Ο Γεώργιος Μιχαηλίδης Νουάρος, γράφει ο Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης

Ο Γεώργιος Μιχαηλίδης Νουάρος, γράφει ο Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης

Αποσπάσματα από την εργασία του Μηνά Αλ. Αλεξιάδη με τίτλο:

“Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ-ΝΟΥΑΡΟΥ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ”

         Ο Γεώργιος Μιχαηλίδης-Νουάρος γεννήθηκε τον Μάιο του 1909 στην Κωνσταντινούπολη, αλλά καταγόταν από το Όθος Καρπάθου. Στο Όθος μάλιστα παρακολούθησε και τα μαθήματα των τριών πρώτων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου, όπως εσημείωσε ο ίδιος εμφαντικά σε μία μελέτη του.

         Ήταν αριστούχος απόφοιτος (1925) του Βαρβακείου Προτύπου Κλασικού Γυμνασίου Αθηνών και αριστούχος επίσης πτυχιούχος (1930) και διδάκτωρ (1932) της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετεκπαιδεύθηκε στα Πανεπιστήμια Παρισίων και Βερολίνου (1932-1937), όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα και μελέτη του Αστικού, του Συγκριτικού και Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου. Από τη Νομική Σχολή των Παρισίων έλαβε δύο διπλώματα ανώτερων σπουδών (Ιδιωτικού Δικαίου, Ρωμαϊκού και Ιστορίας του Δικαίου).

Έλαβε επίσης και το δίπλωμα του Ινστιτούτου Συγκριτικού Δικαίου. Παράλληλα ετοίμασε εκεί το βιβλίο του υπό τον τίτλο «Το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού», το οποίο δημοσιεύθηκε με πρόλογο του καθηγητή του Escarra, βραβεύθηκε το 1935 από τη Νομική Σχολή της Γαλλικής πρωτεύουσας στο διαγώνισμα Rossi και έγινε δεκτό με επαινετικές κρίσεις στη Γαλλία, Γερμανία και σε άλλες χώρες. Στη συνέχεια ετοίμασε και εδημοσίευσε (1937) τη διδακτορική του διατριβή, η οποία είχε ως θέμα τους κανόνες των κληρονομικών συμβάσεων στο Ιουστινιάνειο και στο μεταγενέστερο Βυζαντινό Δίκαιο.

         Το Μάιο του 1938 εξελέγη υφηγητής του Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον Μάρτιο του 1942 εντεταλμένος υφηγητής του ίδιου γνωστικού αντικειμένου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1944 εξελέγη έκτακτος και το 1947 τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε μέχρι το 1960. Το έτος αυτό έγινε τακτικός καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου εδίδαξε μέχρι το 1974, οπότε συνταξιοδοτήθηκε με τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή.

Εδίδαξε επίσης στη Γεωπονοδασολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και σε ξένα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Νανσύ, Γενεύης, Παρισίων). Το 1974 εξελέγη ακαδημαϊκός και διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών το έτος 1984.

         Ως επιστήμων «μεγάλου βεληνεκούς», κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του μαθητή του και μετέπειτα καθηγητή Μιχαήλ Σταθόπουλου, ανέπτυξε σημαντική επιστημονική και πολυσχιδή κοινωνική δραστηριότητα. Έλαβε μέρος σε πολλά Ελληνικά και διεθνή Συνέδρια Συγκριτικού Δικαίου, Φιλοσοφίας του Δικαίου, Βυζαντινολογίας κ.λπ. και ήταν μέλος πολλών Ελληνικών και ξένων επιστημονικών Εταιρειών, μεταξύ αυτών και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας.

         Ο Γεώργιος Μιχαηλίδης-Νουάρος όμως, πάνω απ’ όλα, υπήρξε πανεπιστημιακός δάσκαλος. Μεγάθυμος και ανθρώπινος, περιέβαλλε τους μαθητές του με αγάπη, στοργή, προσήνεια και φιλική διάθεση, όπως υπογράμμισαν οι καθηγητές Μιχαήλ Σταθόπουλος και Απόστολος Γεωργιάδης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλοί από τους μαθητές του έχουν καταλάβει υψηλές θέσεις στα Πανεπιστήμια, στη Δικαιοσύνη, στη Δημόσια Διοίκηση και στην Κοινωνική Ζωή.

