Αι γορίλαι: οι μυστηριώδεις γυναίκες

Αι γορίλαι: οι μυστηριώδεις γυναίκες

γράφει ο Γιώργος Δαμιανός

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στα περιοδικά discovery,, εκδ. ΔΟΛ και Ιστορία εικονογραφημένη, εκδ. Πάπυρος)

Ο γορίλας είναι ένα άκακο θηλαστικό, ο μεγαλύτερος απ΄ όλους τους πιθήκους, αποκλειστικά χορτοφάγος, ζει στην Κ. Αφρική (στα δάση του Γκαμπόν, του Καμερούν, του Κονγκό) και ποτέ δεν απειλεί τον άνθρωπο (εκτός, αν πρόκειται να αμυνθεί). Ο άνθρωπος, όμως, πάντα φοβάται οτιδήποτε ξεπερνά τον ίδιο (ο γορίλας έχει βάρος 200 -300 κιλά και 2μ ανάστημα) και γι αυτό απέδωσε αρνητική σημασία στη λ. γορίλας.

Έτσι, τη λέξη γορίλας την έχετε, σίγουρα, ακούσει στις φράσεις: «έβαλε δύο γορίλες να τον φυλάνε» ή «έστειλε τους γορίλες του», γενικά, την έχετε συνδυάσει με οτιδήποτε έχει σχέση με το θηριώδες αλλά ότι ο γορίλας, αρχικά, προσδιόριζε τριχωτές γυναίκες (αι γορίλαι) αυτό, μάλλον, δεν το είχατε φανταστεί.

Η λέξη αναφέρεται για πρώτη φορά στον «Περίπλου» του Άννωνος (Hannon, 560 – 500π.Χ.). Αυτός ο Καρχηδόνιος θαλασσοπόρος συνάντησε για πρώτη φορά στην περιοχή της σημερινής Σιέρα Λεόνε (μάλλον, στο νησί Sabambro) δύο τεράστιους θηλυκούς πιθήκους. Τους θεώρησε ως κτηνώδεις ανθρώπους και, αφού τους σκότωσε, μετέφερε τα δέρματα τους στην Καρχηδόνα παρουσιάζοντας τους ως «ένα άγνωστο είδος γυναικών». Ο Λατίνος συγγραφέας Πλίνιος, ο Πρεσβύτερος, επιβεβαιώνει ότι τα δέρματα των «γυναικών» εκτίθεντο σε ναό της Καρχηδόνας μέχρι την καταστροφή της πόλης από τους Ρωμαίους. Οι Καρχηδόνιοι ήταν πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για άγριες γυναίκες τεραστίων διαστάσεων και έλεγαν ότι η λέξη γορίλλαι ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι ιθαγενείς (αυτό, άλλωστε, υποστηρίζει και ο ίδιος ο Άννων.

Σύγχρονοι μελετητές- A. Mailet, M. Cohen- προσπάθησαν να εντοπίσουν κάποια ετυμολογική σχέση της λέξης γορίλλας με τις Αφρικανικές διαλέκτους, αλλά μάταια).

Άλλοι μελετητές (G. Germain στο «hesperis», 44, σελ. 218) θεωρούν ότι η λέξη, ίσως, είναι αναγραμματισμός της ελληνικής λέξης οργίλαι (:οργισμένες, επειδή αυτές οι «γυναίκες» θεωρούνταν άγριες.

Άλλοι, πάλι, θεωρούν την όλη ιστορία αποκύημα της φαντασίας του Άννωνος. Πάντως, ο «περίπλους» του Άννωνος περιλαμβάνεται στο ελληνικό χειρόγραφο, codex Palatinus Graec. 398, βιβλιοθήκη Χαϊλδεβέργης. Το χειρόγραφο αυτό αποτελεί μετάφραση φοινικικής επιγραφής του ναού Βάαλ, που βρισκόταν στην Καρχηδόνα.

Ο όρος γορίλαι (και γορίλας) έμεινε άγνωστος για πολλούς αιώνες και μόλις το 1847 ο Αμερικανός Thomas Staughton Savage θα δημοσιεύσει το άρθρο «Troglodytes Gorilla, a new species of Orang» (:«τρωγλοδύτες γορίλες, το νέο είδος των ουραγκοτάγκων»), αφού πρώτα μελέτησε τον Άννωνα και δανείστηκε απ΄αυτόν τη λέξη «γορίλας». Από τότε ο όρος γορίλας δε θα περιγράφει μόνο τις άγριες γυναίκες, αλλά όλους τους ανθρωποειδής πιθήκους της οικογένειας των πογκιδών (επιστ. oνομασία: G. gorilla, οικ.:πογκίδαι). Το χαρακτηριστικό όλης της οικογένειας των πογκιδών είναι ότι τα μπροστινά άκρα («τα χέρια») είναι επιμηκέστερα από τα πίσω. Η λ. πόνγκο (pongo), που προσδιορίζει την επιστημονική ονομασία, δόθηκε από τον Άγγλο εξερευνητή Andrew Battell. Η λ. είναι ηχοπoιημένη και ο Battell τη χρησιμοποίησε για να περιγράψει τον «άγνωστο» πίθηκο, που πρωτοσυνάντησε (τον 16ο αιων.) στα χρόνια της φυλάκισης του από τους Πορτογάλους

Τις τελευταίες δεκαετίες, ο όρος γορίλας απέκτησε μειωτική σημασία και χρησιμοποιείται μεταφορικά (παγκοσμίως) μόνο για τους άνδρες (:«κυκλοφορεί με τους γορίλες του») και δηλώνει τον σωματοφύλακα, τον τραμπούκο.

