"Φοροεισπρακτική" Καθαροδευτέρα! Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής

"Φοροεισπρακτική"  Καθαροδευτέρα! Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής

Πρωί-πρωί την Καθαρά Δευτέρα του 1924, χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του Ανδρέα Χατζηγιώργη Χιωτάκη στην προκυμαία των Πηγαδίων, ο μεγαλέμπορας και επί σειράν ετών σχολικός έφορος Κωστής Αμανεζής, συνοδευόμενος από τον Πηλιάτη δημοδιδάσκαλο Αντώνη Ηλ. Ασλανίδη, αποφασισμένοι με τo αυξημένο κύρος και τη δικονομική δεινότητα του Ανδρέα να εκμεταλλευθούν το τοπικό έθιμο της Καθαράς Δευτέρας, να ενισχυσθεί το ελλειμματικό σχολικό Ταμείο.
Σε εποχές δύσφορες ήταν κοινό μυστικό η αδυναμία να καλυφθούν οι αμοιβές του πολύτεκνου δασκάλου Ασλανίδη, πατέρα επτά παιδιών που έμενε στο νοίκι, απλήρωτου για κάμποσους μήνες και της επίσης απλήρωτης δασκάλας Ευανθίας Φιλιππίδη, μετέπειτα σύζυγος του δασκάλου Μιχαήλ Ν. Μοσχονά.
«Το και το» πρότειναν του Ανδρέα ως γραμματέας Πρωτοδικείου να αναλάβει στο «Λαϊκό» δικαστήριο της Καθαροδευτέρας το ρόλο του Καδή! Ο Χιωτάκης πατέρας τεσσάρων μαθητών της Αστικής Σχολής Πηγαδίων θεώρησε υποχρέωση του να συμβάλει στην εισπρακτική επιτυχία του παραδοσιακού εθίμου.
Ντύθηκε λοιπόν στην άσπρη νυχτικιά με γαλανές ραφές σαν ελληνική σημαία. Του ’ριξε η Αννίτσα του στον ώμο, ένα ολομέταξο είδος εσάρπας, μακρύ με κρόσσια και στη μέση μια φάσα βυσσινιά και εντός αυτής, υφασμένη χρυσή «γκρέκα1».
Έτοιμος πια, φόρεσε και το κόκκινο φέσι του Καδή κι αναχώρησε για το «δικαστήριο». Δεύτερος Αγάς επελέγη ο Χατζής Π. Χατζηπαναγιώτης και αυτός ντυμένος με νυχτικιά, φέσι και μια μαντίλα πανεριού μεταξοκεντημένη, πάνω του ριγμένη.
Το αστείο είναι ότι έβαψε κατακόκκινη και τη μύτη του, που δεν ήταν δα και μικρή. Γραμματέας δικαστηρίου ο Κωστής Αμανεζής με ανάλογη αμφίεση. «Δικαστικό» χώρο επέλεξαν το χωραφοοικόπεδο (τότε) κάτω από το παλιό Φαρμακείο του Αριστείδη Νικολαϊδη στη «Μέσα Γειτονιά» διαμορφωμένος από τους Ιταλούς κήπος, με παρτέρια, καναπέδες και μια στενόμακρη παράγκα να φυλάσσονται τα γεωργικά εργαλεία.
