

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ
Ηµεροµηνία της συνέντευξης: 30-1-2019 Σχέση αφηγητή – συνεντευκτή: Καµία
Πώς ονοµάζεστε;
Ηλίας Βασιλαράς του Μανώλη, γιατί στην Κάρπαθο υπάρχουν πολλοί µε το ίδιο όνοµα. Έχουµε το Μανώλη σα διακριτικό που είναι το όνοµα του πατέρα µου.
- Πού γεννηθήκατε και πότε;
Γεννήθηκα στο χωριό Σπόα της Καρπάθου, στις 25 Νοεµβρίου του 1948.
- Από που κατάγεστε;
Κατάγοµαι από την Κάρπαθο, ναι.
- Ποιος είναι ο τόπος γέννησης των γονιών σας;
Και οι γονείς µου επίσης έχουν γεννηθεί στο ίδιο χωριό και στο ίδιο νησί.
5.Με ποιο επάγγελµα ασχολείστε; Είστε ευχαριστηµένος από αυτό κοινωνικά και οικονοµικά;
Είµαι συνταξιούχος τώρα, καθόλου ικανοποιηµένος δεν είµαι, γιατί µας κόψανε στα µισά τη σύνταξη και δυσκολευόµαστε τώρα, αλλά προσπαθούµε. Είµαι εδώ και 8 χρόνια συνταξιούχος και εργαζόµουν ως δηµόσιος υπάλληλος.
6. Πού µένετε και γιατί διαλέξατε αυτό το µέρος για να µένετε;
Μένω µόνιµα στην Κάρπαθο από τη στιγµή που γεννήθηκαν µέχρι τώρα που είµαι 70 ετών. Δύο χρόνια µόνο βρέθηκα στην Αµερική, που πήγα µετά τα 18 µου όταν τελείωσα το Λύκειο. Πήγα για να σπουδάσω, αλλά για κάποιους λόγους οικογενειακούς δεν τα κατάφερα και επέστρεψα.
Μόνο αυτό το χρόνο έλειψα από την Ελλάδα και ένα χρόνο παραπάνω όταν έλειψα από την Κάρπαθο, όταν πήγα για ένα χρόνο στην πρώτη γυµνασίου στο Γυµνάσιο του Αµαρουσίου. Τα υπόλοιπα 68 µου χρόνια µένω στην Κάρπαθο. Οικογενειακοί λόγοι συνετέλεσαν στο να επιστρέψω από την Αµερική στην Κάρπαθο, που πήγαινα να σπουδάσω.
Είχα έναν αδελφό, τον έχασα σε ηλικία 18 χρονών και ήµουν το άλλο παιδί που έµεινε µόνο και αναγκάστηκά να επιστρέψω στους γονείς. Είχα τάξει τη ζωή µου τότε να µπορέσω να σπουδάσω κάποια επιστήµη που θα βοηθούσε τον αδελφό µου. Είχε µία πολύ σπάνια ασθένεια. Πάντως δεν τα κατάφερα, δεν ήταν τόσο εύκολο. Με αφορµή αυτό µετά θα επέστρεφα έτσι κι αλλιώς, όµως έχει µεσολαβήσει και το Βιετνάµ. Τότε ήµουν 19 ετών. H Αµερική µάζευε όλους τους νέους για το Βιετνάµ και επέσπευσε την επιστροφή µου στην Ελλάδα.
- Είστε παντρεµένος; Έχετε παιδιά;
Έχω παιδιά. Είµαι παντρεµένος από το 1976. Έχω τρεις γιους και οι δύο είναι παντρεµένοι. Οι δύο είναι παντρεµένοι, ο ένας µένει µόνιµα στην Κάρπαθο και ο άλλος στην Αµερική, αλλά και τρίτος µένει στην Αµερική τα τελευταία δύο χρόνια.
