Γράφει ο αείμνηστος Ανδρέας Ηλία Μακρής
Τον Φεβρουάριο του 1943, ξαφνικά κι ανεπάντεχα ξέσπασε στα Πηγάδια μια χωρίς έλεος καταιγίδα. Δυνατό ανεμικό και χοντρά κύματα σάρωναν το λιμάνι. Ένα γερμανικό πολεμικό πλοίο που ναυλοχούσε στα Πηγάδια αγκυροβολημένο κοντά στο νησάκι «Δεσποτικό», του ξέσυρε η άγκυρα κι ακυβέρνητο πια εξόκειλε πλαγιασμένο στα αβαθή, πάνω στις ξέρες κάτω από τη «Bαγγελίστρα».
Επίσης, δύο Σιφνέικα καΐκια μαζί με το Kασιώτικο του καπεταν-Αργυρού (1) φουνταρισμένα αρόδο μέσα από το μουράγιο κατάφορτα πήλινα τσουκάλια, είχαν χειρότερη μοίρα. Έσπασαν οι καδένες της άγκυρας, κόπηκαν οι κάβοι στην ξηρά κι αλλεπάλληλα κύματα τα έριξαν στα αβαθή νερά κάτω από το «Σιντριβάνι». Εκεί χτυπώντας το ένα, το άλλο κατεστράφησαν ολοσχερώς. Γέμισε η θάλασσα συντρίμμια και μαδέρια που επέπλεαν παντού κι ο βυθός σπασμένα τσουκάλια και λαήνια.
Εκεί είχαμε και στεριανές ζημίες. Ένα μεγάλο κύμα πλημμύρησε την προκυμαία και το κατεβατό μαγαζί του Χατζημανώλη Καπετανάκη δεξιά στο σημερινό σιντριβάνι. Καταστράφηκε όλο το τσουβαλάτο εμπόρευμα: Όσπρια, ρύζι, ζάχαρι, αλεύρι. Ταυτόχρονα κι απ’ το πουθενά, σηκώθηκε «τρόμπα»2, θυελλώδης ψηλή στήλη αγερικού με νερό μεγάλης περιδίνησης με πορεία ευτυχώς προς το ανοιχτό πέλαγος, άλλως θα θρηνούσαμε και θύματα, αν η ασύμμετρη απειλή είχε πάρει κατεύθυνση προς τη στεριά.
Οι Πηγαδιώτες με το νησιώτικο ήθος της αυστηρής παράδοσης, από κούνια θαλασσινοί εξοικειωμένοι με ναυτικά ατυχήματα και τραγωδίες, περιέβαλαν αμέσως με παρηγορητικούς λόγους κι έργα τους άτυχους ναυτικούς. Έκαναν έρανο μεταξύ τους χωρίς την παραμικρή διάθεση επιδεικτικής φιλανθρωπίας, πιστοί στην Ευαγγελική ρήση:
«Μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου».
Συγκέντρωσαν μπατανίες3 και ρουχισμό να ζεστάνουν τα πληρώματα που κυκλοφορούσαν βρεγμένα καταχείμωνο μήνα στ’ αγιάζι, στον τσουχτερό βοριά, κι αργότερα τα χαρτζιλίκωσαν να πάνε σπίτια τους.
Το γερμανικό πολεμικό πάντως, περίμενε καλύτερη τύχη. Μεταλλικό σκαρί βλέπεις, επέζησε της θεομηνίας. Πλαγιασμένο με την πάντα πλημμύρισε νερά με το πλήρωμα ακινδύνως να το εγκαταλείπει. Μάλιστα ο Γερμανός πλοίαρχος «ανεντρανιστός-ανεντρανιστός4» κυκλοφορούσε αργότερα στην προκυμαία ψύχραιμος, παγερά αδιάφορος, με το ένα χέρι βολεμένο στην τσέπη, το άλλο να παίζει με αλυσιδίτσα και να σφυρίζει, σαν να μην τρέχει τίποτα! Δεν βάζω όρκο αν σιγοτραγουδούσε γνωστό τραγούδι της διάσημης τότε Γερμανίδας του Μεσοπολέμου Μarlen Dietrich ή κάποιο γερμανικό εμβατήριο… Τώρα αν ο Χίτλερ τον πέρασε αργότερα από Nαυτοδικείο, ο Θεός κι η ψυχή του, αν βέβαια επέζησε της λαίλαπας του πολέμου.
