"Γενιά Πολυτεχνείου" διήγημα της Σοφίας Παράσχου Χατζηδημητρίου

"Γενιά Πολυτεχνείου" διήγημα της Σοφίας Παράσχου Χατζηδημητρίου

Το διήγημα, «Γενιά Πολυτεχνείου», το έγραψα πριν αρκετά χρόνια επιστρατεύοντας τόσο τα φοιτητικά μου βιώματα όσο και τις πρόσφατες εμπειρίες από τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου. Αποτελεί το πρώτο μέρος ενός -ανέκδοτου μέχρι στιγμής- σπονδυλωτού αφηγήματος.

 Γενιά Πολυτεχνείου

 Η Μαίρη έφτασε τρέχοντας σχεδόν στην πολυκατοικία της Λένας και χτύπησε το κουδούνι. Το άγχος της είχε φτάσει μέχρι το λαιμό. Δώδεκα παρά είχε πάει η ώρα, πότε να ψωνίσει, πότε να μαγειρέψει. Κι είχε σκοπό να φτιάξει και σπανακόπιτα. Α, μπα, δε θα προλάβαινε. Η φωνή της Λένας ακούστηκε από το θυροτηλέφωνο

-Ποιος είναι;

-Έλα, εγώ είμαι, κατέβα.

Σε λίγα λεπτά βγήκε χαμογελαστή η φίλη της . Φιλήθηκαν.

 -Καλημέρα, συντρόφισσα. Πώς πήγε η γιορτή στο σχολείο σου; Το Πολυτεχνείο ζει;

 Άρχισαν να ανηφορίζουν το δρόμο της λαϊκής σέρνοντας πίσω τους τα σιδερένια καροτσάκια.

 -Άσε με, ρε Λένα, δεν ξέρω αν ζει το Πολυτεχνείο, αλλά εγώ είμαι πεθαμένη από την κούραση και το άγχος. Αν σου περιγράψω τη μέρα μου μέχρι αυτή τη στιγμή, θα με λυπηθείς. Από τις εφτά όρθια να ψάχνω άσπρα πουκάμισα, μπλε παντελόνια, φούστες, μαντήλια, ένας πανικός, και στις οκτώ είχα να πάω στο σχολείο της Μαρίνας να παρακολουθήσω τη γιορτή του Πολυτεχνείου. Βούιξε το κεφάλι μου από τις φωνές της πιτσιρικαρίας. Να ήσουν από καμιά πλευρά να βλέπεις να χτυπηθείς κάτω από τα γέλια. Ένα τσούρμο μπόμπιρες, ένα μέτρο το ψηλότερο. Τα πρωτάκια, βρε φιλενάδα, έξι χρονών σπόρια, και να τραγουδάνε το “Ένα το χελιδόνι”. Να κατουριέσαι σου λέω. Η δικιά μου η κόρη, παλιοσειρά στο σχολείο καθότι πεμπτάκι, διάβαζε το χρονικό. Σε μια στιγμή λέει, “ήρθανε τα τανκς με τους πυροβολείς αναμμένους”. Ποιους πυροβολείς, παιδάκι μου πυροβολημένο, προβολείς τους λένε, έχεις και μάνα γενιά Πολυτεχνείου!

 Η Λένα άφησε το καρότσι κι έβαλε το χέρι μέσα στη τσάντα της ψάχνοντας το κινητό της.

 -Σιγά, καλέ, μη χέστηκε η Μαρίνα αν εσύ είσαι γενιά Πολυτεχνείου. Τώρα είναι στα πάνω της η γενιά γυμναστηρίου. Το Μπαίυ Γουωτς έχει πέραση σήμερα.

 -Καλά λες. Και μια και το ‘φερε η κουβέντα, πάμε, μωρέ, κι εμείς σ ένα γυμναστήριο. Έχουμε πλαδαρέψει τελείως, μαύρο χάλι έχουμε γίνει.

 Η Λένα έλεγξε το τηλέφωνο αν είναι σε λειτουργία.

 -Είπα στο γιο μου να με πάρει μόλις τελειώσει η γιορτή τους για να μου πει αν θα ‘ρθει σπίτι αμέσως ή θα πάει να παίξει ποδόσφαιρο.