- Ποια είναι η άποψή σας για την κοινωνία;
Η κοινωνία σήµερα νοµίζω ότι έχει αλλάξει ρότα, για ‘µένα είναι προς το χειρότερο. Οι ηθικές αξίες τις οποίες εγώ πρέσβευα και πρεσβεύω, βλέπω να καταπατώνται, να µηδενίζονται και να απαξιώνονται, οργανωµένα κατά τη γνώµη µου από κάποιους κύκλους, ως άτοµα δηλαδή και ως συλλογικότητες. Έχω την πεποίθηση ότι δεν πάµε καθόλου καλά ως κοινωνία, υπάρχει διάλυση και απαξίωση όλων αυτών των αξιών. Βλέπω µία διάλυση οικογενειών και µία διάλυση των ευρύτερων οµάδων, δηλαδή των χωριών, των πόλεων των κρατών, µία κατηφόρα, ακόµα και σε µια κλειστή κοινωνία όπως η Κάρπαθος. Τουλάχιστον, εδώ η αξία της οικογένειας είναι ακόµα λίγο πιο ισχυρή σε σχέση µε άλλους τόπους, αλλά παρόλα αυτά δεν είναι αυτό το οποίο ζήσαµε και ξέραµε, αυτό δηλαδή που έζησα εγώ ως οικογένεια τα 40 χρόνια που ήµουνα παντρεµένος. Δεν υπάρχει η συνεργασία και ο αλληλοσεβασµός, ο σεβασµός των γονέων προς τα παιδιά και των παιδιών προς τους γονείς. Όλα αυτά έχουν αµβλυνθεί πάρα πολύ και φοβάµαι µήπως είναι και µεθοδευµένα από κύκλους πιο σκοτεινή και µυστήριους, έχω φτάσει µέχρι και εκεί να σκέφτοµαι.
- Ποια είναι οι σχέση σας µε τους φορείς της εξουσίας;
Απογοήτευση. Τάζουν πολλά και κάνουν λίγα. Θα έπρεπε να δίνουν περισσότερη σηµασία για τον άνθρωπο. Μπορώ να πω ιδιαίτερα για τον δικό µας τον τόπο εδώ. Το ψευδώνυµό µου είναι «γηγενής Ακρίτας» και νιώθω πραγµατικά έτσι, γιατί Ακρίτες µας λένε, όπως και όλες τις παραµεθόριες περιοχές. Ενώ όλοι οι πολιτικοί πέρασαν από εδώ, γιατί δε δίνουν κίνητρα να βοηθούν αυτούς τους τόπους να παραµένουν ζωντανοί µε ανθρώπινο δυναµικό; Γιατί δεν τους φροντίζουν; Δεν τους θέλουν; Δε µεγαλώνουν τα όρια της Ελλάδας οι τόποι αυτοί εδώ; Δε θα ήταν καλύτερα για την Ελλάδα αν ο κάθε τόπος και το κάθε ακριτικό νησί ή η κάθε παραµεθόρια περιοχή είχε κόσµο; Γιατί να λεγόµαστε εµείς – εφόσον είµαστε µέλη στο ίδιο κράτος -, ή των νησιών ή της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι άκρες; Γιατί να είναι άλλη Ελλάδα; Για ποιον λόγο, διερωτώµαι πολλές φορές… Δεν κάνει σε όλους µας το ίδιο κοστούµι που µπορεί να ράβει ένα κράτος.
Οι πολιτικοί µας και οι εξουσίες µας θεωρώ ότι αν νοιάζονται πραγµατικά για το µέγεθος και για τον πληθυσµό της χώρας µας, θα έπρεπε να δώσουν κίνητρα να επιτευχθούν και τα δύο, δηλαδή και να παραµείνει η χώρα µας µε την έκταση της, να µην ερηµώνουν τα νησιά και να µη λιγοστεύουν οι άνθρωποι στα χωριά, που φοβάµαι ότι σε λίγο καιρό θα σβήσουν πάρα πολλά χωριά, διότι δε µένει κανείς άνθρωπος, κλείνουν τα σχολεία οι εκκλησίες και τόσα πολλά αλλά. Ο κόσµος θα φεύγει από δω και θα µαζεύεται στην Αθήνα και στις µεγάλες πόλεις για καλύτερη ζωή, που δε θα είναι όµως καλύτερη. Θα είναι ένας φαύλος κύκλος. Είναι αµαρτία να µη νοιάζονται, ώστε να παραµείνουν αυτοί οι άνθρωποι και να τους δώσουν κάποια κίνητρα να µείνουν στους τόπους τους. Γιατί δεν το θέλουν άραγε; Να πάλι οι απορίες οι δικές µου, γι’ αυτό τις βάζω και πολλές φορές στις µαντινάδες που κάνω και στα τροπάρια – τις ρίµες που λέτε εσείς – την εξιστόρηση των καταστάσεων που περιγράφω. Όλα είναι µε ερωτηµατικά δικά µου.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ:
- Τι είναι οι µαντινάδες;
Εγώ λέω ότι µαντινάδα είναι το καταστάλαγµα του νου και το άρωµα της ψυχής. Για ‘µένα, έτσι τη βλέπω. Πολλές περιγραφές µπορεί να υπάρχουν για τη µαντινάδα, αλλά αυτή µε εκφράζει καλύτερα. Η µαντινάδα είναι ένα δίστιχο σε ιαµβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ολες οι µαντιναδες έχουν πάντα αυτό το µέτρο. Ένα τέταρτο ο πρώτος στίχος και ένα τέταρτο ο δεύτερος, δηλαδή σε τέσσερα τέταρτα τραγουδιέται µε τους σκοπούς που συνοδεύουν τις µαντινάδες.