Τοποθέτησαν τρία τραπέζια για δικαστικά έδρανα, τα κάλυψαν μ’ άσπρο σεντόνι, έβαλαν και μερικά κατάστιχα, «ποινολόγια» δήθεν μαζί με τη βίβλο για «ένορκες» υποτίθεται, καταθέσεις των κατασκευασμένων «ενόχων». Πανέτοιμο πλέον το προεδρείο άρχισαν οι προσαγωγές!…
Προηγουμένως, μοίρασαν έξυπνα τους ρόλους. Τα πρωτεξαδέλφια Μανώλη Κων. Λάμπρου και Μανώλη Νικ. Λάμπρου οικιοθελώς προσελθόντα με πρόσωπα, χέρια και πόδια κατάμαυρα, βαμμένα σαν το μαυροτσούκαλο θα παρίσταναν τους Αρβανίτες δεσμοφύλακες, κουρδιστοί στημένοι έξω από την παράγκα-φυλακή, κρατώντας για όπλο από ένα φουρνοκόνταρο! Τους μεταμφιεσμένους σαν τα κρύα νερά δεσποινίδες (πανάθεμά τες) Παράσχο Ηλ. Χριστοδούλου και Γιώργη Κουτσούκο γιο της Καλαματιανής μαίας Μελπομένης, έντυσαν με ευρωπαϊκά ρούχα, ψηλοτάκουνα σκαρπίνια, μοντέρνα καπελίνα και κατάλευκα γάντια της Ευδοξίας2 της αρχοντοκόρης του μεγαλέμπορα Μηνά Μικροπανδρεμένου, μετέπειτα σύζυγος του γιατρού Βασιλείου Μ. Τρεμπέλα
Ο υπάλληλος της Finanza Γιώργης της Μαμής που μιλούσε άπταιστα τα ιταλικά, ντουέτο με τον Παράσχο Ηλ. Χριστοδούλου, που ήξερε φαρσί την Αγγλική, αλληλοσυμπλήρωναν άριστα τους ρόλους των γυναικείων θυμάτων και η συμμετοχή τους στην επιτυχία της ψυχαγωχαλαροεισπρακτικής εκδήλωσης ήταν καθοριστική!
Πήραν στο κυνήγι όλους τους επιφανείς γαλονάτους Ιταλούς προϊσταμένους των κατοχικών υπηρεσιών με το παχύ πορτοφόλι.Τους εξηγούσαν το έθιμο, τον σκοπό της διοργάνωσης και τέλος, να απαντούν με ένα ξερό: «Ναι!…» σε ό,τι ο Καδής θα ρωτούσε και να εξαγοράζουν ασμένως την ποινή, χωρίς αντιρρήσεις και να μην ζητούν αργότερα… «αναψηλάφηση» της δίκης!
Πρώτος κατηγορούμενος ο Maresciallo της Guardia di Finanza, ο προϊστάμενος του Τελωνείου κι αφεντικό του Γιώργη της Μαμής.
Στην ερώτηση του Καδή:
«Αληθεύει ότι καταχρώμενος τη θέση σου, αποπλάνησες τις πανέμορφες κοπελιές παίρνοντάς τες, στην ερημιά, πέρα στην… «Ξετρυπητή Καμάρα;»
Απάντησε: «Ναι», χωρίς διόλου να καταλαβαίνει τις ερωτήσεις του Καδή. Πλήρωσε πρόθυμα το πρόστιμο κι απήλθε χαμογελώντας. Το βράδυ όμως όταν πληροφορήθηκε το κατηγορητήριο, ξέσπασε στα γέλια και φυσικά με μια φιλική φάπα στο σβέρκο του υφισταμένου του Γιώργη της Μαμής.
Σειρά του ασυρματιστή Camilο Cοttoni διευθυντή τουΤαχυδρομείου παντρεμένου με την Πηγαδιώτισσα Ευγενία Νικ. Ματσάκη, ο οποίος με ραδιοτηλέφωνο και υπηρεσιακό συνθηματικό ιταλικό αλφαβητάριο μεταβίβαζε τα τηλεγραφήματα, με βάση το αρχικό γράμμα της κάθε ιταλικής λέξης. Όταν λ.χ., έλεγε:
«Ρόμα, Ιστρια, Νάπολη, Αόστα», σήμαινε Ρ.Ι.Ν.Α.
Ο πρόεδρος με «γαργαλιστικά» στοιχεία του απηύθυνε τις γνωστές κατηγορίες περί αποπλάνησης… των δεσποινίδων που τον κρατούσαν «αλά μπρατσέτα» δέσμιο ανάμεσα τους:
«Κύριε Cottoni, νομίζεις ότι κάνεις κρυφά τις δουλειές σου; Ο Τάδε Ταδόπουλος και ο Μπείξε – Δείξε περνούν έξω από το Ταχυδρομείο, καταγράφουν ό,τι λες και τα μεταφέρουν στην Ευγενία σου»
κι άρχισε να του αραδιάζει περιπτώσεις, κλείνοντας το μάτι πονηρά: «Μάρε, Αόστα, Ροτόντα, Ιστρια, Αόστα! Ποιά είναι αυτή η ΜΑΡΙΑ; Προϊστάμενος, τέτοια αίσχη! Έλεος». Βαρύτατο το επιδικασθέν πρόστιμο στο signore Cοttoni, ιδιαίτερα κατόπιν επιμονής του Αγά Χατζηπαναγιώτη (επιμονή κι αυτός ο αθεόφοβος) o oποίος τελικά, υπό το κράτος εύλογης αμηχανίας πλήρωσε την ποινή και απήλθε.
