του Μανώλη Δημελλά
Η φωνή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής δεν πρόδιδε την ηλικία της. Μια νέα γυναίκα, έτσι σκεφτόμουν όσο μου μιλούσε, μια δασκάλα με απίστευτη έμπνευση κι αστείρευτη όρεξη να διδάξει τους μαθητές της.
Η Ζωή Σαμαρά γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1935, πολλοί Καρπάθιοι αναρωτιούνται και λένε πως τέτοιο επίθετο δεν έχει το νησί. Πράγματι, έχουν δίκιο, το επίθετο Σαμαρά είναι απόκτημα από το σύζυγο της, οι φίλοι και οι συγγενείς την γνωρίζουν με το επίθετο του πατέρα της, του ράφτη, με καταγωγή από το Καστελλόριζο, του Κωνσταντίνου Μαλαξού. Η Ζωή είναι γέννημα και θρέμμα του Κάβου, της γειτονιάς πάνω από το λιμάνι της Καρπάθου. Η μητέρα της, η Μαριγώ Λάμπρου είχε καταγωγή από το χωριό Όθος.
Χίλιες εικόνες ξεπηδούν από τις ιστορίες της.
Από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήθελε να γίνει δασκάλα! Κάποτε, ήταν ακόμη πολύ μικρό κορίτσι, όταν ένα συνομήλικο της αγόρι δεν ήξερα να μετρά μέχρι το τέσσερα. Ήξερε το ένα, το δυο και το τρία. Μετά σταματούσε και βούρκωναν τα ματάκια του. Η Ζωή σκέφτηκε λίγο κι ύστερα τον έπεισε να κοιτάξουν προς τη θάλασσα και να μετρούν τα κύματα που σκάνε στην ακτή. Ένα, δυο, τρία κι ύστερα του είπε, αυτό που βλέπεις τώρα, ναι αυτό, είναι το τέσσερα!
Ταξιδέψαμε , είχαμε για οδηγό τις αναμνήσεις, στις χώρες, στους πολιτισμούς και στις ανθρώπινες κοινωνίες που βρέθηκε και δίδαξε.
Όμως σα νάμασταν δεμένοι με την πιο βαριά αλυσίδα, δε ξε-φύγαμε ούτε μια στιγμή από την Κάρπαθο.
«Η Κάρπαθος είναι πάντα ο χώρος μου, εκεί νιώθω ότι ζω, κατέβαινα κοντά στη θάλασσα, ήμουν σχεδόν τεσσάρων χρονών, τραβούσα γραμμές και έλεγα πως έγραφα βιβλίο. Από τότε γνώριζα ότι θα γίνω δασκάλα» Ζωή Σαμαρά
Καθώς πλανάραμε ανέμελα πάνω από τον κόλπο των Πηγαδίων εκείνη θυμήθηκε τον Έπαρχο του νησιού, που καθώς την έβλεπε να περνά από το όμορφο κτήριο του Επαρχείου και να τραβά με τα πόδια για το Απέρι, έτσι μικροκαμωμένη κι εύθραυστη, ρώτησε για κείνην και έμαθε ότι όση όρεξη της έλειπε για φαγητό, άλλη τόση κι ακόμη περισσότερη, είχε για τα γράμματα! Έτσι προσέφερε το φορτηγό και τον οδηγό του, για να τη μεταφέρει στο σχολείο!
«Ήταν ένα όνειρο, να πηγαίνω με αυτοκίνητο στο σχολείο! Μα δεν γνώρισα εκείνον τον Έπαρχο, δε μου μίλησε, ήταν το 1947 κι ήμουν 12 χρονών. Όπως έμαθα, είχε μια ανιψιά και το έκανε για κείνη. Εκείνος έκρυψε την αρχοντιά του, όπως εμείς κρύβουμε σήμερα τη μιζέρια μας».
Ναι, οι καλές πράξεις δε χάνονται, έχουν μαγική δύναμη, μετουσιώνονται και γεμίζουν ενέργεια τους ανθρώπους. Και εκείνους που προσφέρουν μα κυρίως κάνουν καλύτερους εκείνους που τις δέχονται!
«Πρέπει να πάμε σε μια μεγαλούπολη για βρούμε τον εαυτό μας. Αρκεί να προσέξουμε να μην χαθούμε μέσα της. Εγώ έφυγα 18 χρονών κι ότι έγραφα μέχρι τότε στο νησί το υπέγραφα ως Κωστής Παλαμάς».
Η Ζωή Σαμαρά τελείωσε το Γυμνάσιο Απερίου το 1953 κι ήταν από τις πρώτες Καρπαθιές που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο. Θυμάται τη γειτόνισσα που συχνά επαναλάμβανε ότι τα καλά κορίτσια δεν πάνε σχολείο! Ήταν εποχές δύσκολες, φτώχια και τα γράμματα για πολλές οικογένειες δεν ήταν προτεραιότητα, όχι όμως για την οικογένεια Μαλαξού.
