Για ένα ποδήλατο και ένα κουτί μπισκότα

Για ένα ποδήλατο και ένα κουτί μπισκότα

του Μανώλη Δημελλά

Που πάνε αλήθεια μερικά χρόνια, που πάνε και κρύβονται, τα άτιμα κι ούτε  μπορείς να τα ξετρυπώσεις. Αγωνίζεσαι να θυμηθείς τι έκαμες τέτοιες μέρες, πριν δέκα, είκοσι, μπορεί και περισσότερα χρόνια. Μάλλον τα ξεχνά σκόπιμα το μυαλό, για να μην ψάχνει συγχωροχάρτια, για όλα κείνα που δε πρόκαμε, δεν κατάφερε να κάνει.

Έλα που  θυμάσαι, ξεφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες, που σου δίνουν μια κατακέφαλα και σου γυρνούν ανάποδα κάθε τωρινή στιγμή, βλαμμένες ξετσίπωτες στιγμούλες, λες και κρύβουν ρόλο στα μελλούμενα.

Έτσι κι ο Γιάννης Μελλισηνός, γιός του Λεωνίδα Μελλισηνού κι εγγονός του σπουδαίου δικαστή της Καρπάθου. Μα σα να του έμοιαζε κιόλας!

Ο Γιάννης μετά από πολλά χρόνια στην Αμερική διάλεξε τον Αφιάρτη για περάσει τα τελευταία χρόνια του. Εκεί μου είπε τα δικά του περασμένα, που για να τα κάμω ιστορία δεν θα φτάνουν να διαβαστούν μέχρι να βγεί το 21.

Μονάχα μια στιγμή, μια μέρα τη ζωή του, θα σας περιγράψω, αφού είναι εκείνη που τον κρατούσε από το χέρι μέχρι το τέλος, ήταν η μέρα που γίνηκε αφορμή να μάθει  “ισορροπία”.

Αρχές Οκτώβρη 1944, πιτσιρίκος τότε ο Γιάννης, φορούσε κοντά παντελονάκια και σα να έχει φτερά, ένα παιδί δε σταματούσε να «πετά».

Το Δεκέμβρη του 1943 πιάστηκε από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε στη περιοχή Σιτάρενα. Ο μικρός με το αμερικάνικο διαβατήριο, τους έκανε αναγκαστικά ένα σωρό δουλειές και θελήματα, και εκείνοι σε αντάλλαγμα, τον κοπανούσαν με κάθε ευκαιρία.

Στο μικρό αγόρι όλο και θέριευε το μίσος μέσα στη ψυχή του.

Όχι για όλους, άλλωστε ένας από τους κατακτητές έγινε παντοτινός φίλος του. Ήταν ο Αυστριακός στρατιώτης Κάρλ Χέρτερ, που τον ελευθέρωσε στις 2 Οκτωβρίου 1944, πάνω στο αναγκαστικό φευγιό των Γερμανών και στην αναμπουμπούλα από τις ανατινάξεις των πυρομαχικών τους.

Την ίδια στιγμή, μια θεότρελη ιδέα, του λίγο μεγαλύτερου ξαδέρφου, του Γιώργη Δημ. Καλή, έγινε η αφορμή για τα παιδιά, για να γράψουν τη δική τους, ριψοκίνδυνη πολεμική  ιστορία.

Ο Γιώργης μπροστά, ο Γιάννης και ξοπίσω να κλουθά ζορισμένα, ένας Ιταλός φαντάρος, ο Νίσι, ήταν από κείνους που άλλαξαν γραμμές, δραπέτευσε και παράτησε τους φασίστες, τα λοφία και τα ανόητα καπρίτσια τους.

Ξεκίνησαν για το άντρο των κατακτητών, πέρα στον Κάστελλο, το νότιο άκρο του νησιού.

Η παρέα ζώστηκε με όπλα. Χειροβομβίδες, περίστροφα και γκράδες. Μέσα στη νύχτα, είχαν για σκοπό να επιτεθούν, στα φυλάκια των Γερμανών στο αεροδρόμιο, ήξεραν ό,τι οι κατακτητές τα μάζευαν άρον-άρον, έφευγα βιαστικά από το νησί, και μια επιδρομή θα τους έπιανε σίγουρα στον ύπνο.

Τόσο αστείρευτο μίσος κουβαλούσαν μέσα τους! Με την  ιδέα του αιφνιδιασμού και την ελέχιστη πιθανότητα να ξεπάστρευαν μερικούς από τους σιχαμερούς κατακτητές, δε λογάριαζαν τη πιθανή αποτυχία.