Ένας μάλιστα διετέλεσε και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό μαθητές και συνάδελφοί του τον ετίμησαν με την προσφορά ενός δίτομου Τιμητικού Αφιερώματος, που του επιδόθηκε σε ειδική τελετή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1987 «ως ελάχιστος φόρος τιμής και ανταπόδοσης για όσα εκείνος προσέφερε (…) στην επιστήμη και τη νομική παιδεία κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης και γόνιμης θητείας σε δύο Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1938 ώς το 1974, και ήδη από το 1974 ως τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών».

         Ο Γεώργιος Μιχαηλίδης-Νουάρος πέθανε, πλήρης ημερών, τον Ιούλιο του 2002 στην Αθήνα και ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο.

         Το συγγραφικό του έργο είναι πλούσιο και πολύμορφο. Εκτείνεται σε 14 βιβλία και 160 περίπου άρθρα, μελετήματα και βιβλιοκρισίες σε Ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά, τιμητικούς τόμους, Πρακτικά Συνεδρίων κ.λπ. Τα δημοσιεύματα αυτά αναφέρονται στην Ιστορία του Δικαίου, στη Νομική Κοινωνιολογία και στη Φιλοσοφία του Δικαίου ή είναι Σχόλια σε Δικαστικές Αποφάσεις και Γνωμοδοτήσεις. Αρμόδιοι νομικοί επιστήμονες θα αξιολογήσουν ασφαλώς το ιδιαίτερα σημαντικό αυτό έργο.

Εδώ θα ήθελα, όπως ήδη σημείωσα, να αναφερθώ, από την πλευρά της δικής μου επιστήμης, στα αντίστοιχα μελετήματά του, τα οποία επίσης παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Τα σχετικά δημοσιεύματα είναι συνολικά 9, και, με την εξαίρεση ενός, που είναι κείμενο επετειακό, ασχολούνται με διάφορες περιπτώσεις, μέσα στον Ελληνικό ιστορικό χρόνο, με θέματα λαϊκού και επίσημου δικαίου και της μεταξύ τους σχέσης.

   Ο Μιχαηλίδης-Νουάρος πιστεύει ότι οι παραδόσεις του λαού, τα έθιμα και η λαϊκή τέχνη διέπονται από συντηρητική διάθεση, είναι προσηλωμένα στο παρελθόν και εξελίσσονται βραδύτατα. Έτσι και το εθιμικό δίκαιο, ως κατεξοχήν εθνικό προϊόν, δεν χαρακτηρίζεται από την πρόοδο, η οποία συνήθως συντελείται με τη γνωστή νομοθεσία, του «δικαίου των νομικών». Στη συνέχεια διερευνά τα ερωτήματα, αν η νομολογία και η επιστήμη αποτελούν πηγή δικαίου, αν το «ζωντανό δίκαιο» ταυτίζεται με το «δίκαιο των νομικών» και αν ασκούν επίδραση οι πνευματικοί ηγέτες στη διαμόρφωση των γραπτών νομοθετημάτων.

         Καταλήγοντας συμπεραίνει ότι η κοινή γνώμη των πολιτών αποτελεί τον ύστατο παράγοντα για την επιτυχία των γραπτών νομοθετημάτων, και ότι «εάν ο νομοθέτης θελήση να εισαγάγη μεταρρυθμίσεις αντικειμένας εις την ανθρωπίνην φύσιν και εις τας αντιλήψεις και πεποιθήσεις των πολιτών, επιχειρεί έργον μάταιον, όπερ ταχέως θα ανατραπή υπό την πίεσιν του δημοσίου φρονήματος, υπό την ώθησιν της κοινής των πολιτών γνώμης, εξ ης εν τελευταία αναλύσει εξαρτάται η επιτυχία πάσης νομοθετικής μεταρρυθμίσεως».

         Ο Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, σε μια άλλη εργασία του με τον σεμνό τίτλο «Σημείωμα για τη συλλογή επιγραφών και το αρχαίο δίκαιο της Καλύμνου» (1974), αναφέρεται στις αρχαίες επιγραφές, την έρευνα και μελέτη τους και υπογραμμίζει τη σημασία τους. Παραθέτει τα σχετικά δημοσιεύματα για τα Δωδεκάνησα, κάνει λόγο για το «Δωρικόν Ψήφισμα Καρπάθου» (3. αι. π.Χ.), το οποίο εδημοσίευσε ο Γάλλος αρχαιολόγος C. Wescher το 1863.

