“Όταν ο Θόδωρος έφτιαχνε την Κοπεγχάγη η μυρωδιά της έφτανε μέχρι τη θάλασσα! Ερχόντουσαν σα τα γεράκια! Έκαναν ουρές στο μαγαζί και το ταψί άδειαζε μέσα από το φούρνο. Άλλες εποχές, διαφορετικές, τότε από κάθε γωνιά των Πηγαδίων αγνάντευες το λιμάνι, είχε κόσμο κι η φτώχεια δεν ήταν εμπόδιο, είμασταν όλοι αγωνιστές”.
του Μανώλη Δημελλά
Για την Ειρήνη Χατζαντώνη-Ρουμελιώτη ότι κι αν προσπαθήσεις να γράψεις θαναι λίγο! Δίχως αμφιβολία αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ήταν η σταθερή παρουσία της, τόσο της μάνας αλλά και της εργαζόμενης γυναίκας, πάνω στο νησί κι όλα αυτά μέσα στις εποχές των μεγάλων πολέμων και των ραγδαίων εξελίξεων.
Η Ρηνιώ, όπως την φώναζαν οι γείτονες κι φίλοι, γεννήθηκε στο τέλος του 1917,
“στο πιο όμορφο χωριό της Καρπάθου”, έτσι περιέγραφε η ίδια το Όθος και συνέχισε: “στο χωριό όλα τα κτήματα ήταν φροντισμένα, όπως ήταν όλη η Κάρπαθος, μέχρι που άνοιξε η Αμερική, τότε άρχισε το φευγιό και φτάσαμε να γυρεύεις με τη σφεντόνα τον άνθρωπο”.
Στο Όθος έζησε μέχρι τις αρχές του 1950, στη συνέχεια κατέβηκε στο κέντρο του νησιού, στα Πηγάδια, όπου παρέμενε μέχρι σήμερα.
Έζησε την μεγαλύτερη περίοδο της Ιταλοκρατίας, ακολούθησε ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή, έπειτα την Αγγλοκρατία και έγινε νέα μωρομάνα πάνω στο όνειρο της απελευθέρωσης, την ελπίδα της γαλανόλευκης, αλλά και το αναγκαστικό φευγιό των μεταναστών.
Ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό της, θυμόταν τον πατέρας της, τον Ηλία Χατζαντώνη, τον χασάπη που δούλευε και σε ένα νταμάρι, πολλές από τις πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί το Επαρχείο του νησιού, στις αρχές του 1930, είναι βγαλμένες από τα δικά του χέρια.
Εκτός από το οικογενειακό χασάπικο είχαν και ένα καφενείο μέσα στο χωριό, εκεί μπαινόβγαινε η ίδια αλλά και τα υπόλοιπα επτά αδέλφια της.
Όταν περιγράφει εκείνα τα χρόνια δεν στέκεται στους Ιταλούς, στη φτώχια, ούτε και στον πόλεμο, “για όλους ήταν δύσκολα, μα θέλαμε να ζήσουμε! Εμένα μου άρεσαν τα γλέντια κι αν δεν ήταν ο Θοδωρής, δεν είχα σκοπό να παντρευτώ, ήθελα να χαρώ τα νιάτα μου”.
Ο Θόδωρος Ρουμελιώτης, επτά χρόνια μεγαλύτερος από την Ειρήνη, ήταν παληκάρι από το ίδιο χωριό, έμενε στην επάνω γειτονιά του Όθους, έτσι γνώρισε και διάλεξε το κορίτσι, πήγε λοιπόν και τη ζήτησε από τους γονείς της και εκείνοι, αφού και η Ειρήνη συμφωνούσε, έδωσαν την ευχή τους και το 1944 παντρεύτηκαν.
Στα μάτια μας η ιστορία του νέου ζευγαριού ίσως να φαίνεται αδιάφορη, όμως όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στην καρδιά καθοριστικών εξελίξεων για τον 20ο αιώνα!
Το νησί ζει ξένους κατακτητές και σκεπάζεται βίαια με διαφορετικές σημαίες, ενώ οι κάτοικοι αγωνίζονται, παλεύουν την καρπάθικη γη και μεγαλώνουν με το όνειρο μιας ταλαίπωρης πατρίδας, που όσο κι αν ήθελε δεν μπορούσε να προσφέρει παρά μόνο ιστορία, γλώσσα και θρησκεία.
Η Θοδωρής και η Ειρήνη χτίζουν οικογένεια μέσα στο πέρασμα των πιο δύσκολων χρόνων.
Το ζευγάρι μετά από μια σύντομη στάση στο χωριό Απέρι, η Ειρήνη δεν σταμάτησε να μνημονεύει τους φιλότιμους κατοίκους του χωριού, τον Οκτώβρη του 1953 διάλεξαν το λιμάνι για να στήσουν μια επιχείρηση σύμβολο της εποχής!
