Του Βασίλειου Διακοβασίλη
Τον ξέραμε όλοι. Λίγοι όμως από τη δική μου γενιά γνώριζαν τη συμβολή του στην επιβίωση του νησιού τα δύσκολα χρόνια ,του πολέμου. Χρειάστηκε ο Νίκος ο Σκούλλος, από τους λίγους μιας γενιάς που έφυγε, να μας μιλήσει για τη σημασία του χαλκιά (σιδερά) τα χρόνια εκείνα. Αργότερα, ψάχνοντας κατάλαβα ότι εμείς οι νεώτεροι οφείλουμε να περισώσουμε στη μνήμη μας τους τεχνίτες και επαγγελματίες του παλιού καιρού, όχι μόνο γιατί είναι μέρος της ιστορίας μας, αλλά και διότι αυτοί οι άνθρωποι έσωσαν από την πείνα τους συνανθρώπους τους σε δύσκολες περιόδους. Τέτοιοι ήταν ο μυλωνάς που έκανε το στάρι αλεύρι, ο χτίστης του ξεροτρόχαλου (τοίχου) που συγκρατούσε τα λιγοστά χώματα στα νησιά μας, ο χαλκιάς που έφτιαχνε τα εργαλεία για να καλλιεργηθεί η γης.
Μέχρι το 1992 ζούσε στο Οθος της Καρπάθου ο Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς του νησιού. Τον θυμάμαι κάθε πρωί ν’ ανεβαίνει στο χαλτσιαδιό του και κάθε απόγεμα να κατεβαίνει κατάκοπος. Στα χέρια του συνήθως κρατούσε κάποια από τις δημιουργίες του. Εκεί στο δωματιάκι που ζούσε είχε ένα μπαούλο με αξίνες, τσάπες, σκαλιστήρια κι ένα σωρό άλλα αντικείμενα. Από όλα τα χωριά τον επισκέπτονταν για ν’ αγοράσουν ή να διορθώσουν κάποιο εργαλείο – τότε η πρωτότυπη αυτή έκθεση άνοιγε αμέσως.
Τον θυμάμαι μεγάλο σε ηλικία. Ήταν πάνω από 90 χρονών όταν πέθανε. Γεννήθηκε το 1902 όπως έλεγαν τα χαρτιά του, εκείνος όμως υποστήριζε ότι το έτος γέννησης του ήταν το 1898. Κι όμως λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ακόμα δούλευε. Μόνος του δούλευε το φυσερό. Αλύπητα χτυπούσε το πυρωμένο σίδερο δίνοντας του σχήμα. Ηταν δυνατός άντρας. Έχουν να διηγούνται στο χωριό: Προπολεμικά, όταν χτιζόταν το σχολείο του χωριού κάτω στα Πηγάδια – το λιμάνι του νησιού – έφτασαν τα ξύλα για τη στέγη και τα πατώματα. Όλοι οι άντρες του χωριού πήγαν για να βοηθήσουν στη μεταφορά τους. Ήταν όμως πολύ μακριά, δεν μπορούσαν να τα φορτώσουν στα ζώα. Τότε αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στον ώμο. Δύο δύο άντρες φορτώνονταν τα δοκάρια και διένυαν την απόσταση των 5 περίπου χιλιομέτρων για ν’ ανέβουν στο υψόμετρο των 530 μ. όπου ήταν το χωριό. Μόνο ο Γιώργης ο Κωστέτσος την έκανε αυτή τη μεταφορά μόνος, και δύο φορές την ίδια μέρα.
Σε μικρή ηλικία βρέθηκε στην Μικρά Ασία, στην περιοχή της Σμύρνης. Σε ντόπιο μάστορα έμαθε την τέχνη του χαλκιά. Ακολούθησε τη φυγή των Ελλήνων κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα έφυγε μια μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη, παρά τις παραινέσεις του αφεντικού του να παραμείνει για μια μέρα ακόμα (κανένας δεν πίστευε στην καταστροφή). Επέστρεψε στην Κάρπαθο, μπήκε βοηθός σε ντόπιους τεχνίτες. Στο Νικολή το Χαλκιά και τον Πολύχρονη το Χανιώτη. Δεν ήταν ικανοποιημένος όμως ούτε από τις απολαβές, ούτε από την εργασία. Ετσι ανοίγει δικό του εργαστήριο στις Πυλές. Δεκαοχτώ χρόνια το κράτησε ανοιχτό. Στη συνέχεια ανοίγει χαλτσιαδιό στο χωριό του, στης Ευαγγελίας το σπίτι, κοντά στην Παναγία. Εκεί έμεινε ως την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του 1950. Τότε μεταφέρει το εργαστήρι του στη Μέλλουρα, εκεί όπου τον γνωρίσαμε εμείς οι νεώτεροι.