 -Κι ο δικός σου κολλημένος με τη μπάλα, ε; Ο δικός μου είναι του θανατά με την υπόθεση του Μπάγιεβιτς. Γιατί, βρε αγόρι μου, σκας, του λέω, που έφυγε ο Μπάγιεβιτς από τον Ολυμπιακό; Αφού εσύ είσαι Παναθηναϊκός. Και τι μου απάντησε το βλαστάρι μου; Ότι φοβάται, λέει, μην πάει ο Μπάγιεβιτς στην ΑΕΚ και ανέβη στην κατάταξη! Μ’ αυτή την αγωνία ζει ο γάιδαρος από προχθές. Που έγραψε δωδεκάρια στ’ Αρχαία και στη Γλώσσα, το ξεπέρασε αμέσως.

 -Δώδεκα ε; Κι ο δικός μου δεκαπέντε. Τρεις ώρες τον διάβαζα Αρχαία κι έγραψε δεκαπέντε. Πες μου, σε παρακαλώ, τα άλλα παιδιά που δεν έχουν μάνες φιλολόγους, τι γράφουνε;

 -Είκοσι γράφουνε. Εγώ έχω μια μαθήτρια που έχουν ψιλικατζίδικο οι γονείς της και μου γράφει δεκαεννιά- είκοσι στα τεστ. Και σ’ όλα τα μαθήματα δηλαδή. Πέρσι να φανταστείς το ‘βγαλε με δεκαεννιά και δώδεκα. Ένα δεκαεννιά είχε μόνο στη Γυμναστική. Τρομερή μαθήτρια σου λέω, Λένα. Το τι λογοτεχνία έχει διαβάσει δε φαντάζεσαι. Κι όλα τα βιβλία δανεισμένα από τη βιβλιοθήκη. Εμείς έχουμε πήξει στο βιβλίο και τα παιδιά μας μόνο αθλητικά και κόμικς διαβάζουνε.

 Είχανε φτάσει στην αρχή της λαϊκής, εκεί που ήτανε οι πάγκοι με τα λουλούδια. Η Μαίρη έσκυψε να μυρίσει τα ζουμπούλια.

 -Στο γυρισμό να πάρουμε κανένα χρυσάνθεμο. Κοντεύει να βγει το φθινόπωρο και δεν το πήραμε είδηση.

 -Γαρύφαλλα να πάρουμε. Είναι και αγωνιστικό λουλούδι, μέρα που είναι.

 -Α, ναι, προπαντός. Μη ξεχνάμε και το Μπελογιάννη. Πόσα χρόνια έχουν περάσει, κοντά τριάντα. Πω πω, γεράσαμε φιλενάδα, σκατόγριες γίναμε. Τι μέρες όμως κι εκείνες που ζήσαμε, σαν όνειρο μου φαίνονται. Έβλεπα προχθές τον Παπαχρήστου σε μια εκπομπή. Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Σαν πρησμένος ένα πράμα.

 Η Λένα στάθηκε μπροστά στον πάγκο με τις πατάτες.

 -Πατάτες Αχαΐας. Είναι καλές, λες; Καλές θα είναι. Μου βάζετε τρία κιλά, σας παρακαλώ;

 Πήραν τις πατάτες και συνέχισαν.

 -Δε σου τελείωσα. Φεύγω που λες από τη γιορτή της Μαρίνας και πάω καρφωτή στο σχολείο μου. Ήταν ν’ αρχίσει η γιορτή στις δέκα και είχε πάει δέκα και μισή και δεν είχαμε αρχίσει. Πρόβλημα, λέει, με τα μικρόφωνα. Τα νεύρα μου εντωμεταξύ, τσατάλια. Αρχίζει τελικά η γιορτή και μας πετάει κατακέφαλα ένα λόγο ο Γυμνασιάρχης, απερίγραπτο, μισή ώρα μίλαγε, αν έχεις Θεό. Το τι μαλακίες είπε, δε μπορώ να σου πω. Από κάτω εντωμεταξύ να γίνεται η χάβρα. Άντε πάλι ξανά -μανά να πουν το “Ένα το χελιδόνι”, άντε τη “Ρωμιοσύνη μην τη κλαις”, εμάς να κλαις σκεφτόμουνα, άντε και το προσκλητήριο νεκρών, να σώσουμε να φύγουμε πια, και τα παιδιά από κάτω απέραντα αδιάφορα. Τρία πουλάκια κάθονταν, το τρίτο ήταν όρθιο, σου λέω. Στο τέλος πέταξε ο γυμνασιάρχης και την απαραίτητη κορώνα: «Το πολυτεχνείο ζει!» Κι όσο φώναξες εσύ, φιλενάδα μου, άλλο τόσο και τα παιδιά. Νεκρική σιγή μετά το σύνθημα. Μια γιορτή σκέτη ξεφτίλα. Δεν την μπορώ, βρε Λένα, πια την ξεφτίλα, καλύτερα να μη γίνεται γιορτή.

