του Μανώλη Δημελλά
Είναι που ο κάθε τόπος, μικρός για μεγάλος, έχει τον κρυφό του ήρωα, εκείνον που ενώ μας προσπερνά, δεν τον μυρίζεται, ούτε και τον επαίρνει χαμπάρι κανένας, όμως αν κοιτάξεις βαθιά, ευθεία μέσα στα μάτια του, θαρρείς πως ξανοίεις μέσα τους, όχι χρώματα, μήτε μικρές, κόκκινες σαν φίδια, φλέβες, αλλά τοπία, κινούμενες σαν θάλασσα εικόνες, που σου θυμίζουν κάτι από τόπους που περπάτησες, αλλά ούτε που πίστευες πως θα αντικρίσεις τέτοια χαράγματα, μέσα σε ανθρώπους.
Ακόμα θυμάται η Μαργαρίτα, την παραγεμισμένη με ψαρικά σύνεργα, βαλίτσα, όχι, δεν ήταν, ούτε και έγινε ποτέ σοβαρός ψαράς, ο Γιώργος της. Είναι η λατρεία για την Αμμοπή και την γαλήνια σαν μια κόλλα χαρτί, θάλασσα, που τον έκαμε να παλεύει και με την αρμύρα, αρκεί να στέκει κοντά της.
Όταν σχεδίαζε το ταξίδι για το νησί, την Κάρπαθο, αγόρασε τους νυχοκόπτες δωδεκάδες, παντού έκρυβε κι από έναν. Είναι το καλύτερο εργαλείο για τις Δράκαινες, τα ψάρια με τα επτά δηλητηριώδη αγκάθια. Πέντε στην ράχη και από ένα στα πλευρά. Μαύρη σου μοίρα, αν τύχει και πιαστείς πάνω στα κεντιά της.
Ο Γιώργος Χατζηδάκης, φέρνει πίσω τις ήσυχες μέρες στην Αμμοπή, θυμάται, τότε που δεν ήταν περαστικός τουρίστας, αλλά ένας από τους μόνιμους κατοίκους και τον γνώριζε κάθε σφάκα και κάθε ασπάλαθος, από τα γύρω παρατημένα χωράφια.
Γεννημένος στις Μενετές στα 1939, με τον Μενεδιάτη μα ξενιτεμένο, αμερικάνο, πατέρα πήρε αυτόματα την ξένη υπηκοότητα, που τον ακολουθεί ακόμα. Στα πρώτα φτωχά και κατακτημένα χρόνια, από τον άξονα, η μοίρα τους βρήκε να επιτάσσουν το πατρικό οι Γερμανοί.
Το μεγάλο, κανακαρίστικο σπίτι, κοντά στην πλατεία, έγινε αποθήκη και φούρνος των Γερμανών, οι Ιταλοί φόρτωναν με πανιώτες και πανίνα, το μικρό Γιώργη, θυμάται, όπως όλοι πως στους μικρούς τόπους, δεν ήταν η πείνα που καθόριζε τους χτύπους της καρδιάς.
Ένα παιδί μέσα στις προετοιμασίες και τελικά στον ξεσηκωμό, εκείνο τον Οκτώβρη στα 1944, ο Γιώργος, έβλεπε όπως όλα τα παιδιά, μα δεν έμεναν στην μνήμη πάρα μόνο τα σκληρά, οι εικόνες σαν το κουβάλημα του άψυχου σώματος του μοναδικού νεκρού την ημέρα του ξεσηκωμού, του Μενετιάτη Μ. Βιτωρούλη, στέκονται και χοροπηδούν ακόμη μέσα στο μυαλό του.
Τρεις τάξεις από το σχολείο και παιγνίδι στο χωριό, που τότε είχε περισσότερα από δέκα καφενεία, όμως δεν επιτρεπόταν να διαβεί την πόρτα τους κανένας πιτσιρίκος.
