερισμό, το αλώνισμα με τα γαϊδούρια όταν πύρωνε ο ήλιος, το λίχνισμα «ξεχέρισμα», με τον καρπό να καταλήγει στον μύλο της Ολύμπου να το αλέσει η μυλωνού. Εκεί πολλές φορές παρακολουθούσαμε το θαύμα, ο καρπός που ρίχνανε από ψηλά μεταμορφωνόταν σε αλεύρι για να χυθεί στα ξύλινα δοχεία.
Όμως αυτή η αρχέγονη διαδικασία παραγωγής που στις μέρες μας ακούγεται σαν παραμύθι από άλλη εποχή, στην Όλυμπο συνεχίζετε σε πολύ μικρότερο βαθμό βέβαια, αλλά τουλάχιστον δεν υπάρχει σπίτι που να μην διαθέτει ξυλόφουρνο. Οι γυναίκες φουρνίζουν ακόμα, μια φορά την εβδομάδα γιατί πρέπει να στείλουν και στους κοντινούς τους στην Ρόδο, στον Πειραιά.
29.4.2024
Καρπαθιακά Νέα