γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ευτυχία θα πει ελευθερία, ελπίδα, άντε κι ένα ζεστό φασκόμηλο! Ίσως να μη πολυσυμφωνείτε, όμως σα θα διαβάσετε την ιστορία του ταλαίπωρου Alessandro ίσως να κάνετε στροφή κι αλλάξετε ή τουλάχιστον σκεφτείτε την άποψη σας.
Συνήθως ο κακός πρωταγωνιστής, σε τέτοιες σκοτεινές κι άραχνες υποθέσεις, θέλουμε να είναι ένας κακομούτσουνος άθλιος ξένος!
Λοιπόν εδώ, σε τούτη τη μαύρη τραγωδία, μπροστάρης είναι ένας Καρπάθιος ρουφιάνος, ένα από τα πρόσωπα που αφήνουμε στη σκιά, δε θέλουμε να έχουν ανακατέματα και πάρε-δώσε με τον τόπο και την ιστορία του. Αυτός ήταν η αιτία για έναν από τα πιο αποτρόπαια φονικά που έγιναν πάνω στο νησί.
Για τον Alessandro Orofino γνωρίζουμε ελάχιστα, ήταν ένα ακόμη φανταράκι, από κείνα που βρέθηκαν στην Κάρπαθο αρκετά χρόνια πριν από τον 2οΠαγκόσμιο Πόλεμο. Κι αυτό το συμπεραίνουμε αφού τον Σεπτέμβρη του 1943, όταν πάτησαν στην Κάρπαθο οι Γερμανοί, εκείνος ήδη μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά.
Μέσα στην ένταση των ημερών πέταξε τη στολή, έκανε πέρα το τουφέκι και στην άκρη τις σφαίρες.
Φόρεσε παλιόρουχα, μα είχε κρατήσει μονάχα εκείνες τις χοντροκαμωμένες βαριές δερμάτινες μπότες, γιατί είχε το σκοπό του, ήθελε να σκαρφαλώνει γρήγορα πάνω στα μονοπάτια των βουνών.
ΟAlessandro λιποτάκτησε, δεν ήταν ο μόνος, αρκετοί Ιταλοί είχαν διαλέξει να κρυφτούν από τους Γερμανούς. Παιδιά από κάποια επαρχία της Ιταλίας, τα περισσότερα δεν πίστευαν στον φασισμό, ούτε στον πόλεμο, δε θα συμμαχούσαν με τους Γερμανούς, ούτε θα άφηναν τα κόκκαλα τους φυλακισμένοι σε ένα στρατόπεδο, αν κατάφερναν να περάσουν το Αιγαίο ως αιχμάλωτοι πάνω σε ένα επιταγμένο πλοίο.
Εκείνος ο χειμώνας ίσως ναταν ο χειρότερος του νησιού, με πρώτη την πείνα κι ύστερα το τρόμο, να ξεχύνεται από τα μάτια των ανθρώπων κι όπως γίνεται κάθε φορά σε τέτοιες περιπτώσεις, ο χρόνος γίνεται πιο αργός, μοιάζει να μετρά διπλά και τριπλά.
Μα όσοι δεν ήταν δικοί τους ή δεν έσκυβαν το κεφάλι, εκείνοι θα υπέφεραν φριχτά βάσανα.
Οι περισσότεροι Ιταλοί στρατιώτες επέστρεψαν ταπεινωμένοι στα ήδη ξεχαρβαλωμένα στρατόπεδα του νησιού, το armistizio (συνθηκολόγηση) δεν είχε στοιχίσει μόνο το γόητρο της χώρας τους, έγινε η ταφόπλακα στην τελευταία ελπίδα για την επιστροφή στα σπίτια τους.
Ετούτος ο φανταράκος δε το βάλε κάτω, πήρε δρόμο, κρύφτηκε σε μια περιοχή ανάμεσα στη Βωλάδα προς το Απέρι.
Αρκετοί από τους ντόπιους το γνώριζαν, ο Alessandro έβρισκε κρυψώνα στο εκκλησάκι της Κυράς Παναγιάς και κάποιοι, λίγο πιο θαρραλέοι κάτοικοι, όποτε μπορούσαν προσέφεραν μια μπουκιά, ένα πιάτο φαΐ, στον άμοιρο Ιταλό φυγά.
Λίγες μέρες αργότερα οι Γερμανοί ανασυντάχτηκαν κι έβγαλαν φιρμάνι, όποιος από αυτούς, που την είχε κοπανήσει, δεν επέστρεφε θα πλήρωνε με τη ζωή του! Ίδια τιμωρία περίμενε τους ντόπιους, που θα τολμούσαν να περιθάλψουν τους Ιταλούς.
ΟAlessandroOrofinoκαι πάλι δε γύρισε στο στρατόπεδο, σίγουρα σκεφτόταν πως αν τα κατάφερνε, αν τους ξεγελούσε και περνούσε για ντόπιος, ίσως να έβρισκε τρόπο να ξεφύγει, μα τότε ίσως να υπήρχε ένα καΐκι και να τον έπαιρνε μακριά, ίσως να γλύτωνε απ’ αυτή την κόλαση.