Μπορεί να μη ταξιδεύει πια για το νησί, όμως η Θεσσαλονίκη αγαπά την ποίηση, έτσι σχεδόν μοιραία γίνεται το καταφύγιο της. Στον δικό της χώρο ο χρόνος παίρνει το σχήμα της Καρπάθου και μοιάζει να αφήνεται στο λίγο άγριο χάδι του Μπονέντη. Κρατώ ακόμη μια φορά τις σκέψεις της κα Σαμαρά:
«Είναι σπουδαίο, είναι μαγικό, να έχεις γεννηθεί σε ένα νησί. Να έχεις αυτή τη θάλασσα, αυτόν τον ουρανό που έχουμε εμείς».
Τα ποιήματα της κλείνουν μέσα τους τη φρεσκάδα της Καρπάθου. Είχε την τύχη και το προνόμιο να βρεθεί και να διδάξει σε χώρες και σε πόλεις με σπουδαία ιστορία και φωτοβόλο πολιτισμό. Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη, Βαρκελώνη. Όλες αυτές οι γνώσεις, οι εμπειρίες, λειτουργούν προσθετικά στο σπουδαίο ποιητικό έργο της. Κι όμως εκείνη εξακολουθεί να δείχνει προς τον γενέθλιο τόπο, είναι η αφετηρία που χαρακτηρίζει τη διαδρομή και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να την εμπνέει.
Ευαγγελισμός
Πόσο θα ήθελα να συναντήσω
τον αρχάγγελο Γαβριήλ
σαν φέρνει σήμερα
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
αντί για αίμα
σε όσους ασθενούν
αντί για ένα χαμόγελο
σε όσους αδιάκοπα θρηνούν
αντί για φως
σε όσους μες στον κίνδυνο μένουν
αμπαρωμένοι σε σπίτια ξένα
Να έχουν κάτι ολόδικό τους
κάτι λίγο
σπίτι οικογένεια τραπέζι
κι ένα παιδί να παίζει στην αγκαλιά της μάνας
μια μάνα γριά να ευλογεί
την οικογένεια το τραπέζι το παιδί
Την ευλογία
μάς την στερήσανε κι αυτήν
που είναι μαζί με το παιδί
το κλαδί
ν’ ανεβούμε στο δέντρο
το κλειδί
ν’ ανοίξουμε τις πύλες τ’ ουρανού
να δούμε με τα μάτια ανοιχτά
το αόρατο
(24-3-2020)
H Ζωή Σαμαρά είναι Ομότιμη καθηγήτρια της Θεωρίας της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, διδάσκει Θεατρική Γραφή σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Έχει επίσης διδάξει σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Εκτός από μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού, γράφει ποίηση, δοκίμιο, κριτική βιβλίου.
Έχει μεταφράσει ποίηση και θέατρο. Πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης μέχρι το 2016, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, επίτιμο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και Διευθύντρια του λογοτεχνικού περιοδικού Θευθ . Αναφέρεται σε Διεθνή Who’s Who.
Υπήρξε πρόεδρος του ΕΤΟΣ (της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης), αντιπρόεδρος του Κρατικού Ωδείου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Είναι πρόεδρος του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ποίησης της «Τέχνης» Κιλκίς. Οι εκδόσεις Champion (Παρίσι-Γενεύη) κυκλοφόρησαν το 2005 συλλογικό τόμο προς τιμήν της, με τον τίτλο «Le verbe et la scène. Travaux sur la littérature et le théâtre en l’honneur de Zoé Samara»
Πηγάδια
Καθόταν στο πεζούλι σκεφτική
Κι η θάλασσα στα πόδια της
Πάντα απειλητική
Καρπάθιο Πέλαγος
Κοίταζε το τοπίο
Κι εκείνο όρθωνε τα βράχια του
στην οργή του πελάγους
να προστατέψει τη λεμονιά που άνθιζε σε κάθε αυλή
Έβλεπε
Πλάι στις βάρκες τα καράβια
πλάι στη μαρίδα τα λυθρίνια
θεσπέσια εικόνα
ισότητα
βγαλμένη απ’ τον Παράδεισο
Και τότε
κολυμπούσε ως την αντίπερα όχθη