Με αυτή τη σημασία η λ. πρωτοπαρουσιάζεται το 1961, στη Γαλλία. Ο στρατηγός Ντε Γκολ (De Gaulle) θα κάνει την εμφάνιση του, για πρώτη φορά, με «φουσκωτούς» νέους και οι γάλλοι δημοσιογράφοι θα τους αποκαλέσουν γορίλες (συνδυάζοντας για πρώτη φορά το όνομα του ζώου με την έννοια του σωματοφύλακα)

Στην Αργεντινή η λ. gorilas προσδιόριζε τα μέλη των ακροδεξιών παρατάξεων, ενω αργότερα δημιουργήθηκε ο όρος «καθεστώτα – γορίλα», για να προσδιορίζει τις στρατιωτικές δικτατορίες σε όλη τη Λατινική Αμερική

Πούρα τραμπούκο

Αξιοπερίεργη είναι η ιστορία και αυτής της λέξης: τραμπούκο. Η σημερινή σημασία του όρου, συνδυάζεται με τη νοηματική απόδοση της λέξης «γορίλας» και προσδιορίζει τον άνθρωπο που προκαλεί επεισόδια, συνήθως, επι πληρωμή (κακοσημη μόνο στην ελληνική γλώσσα). Χρησιμοποιήθηκε, στη γλώσσα μας, με αυτήν τη σημασία λόγω της συνήθειας ορισμένων πολιτικών (στα τέλη του 1800) να προσφέρουν ένα πούρο Αβάνας, μάρκας Trabuco στους μπράβους τους, όταν εκφόβιζαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Γενικότερα, ήταν η μόδα της εποχής να κυκλοφορούν οι «γορίλες» ή οι «φουσκωτοί» με τα πούρα Trabuco

Το πούρο Αβάνας Tραμπούκο ήταν χοντρό και κοντό και ονομάστηκε έτσι, από τους κουβανούς, επειδή έμοιαζε με τη ρωμαϊκή πολιορκητική μηχανή που εκτόξευε πέτρες («το κανονάκι», λατ: trabuchetum,trabucus, ισπ: trabuco)

Άννων, ο άγνωστος θαλασσοπόρος

Ο Αννων απέπλευσε το 510 π. Χ. (ή κατ άλλους το 470 π.Χ.) από την Καρχηδόνα με 60 πλοία και χιλιάδες άνδρες με σκοπό να «εξερευνήσει» (διάβαζε: κατακτήσει- αποικήσει) τις Βορειο–Δυτικές ακτές της Αφρικής, δημιουργώντας λιμάνια – σταθμούς στον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο «περίπλους» του Άννωνος περιλαμβάνεται στο ελληνικό χειρόγραφο, codex Palatinus Graec. 398, βιβλιοθήκη Χαϊλδεβέργης. Το χειρόγραφο αυτό αποτελεί μετάφραση φοινικικής επιγραφής του ναού Βάαλ, που βρισκόταν στην Καρχηδόνα. Πρόκειται, ίσως, για την πρώτη περιγραφή του κόσμου έξω των Ηρακλείων στηλών (Γιβραλτάρ).Ο Άννων έφτασε μέχρι τον κόλπο της Γουινεας. Κατα τη διαδρομή του ίδρυσε πολλές πόλεις, όπως: Θυμιατήριον (σημ. Mahedia), Σολόεντα (σημ. Μagador), Γύτην, Άκρα, Κέρνη και άλλες. Συνάντησε «μελανές φυλές», τρωγλοδύτες, ντυμένους με δέρματα αγρίων ζώων, οι οποίοι έτρεχαν ταχύτερα από τα άλογα (κατά την περιγραφή του). Περιγράφει ποταμούς γεμάτους κροκόδειλους και ιπποπόταμους και, βέβαια, διαθέτοντας την έπαρση τπυ κατακτητή, απορεί γιατί οι ντόπιοι του πέταγαν βράχους και εμπόδιζαν την απόβαση του. Στον τελευταίο του σταθμό συνάντησε τις γορίλες (ο ίδιος τις ονόμασε έτσι), πίστεψε ότι είναι άγριο είδος γυναικών και αφού τις σκότωσε τις μετέφερε στην Καρχηδόνα

Η αξιοπιστία της περιγραφής αμφισβητείται από πολλούς, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Άννων δεν ταξίδεψε ποτέ ως τη Σιέρα Λεόνε. Αντίθετα, ο Αρριανός (Ινδικήν, 43,11) κάνει λόγο για τον πλου του Άννωνος και ο Ηρόδοτος (Δ, 196) αναφέρει ότι γνώριζε για τον πλου των Καρχηδόνιων έξω των Ηράκλειων στηλών. Τέλος, οι σύγχρονοι γεωγράφοι βεβαιώνουν ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι περιγραφές που δίνει ο Άννων