Ο κοσμογυρισμένος Πυλιάτης, ο Γιάννης Λαχανάς, στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Η αφήγηση στα εγγόνια του

Ο κοσμογυρισμένος Πυλιάτης, ο Γιάννης Λαχανάς, στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Η αφήγηση στα εγγόνια του

Μια φωτογραφία, από τις αναμνήσεις από τις Υψώσεις του Τιμίου Σταυρού, στις Πυλές Καρπάθου, που ανήρτησε ο Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μαυρολέων μας ταξιδεύει πολλά χρόνια πίσω, ομολογώ ότι αναγνωρίζω μονάχα έναν από την παρέα, άλλωστε δεν έχω καταγωγή από τις Πυλές. Πρόκειται για τον άντρα που κάθεται στην καρέκλα και κοιτά τον φακό της φωτογραφικής μηχανής. Είναι ο Γιάννης Λαχανάς. Ο πρωτομάστορας με τα απίστευτα ταξίδια του!

Κάρπαθος, Πειραιάς, Ινδοκίνα, Αβυσσηνία, Περσία κι επιστροφή στην Κάρπαθο. Αυτά είναι τα μυθικά ταξίδια του Πυλιάτη Γιάννη Λαχανά (1872-1984).

 

Τα μυθικά ταξίδια του, ο αγώνας για επιβίωση σε άγριους τόπους, γίνονται αφορμή να θυμηθούμε την αγωνία των καρπάθιων μεταναστών που γύρισαν όλο τον πλανήτη αναζητώντας και παλεύοντας με νύχια και δόντια για μια καλύτερη μοίρα. Κάπως σαν τους σημερινούς αναγκαστικούς ταξιδιώτες.

Ας τον ακούσουμε, καλύτερα ας τον νιώσουμε σε πρώτο πρόσωπο, αφού οι αφηγήσεις  στα εγγόνια του ευτυχώς παραμένουν μαγνητοφωνημένες και  κρατούν ολοζώντανη τη μνήμη αυτού του αληθινά σπουδαίου Καρπάθιου, του πρωτομάστορα Γιάννη Λαχανά:

…Καλή η Κάρπαθος, μα πάλι κάτι έτρωγε όλα τα σωθικά μου. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με τις εικόνες από το ταξίδι στην Ινδοκίνα, από τη διαδρομή στην άγνωστη Αθήνα και φυσικά από τα χρήματα αλλά και τις εμπειρίες, που κατάφερα να κερδίσω. Δεν άργησε να φανεί μια σπουδαία πρόταση. Διαφορετική χώρα, αυτή τη φορά η πρόκληση ήταν πολύ πιο δύσκολη.

Με έκανε και αναπήδησα από αγωνία και χαρά, αλλά δεν είπα τίποτε σε κανέναν, τσιμουδιά. Μιλούσα αόριστα, για τη δουλειά, που είχα ανάγκη και ετοίμαζα τις βαλίτσες μου, αυτή τη φορά για την  άγνωστη Αβυσσηνία.

Χώρα της Ανατολικής Αφρικής, πάνω στο κέρατο της μαύρης ηπείρου, είχαμε περάσει απέξω, με το βαπόρι για την Ινδοκίνα, κι όμως ούτε που την είχα προσέξει.
Αρκετοί δικοί μας, Καρπάθιοι και Κασσιώτες, είχαν ήδη ταξιδέψει για την Αντίς Αμπέμπα, που είχε γίνει πρωτεύουσα από το 1887. Με το τέλος των έργων από τη διώρυγα του Σουέζ, βρήκαν δουλεία και έφερναν ζεστό χρήμα και η εμπειρία τους δεν έδειχνε μεγάλες δυσκολίες, τουλάχιστον έτσι κουβέντιαζαν στα καφενεία.

Στο μεταξύ η προσπάθεια των Ιταλών να κατακτήσουν αυτή τη χώρα, την Αβησσυνία, τελείωσε άδοξα, με την ήττα τους, το 1895 στην πόλη  Adwa. Έτσι ξεκίνησε ένας άλλος πόλεμος, διαφορετικός, να μπούν στη και να ελέγξουν τους οδικούς άξονες της.

