Οι Σισαμήδες, μια χαρακτηριστική φαμίλια των Σπόων!

Οι Σισαμήδες, μια χαρακτηριστική φαμίλια των Σπόων!

Μια χαρακτηριστική Σποϊτικη φαμίλια, η οικογένεια Σισαμή, γίνεται αφορμή για να σταθούμε στο πιο μικρό αλλά και πιο ιδιαίτερο χωριό της Καρπάθου, το Σπόα! Αν βέβαια μιλάμε για τους Σισαμήδες δε γίνεται να μην σταθούμε στο ζευγάρι που βρίσκεται στο κέντρο της οικογένειας. Ο Νικόλας και η Καλλιόπη Σισαμή!

Άνθρωπος της θάλασσας ο Νικόλας, ψαράς, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, είναι από κείνα τα πρότυπα ανθρώπων που όταν τους γνωρίζεις στεναχωριέσαι κι  ίσως μάλιστα να κρυφοζηλεύεις, γιατί η μοίρα ταφερε να μην είναι αίμα σου, να ναι κρίμα που δεν είναι συγγενής σου! Τόσο προκομένος, τόσο ξεχωριστός άνθρωπος κατάφερε να γίνει. Γεννημένος το 1926 στο χωριό Σπόα, από τη Σοφία, το γένος Φράγκου, ο Νικόλας είχε τρια αδέλφια, τον Μανώλη που τουφέκισαν οι Γερμανοί το φθινόπωρο του 1942, τον Μηνά και τον Γιάννη.

Ο πατέρας τους, ο Γιώργος Σισαμής, πριν να στεφανωθεί τη Σοφία, γύρισε όλο τον κόσμο. Μάλιστα οι φήμες λένε ότι στις αρχές του 20ουαιώνα  δούλεψε ακόμη και φύλακας στην κεντρική τράπεζα της Κίνας κι όταν πέρασαν τα χρόνια κι επέστρεψε στο χωριό του, έφερε τόσο χρυσό που τον ζύγισε με το πινάκι!

Ο Νικόλας ήταν από κείνα τα αρσενικά παιδιά που έπρεπε να φροντίσουν τους γονείς στα γηρατειά τους, έτσι παρέμεινε στο χωριό, όμως από παιδί έβλεπε τη διέξοδο πέρα από τον ορίζοντα της θάλασσα ή, καμιά φορά, την ξεχώριζε ακόμη και  μέσα στο βυθό της. Κι είναι τέτοια η ευγένια και η καλωσύνη του που δε γίνεται να μη σταθείς και να χασομερήσεις μαζί του σα βρεθείς στο μικρό λιμανάκι του Αγίου Νικολάου!

Το χωριό Σπόα

Πιθανή περιοχή προέλευσης του οικισμού, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Ιωάννη Βολανάκη, είναι η περιοχή του επινείου του οικισμού, ο Άγιος Νικόλαος. Ο ερευνητής πιστεύει ότι το Σπόα χτίστηκε από τους κατοίκους που ζούσαν γύρω από την εκκλησία Εφταμπατούσα, όμως οι συχνές ληστρικές επιδρομές των πειρατών, που ξεκινούν από τον 7ο αιώνα, τους ανάγκασαν να μετακινήσουν το χωριό πάνω στο βουνό, στη θέση που βρίσκεται σήμερα.

Αρκετά γράφτηκαν και για τη συγγένεια με το κοντινό χωριό Μεσοχώρι, που μάλιστα ήταν ενιαίος Δήμος μέχρι το 1869, ωστόσο οι παθιασμένοι Σποϊτες τεκμηριώνουν διαφορετικά το ζήτημα, έχουν καταλήξει λοιπόν ότι το Σπόα προέρχεται από το “ε-σπόδα” που σημαίνει τα μέρη, οι τοποθεσίες, που βρίσκονται προς τα κάτω, προς τα νότια. Μάλιστα με το ίδιο όνομα συναντάμε στο νησί μια περιοχή κάτω από το βουνό Προφήτης Ηλίας προς την Αχάτα, σε ένα ακρωτήρι, αλλά και το νότιο τμήμα της Σαρίας που κι αυτό λέγεται Εσπόα Σαρία.

Ο Σποϊτης ερευνητής-συγγραφέας Ηλίας Βασιλαράς υποστηρίζει ότι το χωριό ουσιαστικά ήταν η νότια προέκταση της αρχαίας πόλης Βρουκούντας. Για να στηρίξει την άποψη του, αναφέρεται και σε σχετική αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στους μύλους, την είσοδο του σημερινού οικισμού.

Ωστόσο ο καθηγητής Νεοελληνικής γλώσσας Κωσταντίνος Μηνάς (καταγωγή από την Όλυμπο), με παρατηρήσεις του στο θέμα (σχετικά με το Σπόα) θεωρεί ότι κάτοικοι του οικισμού Μαράθου, της Εφταμπατούσας, είχαν συνενωθεί και συγκατοικήσει με κατοίκους μιας άλλης παραλιακής πόλης, του Λευκού, “στο φύσει οχυρό Μεσοχώρι απ΄όπου τον 19ο αιώνα άρχισαν να μετεγκαθίσταται στην πεδινή περιοχή τω Σπόων”. 