Ένα από τα τέσσερα ζαχαροπλαστεία της Καρπάθου ήταν δικό τους, λίγα χρόνια νωρίτερα ο Θοδωρής είχε ένα κουρείο, όμως το μπαρμπέρικο, με τις χτένες και τις φαλτσέτες, δεν ήταν το μέλλον του.
Η γνώση της τέχνης του ζαχαροπλάστη έρχεται από τον αδελφό του Θεόδωρου, μεγαλύτερο περίπου κατά δέκα χρόνια, Γιώργο Ρουμελιώτη, που είχε βρεθεί μετανάστης στην Αίγυπτο, εκεί μαθήτευσε στο ζαχαροπλαστείο του θείου του και όταν επέστρεψε στο νησί αποφάσισε να ξεκινήσει μια επιχείρηση που πρωταγωνιστούσε η ζάχαρη κι έγραψε ιστορία!
Το 1926 ο Γιώργος Ρουμελιώτης άνοιξε το ζαχαροπλαστείο “Μέλισσα” στο γωνιακό σπίτι του Κώστα Φιλιππίδη στο συντριβάνι, διέθετε μεγάλη ποικιλία από γλυκά και όπως αναφέρει στο βιβλίο “Τα πηγάδια των αναμνήσεων και πως να τα ξεχάσεις” ο συγγραφέας Ανδρέας Η. Μακρής: “…άφησαν εποχή τα σοκολατένια καρύδια, μπαλάκια με ψίχα καρυδιού και βανίλια, περιχυμένα με μπόλικη σοκολάτα! Δεν έφευγες κάτω από δυο, αν το φύσαγε η τσέπη σου…”
Ο Θόδωρος Ρουμελιώτης δούλεψε με τον αδελφό του, αλλά είχε σπουδαίο ταλέντο και γρήγορα άνοιξε το δικό του ζαχαροπλαστείο. Δίπλα του στεκόταν πάντα και η Ρηνιώ, η γυναίκα του είχε αναλάβει τα παραδοσιακά γλυκά, τον καρπάθικο μπακλαβά, τα κανίσκια και έφτασε να ανοίγει ακόμη και φύλο για τα γλυκά, έτσι σταμάτησαν να το παραγγέλνουν από τη Ρόδο κι εκείνη δούλευε διπλοβάρδιες μέσα στη κουζίνα.
Από την απελευθέρωση και μετά στα Πηγάδια υπήρχαν τέσσερα ζαχαροπλαστεία, από ένα κατάστημα είχαν τα δυο αδέλφια, ο Γιώργης και ο Θοδωρής Ρουμελιώτης, μάλιστα τις επιχειρήσεις των δυο αδελφών τις χώριζε ένα σπίτι!
Επίσης ζαχαροπλαστείο είχε και ο Αρκασιώτης Βασίλης Πιττάς, που έφτιαχε κυρίως το φημισμένο του παγωτό και διάφορες πάστες, λουκούμια ακόμη και καραμέλες με το χαρτάκι τους να γράφει μαντινάδες!
Δεν θα λησμονήσουμε ούτε τον Μήτσο Κοντό, που έφτασε στην Κάρπαθο πρόσφυγα από την Κω, το καλοκαίρι του 1945, έτσι ήταν γνωστός ο μάστορας σιροπιαστών γλυκών και ιδιαίτερα του φημισμένου μπακλαβά, των παστελιών και των μαντολάτων! Ένας σπουδαίος τεχνίτης που δεν είχε κατάστημα, ετοίμαζε τα γλυκά στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα του, στη συνέχεια πήγαινε πάνω-κάτω τα Πηγάδια και ξεπουλούσε την ολόφρεσκη πραμάτεια του με ένα καροτσάκι.
Η Ειρήνη Ρουμελιώτη δε λησμονεί και τα πρώτα υλικά, όπως τα φρέσκα αυγά, που τα έφερνε διπλωμένα, ένα-ένα, σε χαρτί από εφημερίδες και προσεκτικά βαλμένα μέσα σε γκαζοντενεκέδες, φορτωμένοι πάνω στο γάαρο η Φραγκουλιά Μελά από το Λάϊ! Θυμάται το αγνό γάλα του Γεργατσούλη, αλλά και τα τσουβάλια ζάχαρης, που είχαν προορισμό την Όλυμπο της Καρπάθου, αλλά οι Ολυμπίτες δεν τη πολυχρησιμοποιούσαν κι έτσι έφτανε στην κουζίνα του ζαχαροπλαστείου και “έντυνε” τα γλυκά.
Μα ήταν εκείνη η εποχή που οι Καρπάθιοι εξελίχθησαν, ξέμαθαν τη φρασκομηλιά και έκαναν συνήθεια, κυριολεκτικά κόλλησαν με τον ελληνικό καφέ!
Γαλακτομπούρεκο, ραβανί, Κανταϊφι, Μπακλαβάς, Καρυδόπιτα και ναταν μόνο αυτά! Ποτάμι το σιρόπι, ένιωθες την ευχαρίστηση του πελάτη, μικροί-μεγάλοι έφευγαν με τη γλύκα ζωγραφισμένη στα μάτια!