- Πότε εκδηλώθηκε το ταλέντο σας;
Από µικρό παιδί είχα την τάση να κάνω µαντινάδες. Εδώ λέµε να συντάσσει µαντινάδες. Όταν δηµιουργείς µαντινάδα, λες ότι «συντάσσεις» µαντινάδα. Αυτό είναι ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό των Καρπαθίων, αλλά και πολλών νησιών. Νοµίζω ότι το εύρος που έχει µαντινάδα στην Κάρπαθο – κατ’ αναλογία πληθυσµού και µε τον τρόπο που ασχολούνται µε την µαντινάδα – νοµίζω πως δεν υπάρχει πουθενά αλλού, σε κανένα νησί που λέγονται µαντινάδες.Ίσως πάνω από το 90% των ανθρώπων εδώ κάνουν µαντινάδες. Οι Καρπάθιοι µιλάνε στα γλέντια τους, κάνουν συζήτηση µε 15 µαντινάδα. Μιλάνε και τους απαντά ο άλλος. Ο πατέρας µου, που δε ζει, τον έχασα το 1990, ήταν ένας πολύ σπουδαίος µαντιναδόρος. Έχει γράψει πάνω από 12.000 µε 13.000 στίχους. Έχει ένα βιβλίο µε 2.800 µαντινάδες, ένα άλλο µε 500 και ακόµα ένα µε 4.000 µαντινάδες περίπου. Μάλιστα το ένα το χειρόγραφό του, αυτό µε τις 4.000, ίσως και περισσότερες, µαντινάδες – διότι δεν τις έχω µετρήσει ποτέ – έχει κατατεθεί στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδηµίας Αθηνών. Μάλιστα, ο κύριος Μηνάς Αλεξιάδης και η κυρία Βασιλική Χρυσανθοπούλου σκέφτονται µε ποιον τρόπο αυτό το υλικό θα µπορούσε να γίνει διδακτορικό, το έργο του πατέρα µου. Ήταν ένας πολύ αξιόλογος µαντιναδόρος και νοµίζω πως πάνω στα χνάρια του πατάω και εγώ.
- Ποια ήταν η αφορµή που ξεκινήσατε να γράφετε; Σας µύησε κάποιος;
Από µικρά παιδιά µυούνται τα Καρπαθόπουλα στο χορό και στο τραγούδι. Από τα γόνατα των µανάδων µας µαθαίνουµε χορό. Πριν ακόµα περπατήσουµε µας έπαιζαν µε το στόµα του στη µουσική του χορού, του Πάνω Χορού που λέµε εδώ της Καρπάθου. Το σουστάρισµα, λοιπόν του Πάνω Χορού θεωρώ ότι βγαίνει από γονατίσµατα του µωρού παιδιού πάνω στα γόνατά της µητέρας. Έτσι µεταδίδεται ο χορός.
Νοιάζονται οι γονείς τα παιδιά τους να πάρουν το δρόµο αυτό, γιατί το θεωρούν ως σπουδαίο πλεονέκτηµα και προτέρηµα για αυτά να είναι καλοί χορευτές και καλοί τραγουδιστές. Ο χορός µεταδίδεται και µαθαίνεται µε αυτόν τον τρόπο κατά τη γνώµη µου.