 Η Λένα σταμάτησε και την κοίταξε στα μάτια.

 -Είσαι καλά; Σου κακοπήγε που καθόμαστε σήμερα; Ξέρεις τι ήτανε για μένα χθες να μην έχει διάβασμα ο γιος μου; Πήγα στο κομμωτήριο και ξεκουράστηκα, η γυναίκα. Μεγάλη υπόθεση μια αργία μέσα στο Νοέμβριο. Αφού ξέρεις τι σκεφτόμουνα; Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος, τελικά. Κερδίσαμε μια αργία.

 Η Μαίρη έβαλε τα γέλια.

 -Γεια σου, Λενάκι μου, ο αγώνας τώρα δικαιώνεται! Πάμε απέναντι να αγοράσουμε σπανάκι. Δε μου λες, το κοντό σπανάκι είναι το καλό ή το αψηλό;

 -Σαφώς το κοντό. Θα πάρω κι εγώ κανένα κιλό για σπανακόρυζο. Μόνο εγώ θα το φάω βέβαια, αλλά θα πάρω.

 -Κι εγώ είπα να φτιάξω σπανακόπιτα σήμερα. Αυτή η Μαρίνα είναι θεόχλωμη, μάλλον έχει αναιμία.

 -Της έκανες εξέταση;

 -Δυο κιλά σπανάκι κι αυτά τα κρεμμυδάκια. Όχι, δεν της έκανα, αλλά σίγουρα είναι ανεμική, αφού έχει να φάει κρέας έξι μήνες το ηλίθιο παιδί.

 -Τίποτε δεν τρώνε τα βρωμόπαιδα. Μόνο Γκούντις. Πορτοκάλια θα πάρεις;

 -Βέβαια, αλλά όχι απ΄αυτόν, ξέρω ένα παραγωγό πιο πάνω. Έχει και μανταρίνια.

 -Αν έχει κλημεντίνες θα πάρω. Δεν έχω καμιά όρεξη να ξεκουκουτσιάζω τα μανταρίνια μπας και φάει κανένα ο κανακάρης μου.

 Προχώρησαν μέχρι τις ντομάτες. Η Λένα πήρε μια στα χέρια της και την πίεσε να δει αν είναι σφιχτή. Ο πωλητής της την άρπαξε από το χέρι.

 -Τι τη ζουλάς τη ντοματούλα, μαντάμ; Δεν κορνάρει!

 Συνέχισαν να βαδίζουν και να ψωνίζουν ώσπου γέμισαν τα καρότσια μέχρι πάνω. Η ώρα είχε πάει δωδεκάμιση.

 -Βρε Μαίρη, δε σταματάμε σ’ αυτό το καφενείο να πιούμε ένα καφέ και να τα πούμε λίγο με ησυχία; Έχουμε χαθεί τον τελευταίο καιρό.

 Η Μαίρη έριξε μια ματιά στο ρολόι της.

 -Ας κάτσουμε. Θα τη φτιάξω τ’ απόγευμα τη σπανακόπιτα. Ας φάνε ομελέτα για μεσημεριανό. Στο κάτω κάτω, αργία έχω σήμερα.

 Κάθισαν στο καφενείο και παράγγειλαν από ένα νες καφέ η κάθε μια. Τους έφεραν τα φακελάκια του καφέ και καυτό νερό. Έριξαν τον καφέ στα φλιτζάνια με λίγο νερό και ζάχαρη και με το κουταλάκι βάλθηκαν να ταράζουν με δύναμη το μείγμα.

 -Ρε, Λένα, χρόνια έχω να χτυπήσω νες καφέ. Τι θυμήθηκα τώρα! Εκείνο το πατάρι του “Κοραή”, στην Ιπποκράτους, που μαζευόμασταν όλη η παρέα και χτυπάγαμε το νες καφέ με μια μανία! Όλες οι πολιτικές ζυμώσεις γινόντουσαν με ένα φλιτζάνι στο ένα χέρι κι ένα κουτάλι στο άλλο. Οι πιο ωραίες συζητήσεις γινόντουσαν όσο χτυπάγαμε το νες καφέ. Ήρθε στη ζωή μας ο γαλλικός καφές και αλλάξαμε πορεία…

Τα τελευταία λόγια πνίγηκαν μέσα στο λυγμό που ανέβηκε στο λαιμό της. Έσκυψε πάλι στο φλυτζάνι της και συνέχισε να χτυπά…

 Η Λένα κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω και ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. Άνοιξε το πακέτο της και πήρε ένα τσιγάρο.