Αμ δεν χαρίστηκαν ούτε του Delegato di Governo. Τι δηλαδή, θεωρούσε ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής Papparo ότι είχε το «δεσμείν» και «λύειν» την Καθαροδευτέρα; Καίτοι γνωστός ο μεγάλος του έρωτας με τη σκετσιόρτζα Ειρήνη Πατουράκη εκ Κωνσταντινουπόλεως, μα τι λέω τώρα, εκθαμβωτικής ομορφιάς Ελληνίδα οδοντίατρο που σταμάταγε άτι!… με την ανέγγιχτη από τον χρόνο αλαβάστρινη επιδερμίδα και με την οποία άφησαν εποχή οι χοροεσπερίδες και οι εκδρομές τους. Ο Γιώργης της Μαμής τον συνέλαβε «επ’ αυτοφώρω», λες και τον έπιασε στα πράσα… όταν έκανε την «αταξία» αφού προηγουμένως τον είχε κατηχήσει στο σκοπό του εθίμου. Ενώπιον του Καδή ο Papparο παραδέχθηκε την «ενοχή» του. Ό,τι δήθεν με τη μηχανοκίνητη αλουμινένια βάρκα του (ατμάκατο) παρέσυρε σε ακολασία στα «Καντήλια», στη Σπηλιά… του Ποσειδώνα, τις δύο χαμηλοβλεπούσες «κοπέλες» που τον είχαν στη μέση δέσμιο!
Ο «πρόεδρος» σηκώθηκε πάραυτα από την καρέκλα του δηλώνοντας αναρμοδιότητα να εκδικάσει περίπτωση στρατιωτικού διοικητού και μάλιστα ανεψιό Καρδιναλίου! που κατηγορείτο για τέτοιας έκτασης ποινικά αδικήματα. Ζήτησε την άμεση σύγκληση «Στρατοδικείου», καίτοι ο Papparο επέμενε ότι επρόκειτο απλά για «θαλασσινή απόδραση». Φοβούμενος όμως ο Papparo ποινή «ειρκτής», παρακάλεσε τον Καδή να δείξει ανθρώπινη κατανόηση και να τον καταδικάσει με βαρύ έστω, χρηματικό πρόστιμο και να λήξει η «περιπέτεια» του με την υπόσχεση ότι, δεν θα το ξανακάνει!… Άλλο δηλαδή που δεν ήθελαν οι «εισπρακτοδικαστές!»
Αλλά και ντόπιοι επώνυμοι, δεν γλύτωσαν τον «διασυρμό» και το βαρύ χρηματικό πρόστιμο. Αίφνης ο μεγαλέμπορας Μηνάς Μικροπαντρεμένος που τον προσήγαγαν βιαίως, με διαταγή του Καδή οι δύο «Αρβανίτες» δεσμοφύλακες και τον έβαλε μετά πόστα.
To κατηγορητήριο;
«Οι αποθήκες σου στα «Βουρλίδια» πήραν φωτιά Μηνά. Ντουμανιάσανε τα Πηγάδια από την καπνούρα, αλλά εσύ κατηγορούμενε το χαβά σου! Φαίνεται απορροφημένος με τα θέλγητρα των ωραίων δεσποινίδων. Μηνά δεν φοβήθηκες την Ευδοξία σου, την Καλλιόπη;» και συνέχισε μ’ ένα, όλο μυστήριο σαν της Τζοκόντας χαμόγελο.
«Κάποτε αυτή σου η αδυναμία στον ποδόγυρο, πρέπει να σταματήσει.
Τόσο απλά, απλούστερα δεν γίνεται!…»
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. «Κλακαδόροι» φίλοι του Μηνά φώναζαν
ρυθμικά από το ακροατήριο:
«Σταύρωσον! Σταύρωσον αυτόν!»