Αργότερα, όταν µεγαλώσουν στις Αποσπερίες, που είναι η συγκέντρωση σε ένα σπίτι τα βράδια του χειµώνα κυρίως ή και τα καλοκαίρια των παιδιών της γειτονιάς, µαθαίνουν το χώρο και τις µαντινάδες, ώστε αργότερα να βγουν έτοιµα στην κοινωνία. Όσον αφορά τη µαντινάδα και το τραγούδι, θεωρώ ότι µαντινάδα µεταδίδεται από τη µάνα σου το παιδί από τον πατέρα στο παιδί από τα νανουρίσµατα. Αυτό όµως εγγράφεται στο παιδί και ηρεµεί και κοιµάται µε αυτό. Μεταδίδεται ακόµα και τη στιγµή που το παιδί βυζαίνει από τη µάνα. Πιο µετά που το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει το σκοπό – σκοπός είναι η µελωδία που συνοδεύει τις µαντινάδες – ακόµα και όταν είναι 2 µε 5 χρόνων, τραγουδάει κιόλας από νωρίς τις µαντινάδες που µαθαίνουν, διότι σε µικρή ηλικία το παιδί δεν είναι έτοιµο ακόµα να συντάξει µαντινάδες µόνο του. Επαναλαµβάνοντάς τα στις µικρές παρεούλες εκπαιδεύεται πάνω σε αυτό.
Εγώ θυµάµαι ότι είπα δικιά µου µαντινάδα περίπου 6 µε 7 χρόνων, κοντά σε ένα τζάκι. Μετά όσο µεγαλώνουµε µαθαίνουµε, κάνουµε γλέντια, διότι δεν µπορούσαµε από µικροί να µπούµε µέσα στα γλέντια. Γλέντια για όταν λέµε εµείς στην Κάρπαθο εννοούµε µία διαδικασία του αρχαίου συµποσίου, δηλαδή φαγητό, ποτό, µουσική, τραγούδι και στο τέλος χορός. Δε νοείται γλέντι στην Κάρπαθο χωρίς να έχει ποιητικό διάλογο. Το γεγονός που γιορτάζουµε ή που τιµούµε το εξιστορούµε µε µαντινάδες ο ένας προς τον άλλο. Αν ας πούµε ανταµώσουµε έναν φίλο µας τον καλωσορίζουµε µαντινάδες, εκφράζουµε τα συναισθήµατά 16 µας µε µαντινάδες.
Αυτοί είναι οι διάλογοι µε την αυτοσχέδια, τη στιγµιαία µαντινάδα, που φτιάχνεται εκείνη την ώρα και απαντάει κανείς τον άλλον που τραγουδάει ή συµµετέχει στο θέµα. Αυτή είναι και η διαφορά µε τις µαντινάδες και τα γλέντια σε άλλους τόπους. Δε ξέρω αν υπάρχει κάποιο µέρος από εκείνα που λένε µαντινάδες που να παραµένει αυτός ο ποιητικός διάλογος µεταξύ των γλεντιστών, της παρέας δηλαδή της κοινότητας. Να µιλάς και να του απαντάς µε µαντινάδα, αλλά να τη φτιάχνεις εκείνη την ώρα. Εµένα, βέβαια, µου αρέσει και να γράφω.
- Το γνωστοποιήσατε αµέσως στον περίγυρό σας; Πώς αντέδρασαν αρχικά; Σας στηρίζουν;
Ναι!
- Είστε ο µόνος από την οικογένειά σας που ασχολείται µε τη συγγραφή;
Ήταν και ο πατέρας µου που έγραφε, αλλά ο παππούς δεν έγραφε, µόνο τραγουδούσε.
6. Για ποιον λόγο επιλέξατε το ψευδώνυµο “γηγενής Ακρίτας”;
Χρησιµοποιώ το ψευδώνυµο «γηγενής Ακρίτας» γιατί το αισθάνοµαι. Παλαιότερα Δεν έγραφα το όνοµά µου και Έβαζα αυτό, αλλά µε εκφράζει απόλυτα. Είµαι γεννηµένος εδώ, παραµένω εδώ και δεν έχω φύγει από δω.