Ο χριστιάνος αυτοκράτορας Μενελίκ ο Β΄, έδωσε εντολή για την πραγματοποίηση ενός μεγάλου έργου. Την σιδηροδρομική σύνδεση Addis Abeba – Τζιμπουτί. Με τους Γάλλους, που δεν είχαν σπουδαία ναυτική παρουσία στην περιοχή, αλλά  με γνώση από τις κατασκευές στα φράγματα και τη διώρυγα του Σουέζ να πρωτοστατούν, δεν ήταν δύσκολο να ετοιμάσω χαρτιά και να με καλοδεχτούν.

Η ριμάδα  γνώση της γλώσσας τους με έκανε περιζήτητο. Αποφάσισα να μη τραβήξω μοναχός για κάτω, πήρα και έναν ανηψιό μου, ήθελα να τον σπουδάσω και να μάθει τουλάχιστον τα Γαλλικά. Ο μικρός Πραξούλης ήταν κοντά στα δέκα του, αλλά σκέτο αγρίμι. Εκείνο το παιδί, έτσι ατίθασο, ονειρευόταν δουλειά και ανεξαρτησία, αλλά δεν γλύτωσε τα γράμματα. Τον έβαλα στο Γαλλικό σχολείο της Ντίρε-Ντάουα.

Πόλη μεγάλη, κοντά στο βουνό Χαράρ, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ήσυχοι μουσουλμάνοι και μετανάστες με το μυαλό στη δουλειά, όμως δεν κάθισα στην πόλη, τα μεροκάματα ήταν στην άγρια έρημο.

Σχεδίαζαν την σιδηροδρομική γραμμή και έψαχναν τους τολμηρούς, αλλά έμπιστους, να τραβήξουν τις γραμμές, και πάνω σε αυτές θα πατούσε το τραίνο.

Στο σχέδιο βλέπεις είναι όλα εύκολα, τα μεγάλα ζόρια είναι όταν βγαίνεις στη φύση και έχεις να κάνει με άγρια θηρία ή ένα σωρό κατσικοκλέφτες και πλιατσικολόγους, που σε σκοτώνουν στο λεπτό για να αρπάξουν ότι κουβαλάς μέσα στις τσέπες σου.

Βρήκα τον μηχανικό και συμφωνήσαμε να ανοίξω ένα κομμάτι σχετικά κοντά στη πόλη, μόλις σαράντα χιλιόμετρα, έξω από το Ντιρε-Ντάουε, ήταν η πρώτη μου δουλειά στην Αβυσσηνία.

Ο ανηψιός μου δεν καθόταν στιγμή στο σχολειό, έτσι τον έβγαλα από τα μαθήματα και βρέθηκε δουλειά στο πανδοχείο ενός άλλου Έλληνα, που έτυχε να τον γνωρίζω από την Ινδοκίνα, έτσι έφυγα ήσυχος για την άγρια έρημο.

Δυό καμήλες, μερικά γαϊδούρια και ένας στρατιώτης Γάλλος, ήταν όλη κι όλη η κομπανία μου. Εκεί μάζεψα τους πρώτους ντόπιους 5 εργάτες και ξεκινήσαμε τη χάραξη της σιδηροδρομικής γραμμής, σύμφωνα με τους χάρτες και τις υποδείξεις του Γάλλου αρχιτέκτονα.  Δεν άργησα να καταλάβω πως τα πραγματικά χρήματα ήταν στο βάθος της χώρας, εκεί που δεν ήθελε να ταξιδέψει κανένας, στα απάτητα που λέμε. Μόλις ολοκλήρωσα το κομμάτι που είχα συμφωνήσει, βρέθηκα με τον Γάλλο και του ζήτησα να μου δώσει το πιο σκληρό κομμάτι από τη διαδρομή.

Εκείνος στην αρχή απόρησε, ακόμη δεν είχε γίνει η επίσημη χάραξη και έγω έψαχνα το διάολο μου. Του καλάρεσε όμως η ιδέα, έτσι έφυγα περίπου 200 χιλιόμετρα μπροστά. Εκεί δεν υπήρχε τίποτα, είμασταν σε τρία τσαντήρια μέσα στην καυτή έρημο. Πέντε στρατιώτες που μου έδωσαν για ασφάλεια, εγώ και ένα τσούρμο από εργάτες.