Αν κάτι πήγαινε στραβά; αυτό δεν έμπαινε στο μυαλό των μικρών πολεμιστών. Το σχέδιο της επίθεσης έκαμε ο Ιταλός, ως πιο έμπειρος και ταυτόχρονα ο πιο φοβιτσιάρης. Σε μια στιγμή βρήκε ευκαιρία και τη κοπάνησε, εγκατέλειψε τα δυο παιδιά κι έφυγε τρέχοντας προς τα πίσω, τόσο πολύ, πίστεψε στο σχέδιο των πιτσιρικάδων.

Οι δυο τους, δεν έκαμαν πίσω, αθόρυβοι μπήκαν στη στρατιωτική περιοχή του αεροδρομίου και στο πρώτο κτήριο, ο Γιώργης τράβηξε την πέτσινη ασφάλεια από τη χειροβομβίδα, φώναξε ο Γιάννης, να παραδοθούν όσοι είναι μέσα. Το είπε Ιταλικά, ξανά στα Γερμανικά, αλλά απάντηση δεν πήρε.

Η αγωνία των παιδιών έφτανε στο κατακόρυφο, δεν ήταν πλάκα, ούτε αστείο, έπρεπε να προχωρήσουν, δεν υπήρχε κανείς ή μήπως τους μυρίστηκαν και ετοίμαζαν εκπλήξεις;

Μια παιδική φωνούλα έλυσε όλες τις απορίες και στα βιαστικά έκλεισε την επιδρομή στο αεροδρόμιο:

-εγώ είμαι, μόνος, σας παρακαλώ, μην κάνετε τίποτε, βγαίνω…

Ένα άλλο παιδί, ο Αρκασομενεδιάτης Μιχάλης Μαστρομηνάς, ήταν από εκείνα τα μικρά, που δούλευαν στο αεροδρόμιο. Είχε ξεμείνει μέσα στα άδεια και εγκαταλειμμένα με φούρια στρατιωτικά κτήρια.

Τελικά η επίθεση των πιτσιρίκων δεν έγινε, αφού λίγες ώρες νωρίτερα οι Γερμανοί είχαν αποχωρίσει από την περιοχή.

Τα τρία παιδιά πήραν βαθιές ανάσες, ο Γιώργης πέταξε τη χειροβομβίδα στα χωράφια και τριγύρισαν τα άδεια κτήρια κάνοντας κάτι σαν αυτοψία.

Τα λάφυρα του Γιάννη Μελλισηνού ήταν ένα Γερμανικό ποδήλατο και μια κούτα μπισκότα. Ακόμη κι αυτά παραλίγο να γίνουν αιτία να μπλεχτεί σε καβγά με έναν συντοπίτη, αφού στο μεταξύ είχαν πλακώσει κι άλλοι καλοθελητές, μήπως βρουν κάτι χρήσιμο, από τα παρατημένα αντικείμενα των Γερμανών στρατιωτών.

Λίγο αργότερα καλίεψε το ποδήλατο κι αμέσως έμαθε ισορροπία. Ο Γιάννης Μελισσηνός δε λησμονούσε το στρατιωτικό ποδήλατο. Όσο κι αν ταξίδεψε, όσο κι αν γύρισε την Αμερική και να πέρασαν τα χρόνια, κάθε φορά που έβγαινε στη βεράντα του σπιτιού του, εκεί στον πάνω Αφιάρτη, σα να χανόταν, ταξίδευε στο αμέρωτο τοπίο.

Θα νόμιζε κανείς ότι το βλέμμα του βουτούσε στην απέραντη θάλασσα.

Όμως όχι, ο Γιάννης θωρούσε εκείνα, τα δυνατά, τα χοροπηδηχτά χρόνια του, να κάνουν πετάλι, εκεί, μπροστά στα μάτια του.

Σα να ξεχώριζε το χνάρι από τις αμέτρητες σκιές που πέρασαν αλλά δεν είπαν να σταθούν στον τόπο, πήραν δρόμο κι έφυγαν. Σα τους τριμμάτιες κουρσάρους, σα τους κατακτητές.

Ξέμειναν μόνο κάτι ξέμπαρκες στεγνές μνήμες κι η ισορροπία, που αμά τι μάθεις τη ρουφιάνα, δεν τη ξεχνάς με τίποτα, την παίρνεις προίκα μαζί σου στον άλλο κόσμο.