πετούσε ως την απέναντι κοιλάδα
άγγιζε τ’ αστέρια
πολύ ψηλά στον ουρανό
Μικρή ακόμη
Το πέλαγος της φαντασίας δεν είχε όρια
Μη
Μη στέκεσαι όρθια
Δεν υπάρχει θέση
Μη στέκεσαι εδώ Στο σαλόνι πήγαινε
Δεν έχει σαλόνι
Μη στέκεσαι εδώ
Δεν υπάρχει «εκεί»
Πού πας;
Εκεί
Πού είναι …εκεί;
Όπου το «μη» δεν υπάρχει
Και είπες
Γαλάζιο περίβλημα
Λευκό κρεβάτι
εσύ
μονάχη
Και είπες
αρκετά περίμενα
Ζωή κι αυτή
να περιμένεις μια ζωή
Τέντωσες τα φτερά σου
τα τέντωσες ξανά
πολύ μικρά για να πετάξεις
Και είπες
να δοκιμάσεις τη γη
Πολύ ψηλά ο ουρανός
Δίπλωσες τα φτερά σου
τα δίπλωσες ξανά
πολύ μεγάλα για να τρέξεις
Και είπες
Θα πηγαίνεις
αργά
για να ζήσεις
μια ζωή
χωρίς πετάγματα
χωρίς
δρασκελιές
αργά με προσοχή
Σιγά την πόρτα
Βήμα σημειωτόν
μια ζωή με νωχελείς κινήσεις
μια ζωή πλήρης ημερών
ανυπαρξίας
Αμφίπολις
Πώς έγινες αγνώριστος λαέ
έγραφε κάποτε κι αναρωτιόταν
ίδιος ήλιος ίδια θάλασσα ίδιο χώμα
Σκάβουμε τη γη σκάβουμε το χρόνο
Τα χέρια μας αγγίζουν το παρελθόν μας
Συναντούμε αντί για θνητά σκουληκάκια εικόνες
τον ήλιο αναλλοίωτο μέσα στον τύμβο
χρώμα και κίνηση στο δάπεδο του τάφου
Θύρες μαρμάρινες
ανοίγουν κλείνουν στο χρόνο στον ορίζοντα
φιγούρες με κίνηση που όμως δεν φεύγουν
κινούνται
μήπως μας προλάβουν
Ποιος είναι ο ένοικος του τάφου
διερωτώνται οι σοφοί
13 Οκτωβρίου 2014
Δεν ξέρουμε ακόμη ποιος είναι
ξέρουμε μόνο πως δεν είναι ο νεκρός
ίσως το μέλλον μας που μας στοιχειώνει
Γραφίδα
Κάποτε
έγραφε
χωρίς γράμματα
μιλούσε
χωρίς λέξεις
Παγιδευμένος στις σελίδες του ήσκιου
πρόσθετε τη δική του ψηφίδα
στις εικόνες του ποιήματος
Έλεγε
Μη με διαβάζετε
μη μ’ ακούτε
εκτός κι αν τολμάτε
να δείτε το
αόρατο
Κι έμεινε στην Ιστορία
Σήμερα
γράφει
γράφει
αποφαίνεται
φαίνεται
ομιλεί
διεκδικεί
αυτοπροβάλλεται
αυτοαποκαλείται
θεέ μου
Ποιητής
Μετουσίωσις
Άρτος να γίνω
να θρέψω
τις Ινδίες της Γης
Οίνος να γίνω
να μεθύσω
τις Μπιάφρες του σύμπαντος
Γροθιά να γίνω
στους λαούς
Τίμιο Δώρο
να την προσφέρω
Να σηκώσουν ξανά το κεφάλι
Από ψηλά
τους δήμιους
να
αντικρίσουν
Στο παγκάκι
Ήτανε μόνος
και ήταν τρεις
Δεξί χέρι στην τσέπη
Προσεχτικοί
Του ζήτησαν τα χαρτιά του
Ποιος δεν γνωρίζει ότι
οι επικίνδυνοι ληστές με τα καλάσνικοφ
μεταμφιέζονται σε
άστεγους
περνούν τη νύχτα σε παγκάκι
όχι εκκλησίας μα δρόμου κεντρικού
– Μετανάστης
και άστεγος
πάει πολύ
Κάνε Θεέ μου
να μην τιμωρηθεί
;για αμαρτίες
ομόχρωμών του
Ήτανε τρεις
Ίσως σταλμένοι
απ’ την Αγία Τριάδα
Απόψε θα περάσει
το βράδυ
μέσα σε τέσσερεις τοίχους
Οικονομικός μετανάστης
σε οικονομία του Νότο
Μενετές
Έστρεφε το βλέμμα προς τα επάνω
η μικρή από τον Κάβο
να σε αντικρίσει
Παναγία μενετιάτισσα
να σε βλέπει
να εμπνέεις σε όλους γύρω
λεβεντιά και δέος
Άκουγε από μακριά
ν’ ανεβαίνει ως την άγια πύλη σου
το Καρπάθιο Πέλαγος
να φυσάει μέσα στο ιερό σου να
τρέχει στα σοκάκια
του χωριού που σ’ αγκαλιάζει
να ραντίζει τα σπίτια με μύρο
κι αγγελικό λιβάνι
Έβλεπε τον ήλιο να ανάβει τα καντήλια σου
να ρίχνει σπίθες στα μάτια των
αγέρωχων Μενετιατών
κάθε φορά που προσεύχονταν στη χάρη σου
Κι έγερνε τότε ο Ουρανός
και της ψιθύριζε
πως σήκωνες στα ύψη όλη την Κάρπαθο
την έφερνες ξανά κοντά του
στοιχεία και ποιήματα από τη σελίδα: www.whenpoetryspeaks.blog