Ο ταξιδιώτης δεν θα σταθεί στην προέλευση του ονόματος, θα προτιμήσει την ουσία της στιγμής, έτσι μια βόλτα από αυτό το ορεινό χωριό είναι από τις σταθερές προτεινόμενες εξορμήσεις.

Περίπου 350 σπίτια και 100 άνθρωποι είναι όλο κι όλο σήμερα το Σπόα, τέσσερα παραδοσιακά καφενεία, όμορφα στενά σοκάκια γεμάτα αρώματα από λουλούδια και μνήμες. Το καλοκαίρι δεκάδες είναι τα ανοιχτά σπίτια, γιατί οι Σποϊτες αν και μετανάστευσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κυρίως στην Αμερική και την Αυστραλία, κράτησαν με πίστη τα πατρογονικά τους ήθη και τα έθιμα, αυτό που τους διακρίνει είναι η φιλοξενία με την καθαρή αρχαιοελληνική σημασία της.

Το Σπόα χτυπήθηκε πολύ σκληρά από την μετανάστευση, οι πρώτοι ξενιτεμένοι του χωριού βρέθηκαν από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέσα στις πιο σκληρές δουλειές, από τα νταμάρια της Πεντέλης μέχρι τις πιο βαθιές μίνες, τα ορυχεία κάρβουνου στην Αμερική!

Μα ο τόπος τους όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά κρατήθηκε ζωντανός και σήμερα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα, αφού ακόμη και οι επόμενες γενιές επιστρέφουν και προσπαθούν να επαναφέρουν μνήμες και να ξεπεράσουν το άγριο, σαν οδοστρωτήρα, πέρασμα του χρόνου.

Ο ταξιδιώτης αξίζει να περάσει χρόνο στα στενά του χωριού, να περπατήσει και να γνωρίσει, να μιλήσει με τους ανθρώπους, που εντυπωσιάζουν για τη λατρεία και το αυθεντικό πάθος για τον γενέθλιο τόπο τους. Όσο για το γεύμα ή το δείπνο, υπάρχουν τα ντόπια καφενεία, που θα ικανοποιήσουν ακόμη και για τους απαιτητικούς γευσιγνώστες, εκείνοι σίγουρα θα βρουν έναν αληθινό παράδεισο πρότυπης αληθινής μεσογειακής κουζίνας που για τους Σποϊτες δεν είναι παρά η καθημερινότητα.

Ένα από τα ομορφότερα καλοκαιρινά πανηγύρια της Καρπάθου γίνεται στις εξοχές των Σπόων στις 28 Αυγούστου, ανήμερα του Αγίου Ιωάννη, μια γιορτή που οργανώνεται με πολύ μεράκι, στήνεται στην αυλή μιας μικρής εκκλησίας ενώ το γλέντι, που κρατά μέχρι το ξημέρωμα, γίνεται ακόμη και μέσα στη γειτονική μεγάλη σπηλιά και αποκτά μυστηριακό χαρακτήρα

Στο σποϊτικο γλέντι βρίσκεται όλο το άρωμα και ο χαρακτήρας της παλιάς Καρπάθου, αφού ακόμη και σήμερα το τελετουργικό της γιορτής παραμένει σταθερό, με τους ντόπιους μουσικούς και τους ήχους τους να πρωταγωνιστούν, ενώ τα όποια ξενικά πρότυπα κι ανακατέμματα δεν έχουν καταφέρει να τρυπώσουν στην σποϊτικη γιορτή.

Όσο για το όνομα του χωριού, για χρόνια γραφόταν με το γράμμα ωμέγα, αφού τότε θεωρούσαν ότι η λέξη (Σπώα) προέρχεται από το το ρήμα σπάω, όμως σύμφωνα με τον καθηγητή Κων. Μηνά, η ετυμολογία αυτή είναι αδύνατη, γιατί από αυτό το ρήμα δεν υπάρχουν παράγωγα.

Η μόνη δυνατή ετυμολογία παραμένει από το «εις πόδας», που ήδη αναφέραμε, έτσι και το Σπόα γράφεται σταθερά πια με το γράμμα όμικρον.

Το Σπόα έχει ποτίσει τους ανθρώπους του με ένα παράξενο ελιξήριο, ακριβώς αντίθετο από τους λωτοφάγους, κάνει όλους τους Σποϊτες να μοιάζουν με τον αξεπέραστο ήρωα του Όμηρου, τον Οδυσσέα, όπου κι αν βρεθούν προσανατολίζουν το βλέμμα και τη ψυχή τους, τριγυρνούν και καμαρώνουν τα στενά σοκάκια του χωριού τους.

Είναι παράξενο μα το ίδιο μοιάζει να καταφέρνει αυτό το χωριό και στον κάθε έναν επισκέπτη, που τον κερδίζει με την πρώτη ματιά!

Μανώλης Δημελλάς

Καρπαθιακά Νέα