Αντίθετα, ο ένας εκ των δύο Σιφνιών καπετάνιων ήταν στο μαύρο του το χάλι. Απαρηγόρητος από την αδυσώπητη συμφορά που τον βρήκε, παρασυρμένος στη δίνη της απόγνωσης από την εφιαλτική πραγματικότητα, με άκοπη γενειάδα να φαίνεται πρόωρα γερασμένος, ξέμεινε μόνος κι αποσβολωμένος στο χείλος της προκυμαίας ανέκφραστος κι αμίλητος με μουδιασμένα χείλη κι απλανές βλέμμα να περιδιαβάζει τα συντρίμμια του καϊκιού.
Kωμική ειρωνεία, ένα δυνατό αγέρι πού ήρθε ξαφνικά του πήρε και το σκούφο! Στο απόγειο της απελπισίας, αγανακτισμένος με τη μοίρα του, μούντζωσε αυθόρμητα τον καιρό με τα δυό του χέρια τεντωμένα (πιθανόν θα ’θελε κι ανάσκελα με τα δυό του πόδια, αλλά που κουράγιο για χωρατό) και με οργίλη κραυγή ξέσπασε:
«Νάαα! Πανάθεμάσε, άτιμεε! Μου πήρες το καΐτσι, μου παίρνεις τσαι το σκούφο, που μ’απόμεινε…»
Παρά το μέγεθος της τραγωδίας, ο έτερος Σιφνιός καπετάνιος με απίστευτο κουράγιο και θαυμαστή καρτερικότητα αντιμετώπισε ψύχραιμα το πεπρωμένο. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά στον ουρανό, σταύρωσε παρακλητικά τα χέρια, και αυτό ήταν όλο. Δεν έδειχνε να χολοσκά, εκτός κι είχε άλλες αβάντες να βασισθεί για νέο ξεκίνημα. Τείνω μάλλον στην πρώτη εκδοχή. Στην παρηγοριά του «μπόρα είναι, θα περάσει. Θα φτιάξω μεγαλύτερο».
Οι Γερμανοί πάντως τις άλλες μέρες στεγανοποίησαν το ρήγμα του πολεμικού. Τοποθέτησαν στα έγκατα του κήτους αδειανά σφραγισμένα βαρέλια και με αντλίες άδειασαν το θαλασσινό νερό, μέχρι που το επανέφεραν στα ίσα και αξιόπλοο πλέον, ξανάρχισε -ατυχώς για τους συμμάχους μας- τις ναυτικές περιπολίες. Σίγουρα όμως, λίγα θάταν τα «ψωμιά» του λόγω της επερχόμενης εντωμεταξύ, ραγδαίας γερμανικής κατάρρευσης.
Για τους δικούς μας βιοπαλαιστές, η καταστροφή έμελλε να είναι ολοκληρωτική. «΄Αδικη μοίρα», από τη μια στιγμή στην άλλη, τους διέλυσες τη ζωή. «Εν μια νυκτί» βρέθηκαν ξυλάρμενοι, αφού το βιός τους πήγε στο βρόντο. Που πάει να ’πεί, καΐτσι και σιρμαγιά5.
Υποθέτω για τους άτυχους φαμελίτες ναυτικούς μας η ζωή τράβηξε την ανηφόρα… όσα κουράγια και να επιστράτευσαν. Γι αυτό, πάνω στον ανθρώπινο πόνο θυμάσαι την εβραϊκή παροιμία που λέει:
«Ο άνθρωπος σχεδιάζει, ο Θεός γελάει». Ψέματα είναι;
_______________
¬¬¬¬
1. Πληροφορούμαι εσχάτως ότι μεταξύ των πλουσιοτέρων Ελλήνων της
Αμερικής, συγκαταλέγεται και κάποιος Κασιώτης Αργυρός! ‘Αραγε εγγονός,
του άτυχου ναυτικού του διηγήματος μας;
2. Ανεμοστρόβιλος
3. Κουβέρτες
4. Αγέρωχος
5. Εμπόρευμα.
Από το βιβλίο: « Ποτιδαιέων! Εύθυμα, σοβαρά και κωμικοτραγικά!…»
26.2.2023
Καρπαθιακά Νέα