Με το Ψήφισμα αυτό ο Δήμος Βρυκουντίων (Βρυκούς, μια από τις αρχαίες πόλεις της Καρπάθου) τιμά τον Σάμιο γιατρό Μηνόκριτο (γιο Μητροδώρου) για τις υπηρεσίες του στους Βρυκουντίους. Την εργασία του Wescher μετέφρασε από τα Γαλλικά ο γιατρός Ηλίας Ι. Μαυρής (από την Κάσο) και εδημοσίευσε κατόπιν (1878) ο Καρπάθιος λόγιος Εμμ. Μανωλακάκης σε σχετικό βιβλίο του, στο οποίο πρόσθεσε και μιαν ενδιαφέρουσα γενική περιγραφή της Καρπάθου (με λαογραφικά θέματα).

                Τα δύο επόμενα μελετήματα αφορούν θέματα Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και επικεντρώνονται σε μητριαρχικές επιβιώσεις και στο ιδιόμορφο κληρονομικό έθιμο της Καρπάθου.

         Το πρώτο, με τίτλο «Η μητριαρχία και μερικές επιβιώσεις της κατά τους ιστορικούς χρόνους» (1984), πραγματεύεται την ύπαρξη της μητριαρχίας πριν από την πατριαρχική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, όπως έδειξε ο Ελβετός νομικός J. Bachofen το 1861 με το πρωτοποριακό βιβλίο του «Το Μητρικό Δίκαιο». Σύμφωνα με τη μητριαρχική μορφή της οικογένειας, τα παιδιά έπαιρναν το όνομα της μητέρας και η κληρονομιά ανήκε στα συγγενικά πρόσωπα της  μητρικής γραμμής.

Παράλληλα ο «μητράδελφος», θείος από τη μητέρα, είχε πατρικά δικαιώματα και καθήκοντα, με αποτέλεσμα την προστασία της γυναίκας-αδελφής του και των παιδιών της –ανεψιών του, που τον υπάκουαν και τον φοβούνταν. Η εξουσία αυτή του μητραδέλφου οφείλεται στο γεγονός ότι η μητέρα αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της οικογένειας, αλλά και στον μητροτοπικό γάμο, ο οποίος υπαγορεύει την παραμονή της γυναίκας στη δική της κατοικία, που πολλές φορές, είναι και κατοικία της μητέρας της.

         Μητριαρχικές αντιλήψεις επισημάνθηκαν σε κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας, από τον Bachofen, στο πιο πάνω βιβλίο του, αλλά και νωρίτερα (1724) ο Γάλλος Ιησουΐτης J. Lafitau περιέγραψε την ύπαρξη μητριαρχικής οικογένειας στους Ινδιάνους (Ιροκέζους) του Καναδά. 

         Αξίζει να επισημανθεί ότι η θέση αυτή του Μιχαηλίδη-Νουάρου, διαπιστώνει την ύπαρξη μητριαρχίας στον Ελληνικό χώρο, ενώ η ακαδημαϊκή επιστήμη γενικά έλαβε αρνητική στάση και αποσιώπησε συστηματικά το ζήτημα.

Τα ζητήματα αυτά μελέτησε, αρχικά, ο εξωπανεπιστημιακός εθνολόγος Παναγής Λεκατσάς. Συνεχιστής του έργου του Λεκατσά υπήρξε ο Ανδρέας Λεντάκης, ο οποίος, εκτός των άλλων, εδημοσίευσε και τη μελέτη «Paterna Paternis –Materna Maternis. Ένα κατάλοιπο της συλλογικής ιδιοκτησίας του Γένους στο Μεταβυζαντινό Δίκαιο, ή Αναίρεση μιας ερμηνείας του Γ. Μαριδάκη για το κληρονομικό δίκαιο της Μήλου του ΙΖ΄ αιώνα».