Ο κατηγορούμενος μέχρι το τέλος ηρνείτο φυσικά την ενοχή του. Τα θεωρούσε όλα αβανιές3, υπερτονίζοντας την αθωότητά του και το κατάλευκο ποινικό του Μητρώο!
«Εγώ κύριε πρόεδρε, είμαι τύπος και υπογραμμός!»
επέμενε να λέει, διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του. Αλλά επειδή με το πες, πες, έχανε τον καιρό του και για να ξεμπερδέψει μια και καλή με τη «δικαιοσύνη», προθύμως, εκθύμως κατέβαλε γαλαντόμο πρόστιμο κι αποχώρησε ελεύθερος. Οι δικαστές με τον ντόρο που έγινε έτριβαν με ικανοποίηση τα χέρια, βλέποντας τον «κουζουρέ»4 να γεμίζει με ιταλικές λιρέτες.
Ακόμα και τον εν τοις πράγμασι πρόεδρο των δικαστηρίων Φωκά Ι. Οικονομίδη έμπλεξαν στα «σεξουαλικά» σκάνδαλα να «τρωθεί» το κύρος του… Προσήχθη ενώπιον του Καδή (συνάδελφος του Ανδρέα στα δικαστήρια στο Κονάκι 5) κατηγορούμενος για «αποπλάνηση» των δύο δεσποινίδων…Ο Καδής μέχρι να αρχίσει το κατηγορητήριο έριξε μια λοξή ματιά στο Φωκά, του έκλεισε το μάτι και μετά κατέβαλλε ιδιαίτερη προσπάθεια να συγκρατήσει τα γέλια, αφού θα του καταλόγιζε μείζον ηθικό σκάνδαλο:
«Πρόεδρος, παρά Προέδρω!… Δεν αισχύνεσθε κύριε συνάδελφε! Και το λέω
κατά τον κοσμιότερο δυνατό τρόπο. Δημόσια, κύριε συνάδελφε; Πήρε χαμπάρι
η Παρασκευή, τα καμώματα σου κατηγορούμενε;»
Ο «πρόεδρος» με προσποιητή σοβαρότητα άρχισε τις νουθεσίες και τις παραινέσεις διανθισμένες τώρα με συναισθηματικές εκκλήσεις για κόσμια στο μέλλον συμπεριφορά μετά το ατυχές επεισόδιο, ενώ ο «κατηγορούμενος» συνέχισε ατάραχα να χαμογελάει. Άντε μετά να σταματήσουν τα ξεκαρδιστικά γέλια, ξεχνώντας για λίγο τις καθημερινές κουραστικές δίκες στο «Κονάκι».
Να σημειωθεί ότι οι γυναίκες των κατηγορουμένων Ειρήνη του Delegato di Governo, Ζοφρέ του Maresciallo, Ευγενία (Cottoni), Καλλιόπη (Μικροπαντρεμένου), Παρασκευή (Φ. Οικονομίδη) και του Καδή, Αννίτσα (Χιωτάκη), παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και χωρίς ζηλοτυπίες τη διαδικασία της δίκης, ξεκαρδιζόμενες κάθε φορά στα γέλια. Φαντάζεσθε τα μεταξύ τους αλληλοπειράγματα, πρώτη φορά να ακούν «φόρα παρτίδα» αποκαλυπτικές κι εξόχως επιβαρυντικές απολογίες για εξωσυζυγικές σεξουαλικές επιδόσεις των συζύγων και μάλιστα ενοχές πατενταρισμένες, αβίαστα ομολογημένες και με όρκο, όχι ανωμοτί.
Ενήμερος ο εφημέριος παπα-Νικόλας του Φιλιππή για τη διεξαγωγή του αποκριάτικου «δικαστηρίου», πέρασε αυτοβούλως από εκεί. Των αδυνάτων αδύνατον, να μη δώσει το παρόν! Έβγαλε το βαλάντιο κι ακούμπησε στο ταμείο τον οβολό του, ένα… «τρυπητό». Ταυτόχρονα αποτεινόμενος στον Καδή του υπενθύμισε:
«Ανδρέα 6 και του χρόνου! Σε περιμένω να αρχίσουμε τον «Ευλογητό» της
ακολουθίας του Εσπερινού της Καθαροδευτέρας της μεγάλης Σαρακοστής».