- Παρουσιάζεστε στο κοινό σας ως Ηλίας Βασιλαράς;
Δεν είχα πάντα ψευδώνυµο, το έχω τα τελευταία δέκα µε δώδεκα χρόνια. Παρουσιαζόµουν µε το όνοµά µου. Μια συλλογή δικών µου τραγουδιών που θα βγει τώρα το 2019, λέγεται «Τα Ακριτικά µου» από το «γηγενής Ακρίτας». Είναι λαϊκή Καρπαθιακή ποίηση, εγώ τα έφτιαξα, εγώ τα δηµιούργησε, κάτι σαν τα δηµοτικά τραγούδια, δεν είναι µαντινάδες. Είναι ένα άλλο ιδιαίτερο χάρισµα µου που λέει ο κύριος Αλεξιάδης και ο κύριος Μερακλής που προλογίζουν το βιβλίο µου. Λένε «πως ο Ηλίας αυτή τη στιγµή γίνεται ένας επώνυµος δηµιουργός δηµοτικών τραγουδιών», γιατί κάποτε όταν φτιάχνονταν τα Ακριτικά τραγούδια οι δηµιουργοί τους πέρασαν στην ανωνυµία. Θεωρώ πως τα τραγούδια αυτά που φτιάχνω είναι στη βάση των δηµοτικών τραγουδιών, δηλαδή τραγούδια της αγάπης, ιστορικά τραγούδια, παραλογές και άλλα. Στο βιβλίο γράφω Ηλίας βασιλαράς και κάτω από το όνοµά µου έχω το «γηγενής Ακρίτας».
- Είναι η πρώτη δουλειά που θα εκδώσετε ή έχετε εκδώσει και άλλα βιβλία µε τη δουλειά σας;
Με τον κουµπάρο µου έχουµε εκδώσει ένα µικρό βιβλίο, µια µονογραφία για το χωριό µας, µε τίτλο «Τα Σπόα: Ένα µικρό νησί της Καρπάθου». Είναι η πρώτη φορά που θα εκδόσω ένα βιβλίο, αλλά µαντινάδες έχω δηµοσιεύσει και σε διάφορες εφηµερίδες κατά καιρούς.
- Ασχολείστε µε αυτό ερασιτεχνικά ή επαγγελµατικά;
Ασχολούµαι ερασιτεχνικά. Γράφω µόνο όποτε το νιώθω. Ως προς το επαγγελµατικό κοµµάτι δε µε ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Το αντιπαθώ. Εκ πεποιθήσεως δε θέλω να πουλήσω αυτά που γράφω σε στιγµές χαράς µου ή λύπης µου.Παρόλα αυτά, είχα αρκετές προτάσεις επειδή έτυχε να γράψω ένα τραγούδι και µελοποιήθηκε, του Ψαραντώνη, µε τίτλο ή «Πετροπέρδικα». Το έχουν πάρει πολλοί τραγουδιστές εδώ και 20 χρόνια και µάλιστα τώρα έχει γίνει και ροκ από κάποιο συγκρότηµα στην Αυστρία. Είχα πολλές προτάσεις επειδή άρεσε ο στίχος. Μεταξύ αυτών, είναι ο Μανώλης Λιδάκης, ο ενορχηστρωτής της Αρβανιτάκη, ο Μίµης Πλέσσας και πολλοί άλλοι. Δεν το έκανα, γιατί δε δέχοµαι καµία παραγγελία. Γράφω οπότε θέλω εγώ. Ακόµα και τα cd που έχω από το τραγούδι αυτό σε διάφορες δουλειές τα έχω αγοράσει εγώ, δε ζήτησα από κανέναν τίποτα, ούτε από την εταιρεία, ούτε από τον Ψαραντώνη, ούτε από τα ποσοστά που δικαιούµαι. Δεν θέλω να εµπορευµατοποιήσω τα συναισθήµατά µου.