Το κεντρικό πρόσωπο ετούτης της τραγωδίας δεν ήταν ένα ξένος πολεμιστής, μα ένας Καρπάθιος προδότης!
Κάποιος Μανώλης, γνωστός για τις αχαμνές του αξίες, έμαθε για τη κρυψώνα του Ιταλού, δε συλλογίστηκε πολύ την απόφαση του. Έτρεξε και τον κάρφωσε, γνώριζε πως όλο και κάποιο «δώρο» θα έπεφτε στα χέρια του, ως αντάλλαγμα από αυτή τη σπουδαία πληροφορία.
Ήταν 23 Οκτώβρη του 43, ο Alessandro είχε βρει ζεστασιά στον νερόμυλο, ήταν βλέπεις εκείνη η γιαγιά, που του προσέφερε μια κούπα ζεστό φασκόμηλο, μα αυτό ήταν αρκετό για να κρατήσει αναμμένη την ελπίδα του, όταν έφτασε μια γερμανική περίπολος με τον ρουφιάνο τους να δείχνει την κρυψώνα.
Αμέσως συνέλαβαν τον Alessandro και τον οδήγησαν κάτω από το γεφύρι της Βωλάδας, εκεί τον έγδυσαν κι έπειτα τον έβαλαν να σκάψει έναν μικρό λάκκο.
Στoσακάκι του βρέθηκε ένα πορτοφόλι με 8.000 – 9.000 λιρέτες κι ένα πακέτο προκηρύξεις της αντίστασης, γραμμένες στα ελληνικά. Άραγε τι δουλειά είχε με την αντίσταση;
Έπειτα, έτσι σχεδόν γυμνό, τον έβαλαν να διαβάσει τις προκηρύξεις κι ένας από τους Γερμανούς σημάδεψε και τον πυροβόλησε πισώπλατα στο κεφάλι.
Η ανείπωτη τραγωδία δεν έχει τέλος, ο Alessandro τραυματίστηκε βαριά, ήταν όμως ακόμη ζωντανός, ψυχορραγούσε, έβαλε την παλάμη του χεριού του στην ανοιχτή πληγή, ένιωθε το ζεστό αίμα να τρέχει έξω από το σώμα του. Άραγε να πρόλαβε έστω μια προσευχή;
Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί, μαζί με τον Έλληνα συνοδό τους, στα βιαστικά έριχναν πέτρες και χώματα, τον έθαβαν ζωντανό στο μικρό λάκκο που τον είχαν βάλει να σκάψει.
Περίπου μια βδομάδα αργότερα, Δευτέρα 1ητου Νοέμβρη, ο Ιταλός στρατιωτικός ιερέας της Καρπάθου (το όνομα του μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο, ωστόσο από αυτόν έχουμε ένα καταπληκτικό ημερολόγιο που πρόσφατα μεταφράστηκε και εκδόθηκε), αφού πήρε άδεια από τους Γερμανούς, πήγε με μια ομάδα ντόπιων και στρατιωτών και ξέθαψαν το πτώμα του Alessandro, από την κοίτη του ποταμού.
Στη συνέχεια το μετέφεραν και το έθαψαν στο στρατιωτικό νεκροταφείο στη θέση Πλατύολο.
Λένε ότι η «πληρωμή» του Μανώλη, του ρουφιάνου, ήταν 10 κιλά αλεύρι και οι λιρέτες, που είχε ο φυγάς στο πορτοφόλι του!
Κάποιοι ντόπιοι, που έζησαν τα γεγονότα, μίλησαν για την απαίσια θανατερή οσμή εκείνων των ημερών κι όπως είπαν στον ιστορικό της Καρπάθου, τον Μανώλη Κασσώτη: «υπήρχε η φήμη ότι ο προδότης, λίγο μετά το φονικό, επέστρεψε σε κείνο το σημείο, ξέθαψε το πτώμα, πήρε τις μπότες του νεκρού και το ξανασκέπασε».
Ο Μανώλης Κασσώτης ήταν μικρό παιδί κι έζησε τα γεγονότα, θυμάται ακόμη και τις πιο φευγαλέες, τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες από τη δολοφονία του Alessandro Orofino, πόσο παράξενο, δε μπορούν να σβηστούν από τη μνήμη του!
Αυτός ο Ιταλός εξακολουθεί να είναι από τα πιο σκοτεινά, τα πιο θλιβερά φαντάσματα της Καρπάθου, βέβαια υπάρχουν και κάποιοι που φρόντισαν, ίσως άθελα τους, να καταστραφεί κάθε υποψία μνήμης.
Μα εκείνες οι μπότες, φορέθηκαν άραγε από τον ρουφιάνο; Δυο αρβύλες μπορούν να ανταλλάξουν μια ζωή; Κι εμείς πως θα αντιδρούσαμε σε μια παρόμοια πράξη;
Ευτυχία θα πει ελευθερία, ελπίδα κι ένα ζεστό φασκόμηλο!