Πρώτη δουλειά μου λοιπόν ήταν να στήσω κάποιες υποδομές. Έφτιαξα έναν μεγάλο χώρο, για φαγητό και για ξαπόστεμα, μετά από τη δουλειά. Έβαλα τους ντόπιους και έκοψαν ξύλα και με τους κορμούς των δέντρων έγινε στα γρήγορα όλη η δουλειά.

Είχα το σκοπό μου, μόλις έγινε η χάραξη μού έδωσαν τα πρώτα δέκα χιλιόμετρα, μέσα στην άγρια ζούγκλα. Πέρασα από το κεντρικό γραφείο και πήρα τα χρήματα. Τώρα πια είχα σχέδιο! Έπρεπε να βρώ εργάτες, πολλούς εργάτες, και μπόλικα ζώα, καμήλια και μουλάρια, για την μεταφορά των υλικών. Μάζεψα από τα γύρω χωριά τους ικανούς άντρες και όσα γαϊδούρια και καμήλες βρήκα, έτσι ξεκινήσαμε το έργο που είχε χρόνο παράδοσης κοντά στους δώδεκα μήνες.

Δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για χάσιμο, από την επίβλεψη των εργατών στο έργο, ντυνόμουν τα ρούχα του μέτρ και του σερβιτόρου στο εστιατόριο. Εκεί δεν άφηνα σε άλλους ούτε το σερβίρισμα και τους είχα μάθει στα Γαλλικά κόλπα. Παραγγελίες στα τραπέζια και ξεχωριστή εξυπηρέτηση για τον κάθε έναν πελάτη χωριστά. Οι Γάλλοι απορούσαν με τον περίεργο Ρωμηό, που δεν άφηνε ώρα ανεκμετάλευτη, με ρωτούσαν αν κοιμάμαι και εγώ τους απαντούσα πως τη μια έκλεινα το ένα μάτι και μια το άλλο, έτσι δεν χρειάζοταν να είμαι ξαπλωμένος και να χάνω τις ώρες μου.

Το έργο παραδόθηκε δύο μήνες νωρίτερα, και είχαν να λένε για τον καρπάθιο Λαχανά, που έτρεξε τον σιδηρόδρομο της Αβησσυνίας μέσα στην έρημο. Ήταν εκείνες οι σκοτεινές νύχτες, που γλύτωσα παρατρίχα το σφάξιμο από κάποιους περαστικούς ληστές της ερήμου.

Πολλές φορές περνούσαν από εδώ λήσταρχοι και δολοφόνοι, όμως δεν είχε τύχει να ορμήξουν στο γιατάκι μου. Στα τελευταία βράδυα είχα ολοκληρώσει με τη δουλειά και οι εργάτες είχαν γυρίσει στα χωριά τους. Ολομόναχος περίμενα την  επιτροπή για να παραδώσω τη δουλειά, αργούσαν αλλά ήμουν από παλιά μαθημένος με τα πάρε-δώσε των Γάλλων. Για συντροφιά είχα μόνο τα περαστικά ουρλιαχτά των ζώων, ενώ το σκυλί μου μαθημένο από τα σκοτάδια κοιμόταν πιο ήσυχο από μένα.

Ένα  βράδυ αλυχτούσε σαν τρελλός, αναγκάστηκα να τον δέσω αλλά εκείνο έδειχνε πως θα ξερίζωνε τον πάσαλο του.

Παραξενεύτηκα, όμως μέσα στο σκοτάδι μόνο με φόβους του μυαλού, σκεπάζεις τα μάτια σου. Γέμισα τη καραμπίνα και το περίστροφο μου, βγήκα από τη σκηνή και κρύφτηκα στους θάμνους. Πραγματικά το σκυλί με έσωσε από την εμπλοκή σε μια μάχη. Σκιές ετοίμαζαν το πλιάτσικο,  δεν θα με αιφνιδίαζαν. Προχώρησα με προσοχή, έπαιζα το δάσος στα δάχτυλα, το χαρτογραφούσα ένα χρόνο. Περπάτησα μέσα από τα σημεία που δεν έχουν φυλοβόλα δέντρα, έτσι δεν έκανα καθόλου θόρυβο και μόλις πλησίασα σε απόσταση βολής ξεκίνησα να ρίχνω στην τετράδα των αγνώστων που έχασε τον μπούσουλα. Αντί να κάμουν επίθεση, δέχτηκαν εκείνοι τα πυρά μου, μέσα στα σκοτάδια άλλος έφυγε με τα πόδια και άλλος καβάλησε όπως-όπως το άλογο και εξαφανίστηκε, παράτησαν και τα πράματα τους και δεν ξαναφάνηκαν.

