Θυμούμαι και γράφω
Όλοι μας ζήσαμε την οδυνηρή στιγμή του χωρισμού από την πατρίδα, από τα αγαπημένα πρόσωπα και πράγματα. Όλοι γευτήκαμε τη στυφή και πικρή γεύση της αναμονής μέχρις ότου ένα πλοίο, μας απομακρύνει από τον τόπο που γεννηθήκαμε που δεθήκαμε σωματικά και ψυχικά.
Ο πόνος εξιδανικεύεται. Οι κινήσεις γίνονται μηχανικές και αυτόματες, χέρια που σφίγγονται, αγκαλιάζουν και αγκαλιάζονται με νευρικότητα. Απανωτά στεγνά φιλιά.
Οι τελευταίες λέξεις που δεν θα τις θυμηθεί κανείς πια. Και γύρω η βουβή παρουσία των αγαπητών προσώπων, που πνίγουν τους λυγμούς. Οι γονείς, τα αδέλφια, η γυναίκα, τα παιδιά, η αγαπημένη. Να μπορούσες να τους πάρεις όλους μαζί σου.
Βλέπεις με αγωνία το πονεμένο πρόσωπο της Μάνας. Ω, πρέπει να την ξαναδείς! Πρέπει! Η μητέρα γίνεται η κεντρική, δραματική μορφή τη στιγμή του χωρισμού. Αυτή υλοποιεί και συμβολίζει τον βαθύ, μεγάλο πόνο.
Τη φυσική αδυναμία της μάνας, να τρέξει πίσω από το παιδί της, από το σπλάχνο της, μάχεται μια μεγάλη δύναμη που πλημμυρίζει τη μητρική ψυχή: η δύναμη της προσευχής και της ευχής. Η συντρόφισσα ευχή της θα είναι κοντά στο παιδί της, θα αντικαθιστά την ίδια, την τρυφερότητά της, τα χάδια της, τα φιλιά της:
Για να σμικρύνει τούτο το χάσμα, αυτό το κενό, ο Κασιωτης που ξενιτεύεται, σέρνει μαζί του χίλια – δυο μικροπράγματα, άχρηστα μερικές φορές, πολύτιμα όμως γιατί διατηρούν τον δεσμό του με τη Κάσο
Οι ελιές και το λάδι της απο τους κάμπους της, τα σύκα της από το Πλατύολο, μα και την συτάκα από τα μιτάτα της.
Στη Μπούκα μια φορα κ ένα καιρό….
-Σ’ αφήνω γεια, μανούλα μου, σ΄ αφήνω γεια, μητέρα,
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα φύγω, μάνα, και θα ‘ρθω, μα μην πολύ λυπάσαι.
-Παιδί μου, φύγε στο καλό, κι όλοι οι άγιοι κοντά σου
Και της μανούλας σου η ευχή να ‘ναι για φυλαχτό σου
Να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Μη σε πλανέψει η ξενιτιά κι εμάς μας λησμονήσεις.
Παιδί μου, τη μανούλα σου αν πάψεις να θυμάσαι,
Με δίχως βαρυγκόμηση συγχωρεμένος να ‘σαι,
Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου.
Σύρε, παιδί μου, στο καλό και σύρε την ευχή μου!
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
Για χάρη σου να ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίσεις,
Και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μην στραγγίσεις…
Ετσια τα θυμούμαι …. Στο λιμανάκι της Μπούκας σαν ερχόταν το Ανδρος….το Δέσποινα… το Αρκαδία.
ΥΓ.
Οι φωτογραφίες; Απο το άλμπουμ «Βρείτε ποιοι είμαστε»
www.kasosfotossoilis.blogspot.com
Βρείτε τους και βάλτε ονόματα.
21.6.2023
Καρπαθιακά Νέα