Έτσι πέρασε τα πρώτα χρόνια με τους Εγγλέζους, να ρυθμίζουν το καθημερινό στον τόπο και στα μετόχια του Αφιάρτη να γίνεται ο προσφυγικός καταυλισμός για τα υπόλοιπα, τα σκλαβωμένα Δωδεκάνησα
Τα χαρτιά και με μπαρί των Βάσο Χατζηγεωργίου ,έγινε αληθινός παίχτης. Τύχη υπάρχει παντού, όμως η Μπιλότα είναι επιστήμη, αν μάθεις τους νόμους της σωστά τότε δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς, εκείνος που ανοίγεται στραβά και άκριτα ανταγωνίζεται, είναι σίγουρα ο χαμένος. Επιμένει, τα χαρτιά δεν είναι ζάρια, αγοράζεις όταν έχει γερό τζόγο, παίρνεις τα ατού και με αυτά έξω, όλη η δύναμη μαζεύεται στους άσσους. Οι φάσεις πρέπει να φύγουν από τη μέση. Ο μπαρής δεν πρέπει να βγαίνει από πάνω, δεν είναι τ’ αφεντικό, όταν ανοίγω εγώ! Ίσα να φύγουν τα ατού και για να γίνουν οι άσσοι.
Όσο τα περιγράφει τόσο ανάβει η φωνή του, όσο δίνει ζωή σε άψυχα τραπουλόχαρτα, τόσο γεμίζει ενέργεια και φαίνεται νεώτερος. Επαναλαμβάνει, ο άσσος χάνεται, αν δεν γίνει από νωρίς, ποτέ δεν
ξαναγίνεται. Στο τέλος ψελλίζει ακόμη ένα μυστικό, μιλά για τις εκατοντάδες, χαμένες μακαρονάδες, εκείνα τα στοιχήματα που πλήρωσε για να πιάνει σωστά τα τραπουλόχαρτα.
Η γυναίκα του Μαργαρίτα τον καμαρώνει, παράτησε για κείνον το πανεπιστήμιο, την νομική Αθηνών και την πιθανή καριέρα της, όλοι στο νησί έλεγαν για το μυαλό της, έκοβε από τότε έκοβε σαν ξυράφι.
Παντρεύτηκαν στο Άγιο Κωνσταντίνο, στο κέντρο του Πειραιά, το 1965.
Τρία παιδιά, όλα παθιασμένα με την Κάρπαθο όπως ο πατέρας και η μάνα. Όταν στο τέλος του ‘68, βρέθηκε η ευκαιρία στο Λαγονήσι, κτήμα πάνω στη θάλασσα, ένα σπουδαίο κελεπούρι, αρνήθηκαν την αγορά για να μην βρεθούν κάποτε στη θέση να διαλέξουν. Η επιλογή έχει γίνει από την γέννηση, είναι μια η σταθερή και δεν χωρά φτιασιδωμένες λέξεις και κουβέντες.
Η Κάρπαθος, είναι ο τόπος, εκεί όπου τα πατρογονικά άφησαν να τριγυρνά ανέμελα η ψυχή τους.
Δεν στριφογυρίζει σήμερα στην Αμμοπή ο Γιώργος, το 1985 έκοψε με μαχαίρι τις αποσπερίες, αφού οι άγνωστοι, περαστικοί τουρίστες, έγιναν περισσότεροι από τους μόνιμους κατοίκους.
Ο Μιχάλης Μαλλόφτης, ο ψαράς Νικολής Οθείτης και ο Γιώργος Χατζηδάκης.
Αυτοί ήταν οι τελευταίοι βασιλιάδες της Αμμοπής, που και τα ψάρια ακόμα ψιθυρίζαν τα κατορθώματα τους, πάνω στις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Λογαριάζει τις μέρες, περνούν πιο αργά, όταν είσαι μακριά από το νησί, μα όταν ξανοί(γ)εις στη Χόμαλη, περπατάς βιαστικά στη κάτω πλατεία, πας για Μπιλότα στο καφενείο, ή περνάς με ψώνια από το Πανόραμα της Ζόκλας στον Καρακαλά, τρέχουν σαν θεοπάλαροι, οι δείκτες του ρολογιού, σαν να κυνηγιούνται πρόστυχα μεταξύ τους.