Τότε ήταν που ο Θόδωρος έφερε τη συνταγή της Βασίλισσα των γλυκών…την Κοπεγχάγη!
Βούτυρο, ροδόνερο, ανθόνερο, αυγά, κανέλα, ζάχαρη, γαρύφαλο, κονιάκ, αμύγδαλα, αλλά και φύλλο κρούστας και πολλά-πολλά μικρά μυστικά!
Αυτό το θαύμα φτιαγμένο με περίσσια τέχνη, έτσι ζωντανό και ξαπλωμένο, περίμενε τους Καρπάθιους μέσα στο ταψί του Ρουμελιώτη!
Τι κι αν στην πρωτεύουσα Αθήνα έλεγαν ότι το γλυκό ήταν της αστικής τάξης και το όνομα του δόθηκε προς τιμή του Βασιλιά Γεώργιου Α’ (1845-1913), αφού εκείνος είχε γεννηθεί στην Κοπενχάγη, έγινε Βασιλιάς της Ελλάδας μετά τον Όθωνα, από το 1863 μέχρι το 1913, όπου και δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Οι Καρπάθιοι, μακριά από γαλαζοαίματους, μεγάλωναν μέσα στα σορόπια της φαμίλιας Ρουμελιώτη. Έβγαινες από το κατάστημα του Θόδωρου και σε έπιαναν από τη μύτη οι πάστες, τα λουκούμια και τα γλυκά πολυτελείας του Γιώργου! Πάστα Νουγκατίνα, Σεράνο, Αμυγδάλου, Σαβαρέν, Κασετίνα, Κωκ, Εκλέρ, Σου, σοκολατίνα ποντικάκι με αυτιά και ουρά αμυγδάλου ή σοκολάτας!
Ακόμη και σήμερα, αν κρυφακούσετε μια παρέα ηλικιωμένων, που έτυχε να σταθεί στο συντριβάνι, όλο και κάτι θα ακουστεί για εκείνα τα γλυκά, λες και κομμάτια από τη ζάχαρη σφηνώθηκαν μέσα στον εγκέφαλο όσων τα δοκίμασαν!
Η Ρηνιώ κι ο Θόδωρος Ρουμελιώτης κράτησαν το ζαχαροπλαστείο 23 χρόνια, ευτύχησαν να κάμουν πέντε παιδιά, άξιοι άνθρωποι που διάλεξαν να μείνουν, δούλεψαν, μόχθησαν πάνω στο νησί, αυτοί όπως και οι περισσότεροι της γενιάς τους, είναι οι αληθινοί πρωτοπόροι, οι Καρπάθιοι που άνοιξαν αλλά και έστρωσαν με τις αξίες, τα ιδανικά και την τιμιότητα, τους δύσβατους δρόμους της Καρπάθου.
Το καλοκαίρι του 2013,η Ειρήνη μύριζε γλυκό και καθαριότητα, έλαμπαν τα χέρια της, άστραφτε το πρόσωπο και η ψυχή της, τότε ήταν 96 χρονών, θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια από τα παλιά όμορφα Πηγάδια. Με φωτογραφική μνήμη μιλούσε για τους ανθρώπους, τους καημούς τους, αλλά και τα αυθεντικά γλέντια εκείνης της εποχής, που μοιάζει να είναι τόσο μακριά από τη σημερινή.
“Το λιμάνι έλαμπε” θυμόταν η Ρηνιώ, “τι κι αν υπήρχαν δυσκολίες, ακόμη και το νερό, υπήρχαν εποχές που το κουβαλούσαμε από την Παναγία και για τη λάτρα τότε είχαμε τις λατσίες, όμως κανένα εμπόδιο δεν μας λύγισε”.
Ίσως γιατί το χρήμα τότε ακόμη δεν είχε αποκτήσει ψυχή και πρόσωπο.
Η Ειρήνη Χατζαντώνη-Ρουμελιώτη έκλεισε τα 100 και διάλεξε να φύγει από ετούτο τον κόσμο, να ταξιδέψει στη χώρα των αθανάτων.
Για τους τυχερούς, που γνώρισαν την Ειρήνη, έμεινε το άρωμα και η γεύση, τα γεννήματα από τα γλυκά χέρια της, αιώνια κληρονομιά εκείνα τα μικρά, τα ανείπωτα θαύματα, που κατάφερε η δική της γενιά.
Τελικά δεν χρειάζεται να σκαλίζουμε στο διαδύκτιο ή να ψάχνουμε στο φεγγάρι, μόλις ένας τσιμεντένιος τοίχος, μια μάντρα ή μια ξεκλείδωτη πόρτα, μας χωρίζει από τις πιο ξεχωριστές προσωπικότητες, για αυτό ας βιαστούμε να τις γνωρίσουμε, πριν τις αναζητούμε στα ράφια βιβλιοπωλείων.