         Όσον αφορά το κληρονομικό έθιμο της Καρπάθου, το οποίο τον απασχόλησε και μεταγενέστερα, εδημοσίευσε σχετικό ομώνυμο άρθρο το 1984, όπου εξετάζει το περιεχόμενο, τα γενεσιουργά αίτια και την ιστορική καταγωγή του.

         Ο συγγρ. αναφέρεται στο κείμενο, που συντάχθηκε στο Απέρι Καρπάθου (8 Φεβρουαρίου 1864), όπου κωδικοποιείται το κληρονομικό δίκαιο του νησιού. Στόχος της κωδικοποίησης αυτής είναι η αποφυγή κατάτμησης της γονικής κτηματικής περιουσίας και η διατήρηση της περιουσίας στην οικογένεια καταγωγής κάθε συζύγου.

Έτσι η περιουσία του πατέρα περιέρχεται στον πρωτότοκο γιο, τον λεγόμενο «κανακάρη», και της μητέρας στην πρωτότοκη κόρη, την «κανακαρά» ή «κανακαριά». Ο γονέας μπορεί να διατηρήσει ένα μικρό μερίδιο κτηματικής περιουσίας (ονομάζεται «γεροντομοίρι»), που περιέρχεται, μετά τον θάνατό του, στο τέκνο από την προίκα του οποίου παρακρατήθηκε.

         Η επίκτητη (μετά τον γάμο των γονέων) περιουσία μοιράζεται σε όλα τα παιδιά από κοινού, τα δύο όμως πρωτότοκα βαπτίζονται με ονόματα από την πατρική και μητρική οικογένεια, αντίστοιχα. Η ονοματοδοσία αυτή γίνεται, γιατί πιστεύεται ότι οι πρόγονοι «ανασταίνονται» στο πρόσωπο του νεογέννητου.

         Ο συγγρ. ακολούθως σημειώνει ότι το έθιμο αυτό περιέχει κατάλοιπα της μητριαρχικής μορφής της οικογένειας, υπογραμμίζει την πρωτεύουσα θέση της «κανακαράς» στην κοινωνία της Καρπάθου και επιχειρεί να εξακριβώσει την προέλευσή του.

Για την προέλευση του εθίμου επισήμανε ότι πρόκειται για ένα δύσκολο πρόβλημα, το οποίο ωστόσο έχει κάποιες ομοιότητες με φεουδαλικά έθιμα της Γαλλίας, Αγγλίας και Γερμανίας, όπως ανέφερε ο Georg Maurer, μέλος της αντιβασιλείας  του Όθωνα για αντίστοιχα έθιμα της Αμοργού και της Άνδρου. Η άποψη αυτή όμως έχει αντικρουσθεί με ισχυρά επιχειρήματα, γι’ αυτό ο Μιχαηλίδης-Νουάρος πιστεύει ότι πιθανότερο είναι ότι το κληρονομικό αυτό έθιμο «και οι συναφείς οικογενειακοί θεσμοί έχουν αρχαιότατες ρίζες, στηρίζονται σε παλαιότατες νομικές και ηθικές αρχές, αλλά και ότι υπέστησαν στη διαδρομή των αιώνων την επίδραση πολλών παραγόντων.

Τελικά όμως το κληρονομικό αυτό έθιμο απέκτησε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες μιας μικρής γεωργικής οικονομίας, ανταποκρινόταν στις επικρατούσες παλαιότερα στην Κάρπαθο ηθικές αντιλήψεις και μπορεί να θεωρηθεί σε τελευταία ανάλυση ως ένα επίτευγμα του πνεύματος και της δικαιοπαραγωγού δυνάμεως πολλών γενεών του καρπαθιακού λαού».

         Συναφή είναι και δύο ακόμη άρθρα του Γεωργίου Μιχαηλίδη-Νουάρου. Το πρώτο, δημοσιευμένο το 1995, αναφέρεται σε «Επιβιώσεις μητριαρχικών θεσμών στα οικογενειακά και κληρονομικά έθιμα της Καρπάθου και άλλων νησιών», όπου μεταξύ άλλων, κάνει λόγο και για τον μητροτοπικό γάμο, την εγκατάσταση δηλαδή των νεονύμφων στο σπίτι της γυναίκας και τον θεσμό του «εσώγαμπρου». Το έθιμο ισχύει ακόμα και σήμερα στην Κάρπαθο, Κάλυμνο, Νίσυρο και άλλα νησιά του Αιγαίου, όπου είχαν εγκατασταθεί στα αρχαία χρόνια οι Δωριείς, οι οποίοι είχαν δεχθεί την προελληνική μητριαρχία.