Προς το τέλος της ημέρας ο πρόεδρος δεν έδειχνε διάθεση να συνεχίσει. Έβγαλε από το τσεπάκι το χρυσό στρογγυλό ρολόι για να δείξει πως πέρασε η ώρα και πρέπει να γίνει ταμείο. Προς μεγάλη ανακούφιση των «δικαστών», τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν υπερκάλυψαν τις διδασκαλικές μισθοδοσίες ολόκληρης της σχολικής χρονιάς. Τέτοια προσοδοφόρα Καθαροδευτέρα σε εποχές ισχνότατων αγελάδων με πνευματώδες κατηγορητήριο, χωρίς χυδαίες εκφράσεις και βωμολοχίες, δεν έχει μεταγίνει. Ο «καδής» Ανδρέας Γ. Χιωτάκης (παππούς μου και φέρων το όνομα του) απέσπασε τα περισσότερα χειροκροτήματα για το ευρηματικό «κατηγορητήριο» γιατί, ανάλογα με την ιδιότητα και τα χαρακτηριστικά του κάθε κατηγορουμένου ανακάλυπτε διάστικτα ερωτικά επιβαρυντικά στοιχεία, αν και πολύ φοβάμαι ψιλά γράμματα…για τους «κατηγορουμένους». Χειροκροτήματα και μπράβοοο! απέσπασαν και οι δύο «Αγάδες» του προεδρείου, τα δύο ταλαίπωρα «γυναικεία θύματα» και οι δύο κατάμαυροι «Αρβανίτες» φρουροί.
Το λυπηρό όμως γεγονός που σκίασε, που σόκαρε αναπάντεχα την κοινωνία των Πηγαδίων ήταν ο επισυμβείς μετ΄ολίγων ημερών θάνατος, του άτυχου 25χρονου Γιώργη της Μαμής7. Λέγεται ότι ίδρωσε την Καθαρά Δευτέρα, κρυολόγησε με τα αραχνοΰφαντα γυναικεία φορέματα της Ευδοξίας, έπεσε στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό (ανεφέρθη όμως και υποψία μηνιγγίτιδας) κι ανήμερα του Ευαγγελισμού, κοντανάσαινε, έσβηνε, ψυχομαχούσε. Μετά παρέλευση ολίγων ημερών σε γενικό θρήνο, το λεβεντόπαιδο μοναχοπαίδι της άτυχης Καλαματιανής μάνας έπαψε να υπάρχει. Έκλεισε τα μάτια του όλο παράπονο και η ευαίσθητη και τόσο τρυφερή καρδιά του, έπαψε να χτυπάει. Ο αδόκητος χαμός του συγκλόνισε το νησί. Τον έκλαψαν κι οι πέτρες.
Στην εξόδιο ακολουθία σε κλίμα έντονης συγκίνησης, παραβρέθηκε σύσσωμο το δημοτικό σχολείο, όλη η κοινωνία των Πηγαδίων, ολόκληρη η ιταλική Φρουρά. Τέτοια κατραπακιά χρόνια είχε να βιώσει η μικρή μας κοινωνία. Το μοιρολόι κράτησε κάμποσο καιρό.
______________________
1. Ο αρχαιοελληνικός Μαίανδρος.
2. Μετέπειτα σύζυγος του γιατρού Βασιλείου Μ. Τρεμπέλα.
3. Συκοφαντία, άδικη κατηγορία.
4. Συρτάρι γραφείου (Τούρκικη λέξη).
5. Διοικητήριο.
6. Γνώστης της Βυζαντινής μουσικής. Ενίοτε, εκτελούσε αμισθί, χρέη
ιεροψάλτη.
7. Γιός της Καλαματιανής Μαίας Μελπομένης Κουτσούκου. Καμία σχέση με τον
περιβόητο νταή, κοντραμπατζή και λήσταρχο Γιώργη Φανάρη, φόβος και
τρόμος των Καρπαθίων στις αρχές του 20ου αιώνα, αποκληθείς και Γιώργης
της Μαμής.

Από το τελευταίο βιβλίο “Ποτιδαιέων! Εύθυμα, σοβαρά & κωμικοτραγικά”