Την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν αποκλείστηκε το νησί και τα καράβια έπαψαν να μεταφέρουν τρόφιμα, οι κάτοικοι ως μόνο τρόπο επιβίωσης βρήκαν την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Χρειάζονταν εργαλεία. Χρειάζονταν καλοσυντηρημένα εργαλεία. Και η πρώτη ύλη ήταν λιγοστή. Τότε φάνηκε η αξία του ντόπιου τεχνίτη. Και ο καλύτερος ήταν ο Κωστέτσος.
Έκανε συμφωνία με τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους, θα επιδιόρθωνε τα εργαλεία που θα χρειάζονταν για μια πλήρη καλλιεργητική περίοδο. Αυτοί θα τον πλήρωναν σε είδος, οι γεωργοί τέσσερα πινάκια γεννήματα. Το πινάκι (μονάδα μέτρησης) του Κωστέτσου ήταν λίγο μεγαλύτερο. Οι κτηνοτρόφοι βούτυρο, δρίλλα, κρέας. Οι σκαφιοί, χρήματα. Τίποτε δεν έλειψε από το σπίτι του τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Πολλές φορές ήταν το μόνο σπίτι που είχε βούτυρο, το οποίο έδινε σε κάποιον ασθενή για γιατρικό. Δούλεψε όμως πολύ σκληρά. Από τα ξημερώματα ως αργά τη νύχτα. Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Έφτιαχνε τα πάντα, από υνιά μέχρι κλειδαριές,
Του έφερναν σκασμένα βλήματα και αυτός έφτιαχνε εργαλεία. Για κάρβουνο φρόντιζε ο ίδιος. Έπαιρνε άδεια από τους κατακτητές Ιταλούς κι έκοβε πεύκα. Στις Μισσάθες κατασκεύαζε καρβουνόλακο. Έκοβε τα ξύλα και τα τοποθετούσε μέσα σ’ αυτόν, τα σκέπαζε με κοσκινισμένο χώμα και τα “έκαιγε” δημιουργώντας κάρβουνο. Οταν ήταν έτοιμα τα μετέφεραν με μουλάρια στο χαλτσιαδιό του.
Ατυχήματα είχε. Κάποτε του καρφώθηκε στο χέρι το πίσω μέρος του δρεπανιού. Τα φάρμακα ανύπαρκτα. Η δημώδης ιατρική συνέστησε έναν κόκορα βραστό σε καθημερινή βάση. Το ξεπέρασε γρήγορα. Τον θυμάμαι ακόμα να παίζει τάβλι στο καφενείο. Αληθινή πρόκληση για όποιον είχε το θάρρος να τα βάλει μαζί του. Ανίκητος. Στο χωριό ακόμα λένε για ένα αναπόφευκτα χαμένο διπλό παιγνίδι: “αυτό δεν το κόβει ούτε ο Κωστέτσος”.
Κρίμα που εμείς οι νεώτεροι δεν είχαμε τη προνοητικότητα να περισώσουμε το φυσερό του, το αμόνι του, το εργαστήριο του. Πράγματα που κάποτε τα θεωρούσαμε ασήμαντα, αλλά που σήμερα στην εποχή της αλματώδους ανάπτυξης θα μας συνέδεαν με το παρελθόν. Τουλάχιστον η μνήμη ας γυρίζει πότε πότε πίσω, στη ζωή των παλαιότερων. Ίσως κάτι κουβαλάμε μέσα μας από εκείνα τα χρόνια. Αξίζει!
Βασίλειος Διακοβασίλης
Δάσκαλος
Διακοβασίλης, Βασίλειος: “Πιστεύω Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς της Καρπάθου”, Παράδοση και Τέχνη 056, σελ. 9-10, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάρτιος-Απρίλιος 2001.