         Ο συγγρ., εξετάζοντας τους λόγιους της επιβίωσης των μητριαρχικών θεσμών μέχρι σήμερα, πιστεύει ότι αυτοί σχετίζονται με την περιορισμένη εδαφική έκταση, τη μικρή γεωργική παραγωγή των νησιών του Αιγαίου, την απομάκρυνσή τους από την ηπειρωτική Ελλάδα και τη συντηρητική νοοτροπία των κατοίκων τους. Η συντηρητική νοοτροπία, κατά τον συγγρ., έχει ως αποτέλεσμα την τήρηση των πατροπαράδοτων εθίμων και συνηθειών.

         Το 1997, επιμελούμενος τα κείμενα στο Αφιέρωμα για την Κάρπαθο, του περιοδικού ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ της Κυριακάτικης «Καθημερινής», έλαβα από τον καθηγητή για δημοσίευση ένα σύντομο κείμενό του πάλι για το κληρονομικό έθιμο της Καρπάθου, όπου συμπυκνώνει παλαιές και νέες παρατηρήσεις του.

         Στη μελέτη του «Η κοινωνική λειτουργία των συμβάσεων στο σύγχρονο δίκαιο» (1991) πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, και θέματα μαγικοθρησκευτικών νοοτροπιών που σχετίζονται με τη σύναψη συμβάσεων, την απαγγελία πανηγυρικών λέξεων, την ανταλλαγή δώρων, όπλων, ενδυμάτων, την ανάμιξη του αίματος κ.ά., που αποσκοπούν στη δημιουργία ισχυρότατου και ιερού μαγικοθρησκευτικού δεσμού συγγένειας.

Σε άλλο τμήμα της εργασίας κάνει λόγο για τις μεθοδολογικές σχολές του λειτουργισμού και του δομισμού (στρουκτουραλισμού) και επισημαίνει τις νεώτερες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, που αφορούν στο δίκαιο των συμβάσεων.

         Άφησα τελευταίο ένα επετειακό κείμενο του Μιχαηλίδη-Νουάρου. Πρόκειται για τον Πανηγυρικό Λόγο, που εκφώνησε στις 26 Οκτωβρίου 1955 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε σε αυτοτελή έκδοση το επόμενο έτος (1956) με αφορμή δύο σημαντικές επετείους της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας: Την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) μετά από ζυγό πέντε αιώνων και τη «θρυλική γενναιότητα» και «ανυπέρβλητον ευψυχίαν της ηρωικής φυλής των Ελλήνων εναντίον της φασιστικής Ιταλίας (28 Οκτωβρίου 1940)».

         Ο επετειακός αυτός Λόγος είχε ως θέμα τον αντίκτυπο και την απήχηση, που είχαν «Οι εθνικοί αγώνες του 1912 και του 1940» στις λαϊκές ποιητικές εκδηλώσεις. Στόχος λοιπόν της Ομιλίας του ήταν να εξάρει το αδάμαστο πνεύμα του Ελληνικού λαού, όχι πια από τη μελέτη της Ιστορίας, αλλά από την ανταπόκριση, που είχαν οι εθνικές αυτές εξορμήσεις στην ποιητική ψυχοσύνθεση του απλού Έλληνα της υπαίθρου, στα ανεπιτήδευτα δημοτικά τραγούδια και γενικότερα στην επίκαιρη τότε λαϊκή ποίηση.

Έτσι παραθέτει και σχολιάζει κείμενα δημοτικών τραγουδιών αλλά και αυθόρμητα λαϊκά δίστιχα, που εξυπηρετούν τους αγώνες των Ελλήνων στην ιστορική διαδρομή, για να δώσει στη συνέχεια δείγματα λαϊκών ποιητικών κειμένων, που αναφέρονται στα 1912 και 1940, στις νικηφόρες πορείες των Ελληνικών στρατευμάτων, αλλά και στα θρηνητικά μοιρολόγια για τους Έλληνες νεκρούς.