 -Εγώ ξέρεις τι θυμήθηκα; Τότε που είχαμε κλειστεί στη Νομική και κόντευαν να τελειώσουν τα τσιγάρα. Θυμάσαι; Δώσαμε όλοι τα πακέτα στη Συντονιστική κι έγινε μια στοίβα τσιγάρα κι όποιος ήθελε να καπνίσει, πήγαινε από κει και έπαιρνε. Θυμάσαι, ρε φιλενάδα, το πρωί που ξυπνήσαμε που έβαλε κάποιος στο ραδιόφωνο ένα πρόγραμμα με πρωινή γυμναστική κι αρχίσαμε να γυμναζόμαστε;

 -Αν θυμάμαι, λέει! Είχε έρθει ο Μάνθος, το θυμάσαι το Μάνθο που μου κόλλαγε και μ’ έλεγε “φιγγαράκι μου”; Καρδιτσιώτης ήτανε. Είχε έρθει που λες πρωί πρωί μες στην αίθουσα Καββαδία που κοιμόμασταν και μου λέει. “Ξύπνα, γαϊτανοφρύδα μου, γιατί όπου νά ‘ναι θα μπουκάρουν οι μπάτσοι μέσα”. Α, ρε Μάνθο, που να ‘σαι κι εσύ τώρα.

 -Καθηγητής είναι στους Σοφάδες Καρδίτσας. Μου το ‘πε η Νένη που τον συνάντησε πέρσι σε μια εκδρομή σε κείνα τα μέρη.

 Άναβαν το δεύτερο τσιγάρο όταν χτύπησε το κινητό της Λένας.

 -Έλα, Γιώργο, τι έγινε; Τέλειωσε η γιορτή; Στις δύο θα ‘ρθεις; Καλά. Τι; όχι, αποκλείεται. Δεν θα πας, άκουσες; Αποκλείεται! Δε γίνεται σου λέω. Τι; Καλά, έλα γεια.

 -Τι έγινε;

 -Ο γιος μου. Να πάει λέει στην πορεία με κάτι φίλους. Δεν τον άφησα, Μαίρη. Ποιος ξέρει τι θα γίνει σήμερα. Αυτοί είναι εξαγριωμένοι και με τον ερχομό του Κλίντον. Χαμός θα γίνει στην Αθήνα.

 -Άσε πάλι αυτό με τον Κλίντον. Θα μας κλειδώσουν, λέει, μες στο σπίτι 24 ώρες. Καλέ, έχει ξανακουστεί κάτι τέτοιο; Αναστολή του Συντάγματος έχουμε, αν κατάλαβες καλά, συντρόφισσα Λένα.

 -Έλα ντε, εκείνα τα άρθρα που λένε για ελεύθερη διακίνηση ιδεών και πολιτών. Τέτοια ξεφτίλα. Θα κλειστούμε μέσα σαν τους ελεύθερους πολιορκημένους. Μη ξεχάσουμε ν ακούσουμε και Ντόυτσε Βέλλε. Και μου θέλει και πορεία ο γιος μου. Α πα, πα!

 -Θυμάσαι, την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου που ήμασταν επιτροπή περιφρούρησης; Έτσι καμιά φορά τα σκέφτομαι και νομίζω πως ήταν ένα όνειρο. Εγώ ήμουν και στην ομάδα που είχε στήσει τότε την πρώτη έκθεση με υλικό από το Πολυτεχνείο. Πεντέξη μέρες τη στήναμε κι ήμουν εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Θυμάμαι τα τραγούδια από το μεγάφωνο, το “Πάλης ξεκίνημα”, το “Επέσατε θύματα” κι εκείνο εκεί το -άρχισε να τραγουδά- “ζει, ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας, ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές”, η φωνή της χαμήλωσε ξαφνικά, ξεροκατάπιε

 -Δε μπορώ ρε γαμώτο, ακόμα συγκινούμαι.

 -Κι εγώ…Όσο θυμάμαι εκείνη την πρώτη πορεία… Τι κόσμος, θεέ μου. Ύστερα μας ρίξανε τα δακρυγόνα και πήγαμε και χωθήκαμε μέσα στο Χίλτον. Δε θα ξεχάσω τι καλά μας φέρθηκαν οι υπάλληλοι. Μας έκρυψαν στην αρχή κι ύστερα μας έβγαλαν σιγά σιγά έξω από την πίσω πόρτα. Μπήκαμε μες το Χίλτον και φωνάζαμε “έξω οι Αμερικάνοι” και χαμογελούσαν οι υπάλληλοι.