Από την επόμενη μέρα έδωσα νυχτοκάματο, σε δυό γερούς και έμπιστους νομάδες.

Όμως εκείνο που μένει στη μνήμη σαν να γράφτηκε με τη πιο ακριβή σινική μελάνι, είναι το παράξενο υπαίθριο δικαστήριο που έτυχε να παρακολουθήσω σε κάποιο μικρό χωριό στα βάθη της Αβυσσηνίας.

Όχι, δεν ήταν ο κατηγορούμενος, ούτε και καταλάβαινα την υπόθεση της δίκης.Το εντυπωσιακό ήταν ο δικαστής, που σε ολόκληρη τη διαδικασία φορούσε σε κεφάλι του ένα τσουβάλι, έτσι έκρυβε εντελώς το πρόσωπο του και φυσικά έκλεινε τα μάτια του.

Απομακρυνθήκαμε και βρήκα ευκαιρία να ρωτήσω έναν από τους εργάτες του έργου που ήταν από το χωριό, για να πάρω την απάντηση που ακόμη με βασανίζει.  Μα ο δικαστής δεν θέλει να επηρεάζει τη γνώμη του από την εικόνα, τα χαρακτιρηστικά από το σώμα ή το πρόσωπο του κατηγορουμένου.” Θέλει να έχει νηφάλια και καθαρή άποψη, μακριά από τις αισθήσεις, που τις περισσότερες φορές γεννούν ψεύτικες εικόνες για την πραγματικότητα, επηρεάζουν τη γνώμη και αλειώνουν τις αποφάσεις μας”.

Ακόμα και σήμερα, όταν συναντώ έναν άγνωστο, δεν θέλω να με επηρεάζει η εξωτερική του εμφάνιση, και θυμάμαι τον περίεργο δικαστή, στα βάθη της Αβησσυνίας.

Ο Γάλλος μηχανικός φρόντισε μάλιστα να μου δώσει μεγάλο ρεγάλο, με αντάλλαγμα να πάρει κι αυτός το δικό του ποσοστό από την εταιρία. Και πάνω που έλεγα πως εγώ θα μείνω λίγο ακόμη, παρέα με τα άγρια θηρία, αλλά θα βγάλω τόσα χρήματα που δε θα χωρούν σε τσουβάλια, έφτασε το γράμμα του πατέρα μου.

Από μέρες δεν ένιωθα καλά, ένα προαίσθημα με έπνιγε,  έκανε να μοιάζουν όλα μίζερα και ανάποδα. Περίμενα να μου δώσουν ένα κομμάτι, το πιο δύσκολο στην διαδρομή για το Τζιμπουτί, και άνοιξα το γράμμα του πατέρα στην είσοδο της Γαλλικής εταιρίας.

” Παιδί μου, επιστρέφουν όλοι πίσω και κου μιλούν για σένα.

Ο Νικόλας Καραϊτιανός, ο Μηνάς Μαύρος, ο Μανώλης Ζαμαλής.

Όλοι επιστρέφουν και λένε πως έκαμες γερά κουμάντα, έχεις πιαστείς γερά και σε έχουν, εκεί κάτω, όλοι επάνω και ξαπάνω.

Να τα ‘χεις και να τα χαίρεσαι καμάρι μου, αλλά τι θα τα κάμεις που εγώ θα πεθάνω και εσύ δε θα έχει δει το πατέρα που σε κάμε;”

Τα παράτησα όλα σύξηλα, όλα, το σπίτι και δεκάδες ζώα. Άφησα άρον-άρον τη δουλεία και γύρισα στη Κάρπαθο που για μένα, εκείνη την εποχή, ήταν η γααροκυλήστρα Κάρπαθος.

(Μια από τις δεκάδες αφηγήσεις του κοσμογυρισμένου και σοφού καρπάθιου Μάρκο Πόλο, του πυλιάτη πρωτομάστορα Γιάννη Λαχανά (1872-1984) στα εγγόνια του. Στους  αδελφούς Νίκο, Γιάννη και Γιώργο Νισσύριο, τον Μανώλη Κωσταντινίδη και τον Γιάννη Λαχανά).

Μανώλης Δημελλάς