         Ιδιαίτερη μνεία κάνει για τους αγώνες και τον εθνικό πόθο των συμπατριωτών του Δωδεκανησίων, που οδήγησαν στην απελευθέρωσή τους, μετά και από μακρόχρονη Ιταλική κατοχή. Γι’ αυτό δημοσιεύει σχετικά λαϊκά δίστιχα, που εκφράζουν, με το θρησκευτικό συναίσθημα, τον ενδόμυχο πόθο των συμπατριωτών του για την Ελευθερία:

«Ω Παναγιά μου, κάμε το το φύλλο να γυρίσει,

να τρέξει πάλι το νερό στην πρωτινή του βρύση.

-Άι μου Γιώργη στρατηγέ κι Αι Νικόλα ναύτη,

βόηθησε την Ελλάδα μας εις τα νησιά μας να ’ρτει.

5      -Προφήτ’ Ηλία, πρόφτασε το χέρι σου να δώσεις, 

απ’ τη σκλαβιά των Ιταλών γλήορα να μας γλυτώσεις.

-Στείλε, Θεέ, τη λευτεριά μ’ ένα σου περιστέρι,

με του γιαλού τα κύματα και του γυαλού  τ’ αγέρι

         Τον αντίκτυπο της απελευθέρωσης δίνει με τα παρακάτω δίστιχα, που προέρχονται από την Κάρπαθο, νησί της καταγωγής του:

«Χαρά μεγάλη σήμερα αισθάνεται η καρδιά μας,

γιατ’ ήλθε η Ανάσταση σε όλα τα νησιά μας.

-Μάνα μας, καλώς ώρισες, καλώς ήλθες κι εφάνης,

τα βάσανα και τους καημούς όλων μας για να γειάνεις.

5       Ήλθες κι αμέσως έπαψαν οι θλίψες και οι πόνοι,

εξεχαστήκαν μονομιάς μαύρης σκλαβιάς οι χρόνοι.

Περίσσια είναι η χαρά που έχει το νησί μας,

γιατ’ ήρτασι τ’ αδέλφια μας και φύ(γ)αν οι εχθροί μας.

Ελλάδα, Ρόδος και νησιά εγίνασι το ένα,

10    αυτό που προσπαθούσασιν από το (Ει)κοσιένα.

Πάμε να το φωνάξουμε εις τα νεκροταφεία,

πως ήλθανε τ’ αδέλφια μας κι οι Ιταλοί εφύ(γ)α.»

*  *  *

         Ο Καρπάθιος καθηγητής του Αστικού Δικαίου και ακαδημαϊκός Γεώργιος Μιχαηλίδης-Νουάρος δεν ήταν λοιπόν μόνο ένας επιφανής νομικός και νομοδιδάσκαλος, που άφησε το στίγμα του στην Ελληνική και διεθνή νομική επιστήμη και ζωντανή την εικόνα του στους πολυπληθείς μαθητές τους για τη μεγαθυμία, την ευπροσηγορία, την ανθρωπιά, την προσήνεια και τη βοήθεια που τους προσέφερε στις επιστημονικές προσπάθειές τους.

Ήταν ακόμη, όπως έδειξε, νομίζω, η παρουσίαση που προηγήθηκε, και ένας ειδήμων μελετητής της Λαογραφίας και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, με τα συναφή άρθρα και μελετήματα που εδημοσίευσε, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά, με τις αναλύσεις και ερμηνευτικές προσεγγίσεις του, στην ανάδειξη περίπλοκων θεμάτων των δύο αυτών επιστημονικών κλάδων.

         Ιδιαίτερα τον απασχόλησαν το ιδιόμορφο κληρονομικό έθιμο και μητριαρχικά επιβιώματα της Καρπάθου, τα οποία πραγματεύθηκε με διεισδυτική σκέψη, οξυδέρκεια, ευσυνειδησία και πληρότητα αλλά –όσον αφορά το θέμα της μητριαρχίας– και με τόλμη.

Το ενδιαφέρον του στα θέματα αυτά προήλθε ίσως και από επίδραση του λαογραφικού έργου του πατέρα του Μιχαήλ Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρου, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, συνέγραψε σημαντικά μελετήματα και βιβλία για τον λαϊκό πολιτισμό της Καρπάθου.