“Ο Γιάννης και η Μαρουδιά σ’ ένα σκολειό υπάσι, ο Γιάννης γράφει στο χαρτί κι η Μαρουδιά στη πλάκα. Τρεις χρόνους αγαπιόντουσαν κι άνθρωπος δεν το ξεύρει.
Και μια Λαμπρή μια Κυριακή μιαν ακριήν ημέρα ο Γιάννης εξεστόμισε της μάνας του το λέει.
-Μάνα τη Μάρων α(γ)απώ, να την επάρω θέλω.
-Τα λέεις μωρέ κοψομερέ, μωρέ οφιακκαμένε ; Η Μάρω είν’ ξαέρφη σου, ξαέρφιτσά σου πρώτη… κάλλιο να πάρω σάβανο και να σε σαβανώσω, παρά να πάρω στέφανα και να σε στεφανώσω.
Η Μάρω αρραβωνιάζεται κι ο Γιάννης αρρωσταίνει, η Μαρουδιά παντρεύεται κι ο Γιάννης αποθαίνει. Συμπεθεριό και λείψανο εσυνεπαντηχτήκαν, κανένας δεν ερώτησε από τους συμπεθέρους μ’ η Μαρουδιά εστάθηκε και ‘γύρισε και λέει.
– Πείτε μου, ποιου το λείψανο τ’ ομορφοστολισμένο;
– Του πρώτου σου α(γ)απητικού του Γιάννη του καμένου.
Σαν τ άλογο χιλιμιντρά πάει τον αγκαλιάζει κι εκεί που τον αγκάλιαζε τελειωμένη ευρέθει.
Τα παίρνουν τα βαριόμοιρα και πάσι και τα θάβγου. Επήρα τα και ‘θάψα τα στης εκκλησιάς την πόρτα. Στου Γιάννη πάνω φύτρωσε μια καλαμιά το μνήμα, στης Μαρουδιάς εφύτρωσε ένα κυπαρισσάκι. Κάθε μεάλη Κυριακή, κάθ ακριβήν ημέρα, βεργολυγά η καλαμιά, φιλεί το κυπαρίσσι. Για δες αυτό τ αντρόυνο το πολυαγαπημένο, δεν εφιλήθει ζωντανό φιλιέται αποθαμένο”.
Συρματικό τραγούδι, παραλλαγή Ολύμπου Καρπάθου, αγαπημένο σε μένα και την αδερφή μου.
Μας το τραγουδούσε ο πατέρας μας κάθε Κυριακή στο κυριακάτικο τραπέζι. Είναι από τα τραγούδια του τόπου που ξέρουν και τα παιδιά μου αφού συνεχίσαμε την παράδοση. Γιατί οι Κυριακές έχουν τα χρώματά τους, τις γεύσεις τους, τα τραγούδια και τον νόστο τους.