 -Σα να ξέρανε τι θα γίνει μετά από λίγο καιρό. Γιατί μη μου πεις, Λένα μου, πως εκείνο το σύνθημα δεν έπιασε τόπο. Αν το καλοσκεφτείς, αυτές τις μέρες με τον Κλίντον θα είναι έξω οι Αμερικάνοι, δηλαδή στους δρόμους, κι εμείς μέσα στα σπίτια μας, έγκλειστοι. Εκεί τον φτάσαμε τον αγώνα. Στα άκρα!

 -Μωρέ, καλά το είπε ο Καραμανλής, ένα απέραντο φρενοκομείο είμαστε.

 -Και τα κεντρικά γραφεία του είναι στη Βουλή.

 Έβαλαν κι οι δυο τα γέλια.

 -Μαίρη, ξέρεις πόσα χρόνια έχω να πάω στο Πολυτεχνείο; Όταν ήταν μικρός ο γιος μου τον παίρναμε και πηγαίναμε με τον Αντώνη κάθε χρόνο, αγοράζαμε λουλούδια, του μιλάγαμε….

 -Ναι κι εμείς πηγαίναμε τότε τα πρώτα χρόνια με τη μεγάλη μας κόρη. Η Είρηνα ήταν τριών-τεσσάρων θυμάμαι και φώναζε “Το Πολυχτενείο ζει”. Πολυχτενείο έλεγε το Πολυτεχνείο και κατουριόμασταν στα γέλια. Μ άρεσε να πηγαίνω τότε. Μετά την καταντήσανε σαν ζωοπανήγυρη την επέτειο και δεν ξαναπήγαμε. Αναρωτιέμαι καμιά φορά, από όλη την ιστορία του Πολυτεχνείου, αυτές οι φιέστες μείνανε; Με τα σουβλάκια και τα μπρελόκ; Η μπας και γεράσαμε εμείς, ρε φιλενάδα;

 -Τι να σου πω. Άλλαξαν πολλά από τότε….

 Κοίταξε το ρολόι της

 -Δυο παρά πήγε η ώρα. Τι λες, Μαιρούλα, πηγαίνουμε;

 -Ένα τσιγάρο και φύγαμε. Δε μου λες, εσύ το ζεματάς το σπανάκι ή το βάζεις έτσι στη σπανακόπιτα;

 -Α, θα σου πω. Τσιγαρίζω λίγο το κρεμμύδι και ρίχνω μέσα και το σπανάκι ψιλοκομμένο. Ψήνεται λίγο με τα υγρά του και γίνεται πιο ελαφρύ.

 -Μάλιστα. Έτσι θα το κάνω. Μη ξεχάσω να αγοράσω φύλλο κρούστας κατεβαίνοντας. Ωραία τα ‘κοψες τα μαλλιά σου, στη Μικαέλλα πήγες;

 -Ναι. Καλά μου τα ‘κανε.

 – Δε σου’ πα! Πήγα και τα ΄σκασα χοντρά στο Χόντο. Ενυδατική μάσκα, κρέμα ημέρας, μεϊκ απ, πούδρα, τα πάντα. Τα’ βαλα στη μούρη μου και δε με γνώρισα.

 -Έλα! Σοβαρά; Τι μάρκα πήρες;

 Η Μαίρη είπε τις μάρκες των καλλυντικών και η Λένα σημείωσε σ ένα χαρτί. Ύστερα πλήρωσαν και σηκώθηκαν να φύγουν. Πέρασαν μπροστά από τα λουλούδια, αλλά κάτι έλεγαν εκείνη τη στιγμή και δε στάθηκαν να αγοράσουν. Έφτασαν έξω από την πολυκατοικία της Λένας. Φιλήθηκαν.

 -Ωραία περάσαμε. Τουλάχιστον ήπιαμε ένα καφέ. Γεια σου, Μαιρούλα μου.

 -Γεια σου, Λενάκι μου.

 Η Μαίρη προχώρησε μερικά μέτρα και γύρισε το κεφάλι.

 – Λένα, να σε ρωτήσω κάτι;

 -Λέγε.

 -Τελικά, το Πολυτεχνείο ζει; Τι πιστεύεις εσύ;

 Η Λένα σήκωσε το βλέμμα της ψηλά και άνοιξε τα χέρια της σε μια κίνηση αμηχανίας.

 -Τι να σου πω, ρε Μαίρη, κι εγώ χαμένα τα ‘χω….