- Έχετε δεχτεί πότε αρνητική κριτική; Αν ναι, περιγράψτε µου ένα περιστατικό. Πώς το αντιµετωπίσατε;
Μέχρι αυτή τη στιγµή είναι µόνο κολακευτικά σχόλια. Βέβαια, πλέον για ‘µένα έχουν τελειώσει οι µαντινάδες. Οταν πενθούµε δε γλεντάµε ξανά, δηλαδή δε συµµετέχουµε στα γλέντια τα Καρπάθικα. Ήµουν στο γάµο του Δεύτερου παιδιού µου, αλλά δε γλέντησα και δεν τραγούδησα. Δε ξέρω για πόσο καιρό θα το κρατήσω. Εδώ και 60 χρόνια που συµµετέχω στα γλέντια – στα γλέντια µπαίνεις περίπου σε ηλικία 16 µε 25 ετών – πάντα µε απόδεχόντουσαν, ακόµα και όταν ήµουν µικρότερος, γιατί µπορούσα να µπω καλά στους µεγαλύτερους, δηλαδή να παρακολουθήσω πότε ανεβαίνει ή κατεβαίνει το γλέντι και να τηρήσω την τάξη µαζί µε τους µεγάλους, χωρίς να θεωρούµαι µικρός η παραφωνία Μέχρι αυτή τη στιγµή όλες οι κριτικές είναι καλές. Τώρα ρωτάω τον κύριο Αλεξιάδη, που µε παρακίνησε να βγάλω αυτό το βιβλιαράκι, «Τα Ακριτικά», τι θα γίνει µετά µε τις κριτικές. Εκείνος µου λέει να µη στεναχωριέµαι και όπως όλοι µας δεχόµαστε κριτικές και να το κάνω. Θα φανεί στο αποτέλεσµα. Αλλά δεν έχει σηµασία, όσον καιρό τα έγραφα ήµουν ευτυχισµένος. Αυτό που λέω το πιστεύω, γι’ αυτό γράφω µόνο αλήθεια, δεν µπορώ να υπερβάλλω. Είναι πιο εύκολο για ‘µένα, διότι αναφέροµαι στα πράγµατα που ζω και κάνω.
- Ποιο είναι το κυρίως περιεχόµενο των στίχων που γράφετε;
Από το 2016 δεν έχω γράψει, έχω αφήσει τα πάντα στη µέση. Έχω κάνει αρκετά πράγµατα όµως. Έχω πολύ µεγάλο υλικό, όπως σατιρικά, που διακωµωδώ τις καταστάσεις και τα πράγµατα. Μου αρέσει να κάνω σάτιρα. Επίσης, έχω αρχίσει να κάνω µε µαντινάδες τη βιογραφία µου. Την έχω σταµατήσει εδώ και δύο χρόνια. Είµαι τώρα σε ηλικία 19 χρονών σε αυτά που περιγράφω. Έχω πολλά χρόνια να γράψω ακόµα, περίπου 60 χρόνια, αν πιάσουµε την ηλικία που είµαι τώρα. Αυτό είναι ένα πολύ µεγάλο, αλλά και πολύ ωραίο έργο, απ’ ότι βλέπω µέχρι στιγµής.
Δε θέλω να το λέω έτσι, αλλά όσο το κοιτάω µε συγκινεί και θεωρώ πως είναι σπουδαίο. Επίσης, όταν πήγαινα Γυµνάσιο, στην Α’ Λυκείου, διδασκόµασταν Ιλιάδα και Οδύσσεια. Θυµάµαι τότε πως ο καθηγητής µου Μηνάς Κωστής, Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήµιο Αιγαίου – µαζί µε τον κύριο Αλεξιάδη που ήµασταν συµµαθητές και καθόµασταν στο ίδιο θρανίο – όταν µας έδινε τη µετάφραση του Οµήρου για να κάνουµε λογοτεχνική µετάφραση, εγώ την έκανα µαντινάδες. Έκανα δηλαδή ένα βήµα παρακάτω και την έκανα µε οµοιοκαταληξία.
Ο κύριος Μηνάς, ο καθηγητής µου, µου έλεγε τότε: «Ηλία, αυτό που βλέπω που κάνεις τώρα αν θέλεις να το συνεχίσουµε µαζί, θα περάσουµε και τη µετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη». Με παρακινούσε, γιατί ήταν σπουδαίο να κάνω τον Όµηρο σε µαντινάδες. Έγραφα, λοιπόν, µαντινάδες µε πειράγµατα στους καθηγητές και στους µαθητές. Όταν κάναµε τα µαθητικά λευκώµατα, όχι τα ερωτικά, στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, περιέγραψα όλους τους µαθητές της τάξης µε µαντινάδες και µε ακροστιχίδα. Αν διάβαζε κανείς τα αρχικά των µαντινάδων που έγραψα έβγαζαν µία άλλη µαντινάδα, δηλαδή: «Ο φίλος σας Βασιλαράς µε τ’ όνοµα Ηλίας, χαρίζει ευχές αµέτρητες πραγµατικής φιλίας». Αυτή η φράση εννοείται όρθια ως ακροστιχίδα. Κάθε ένα γράµµα είχε µία µαντινάδα.
Το πρώτο ήταν το όµικρον: «Οταν σκεφτώ πως θα διαβούν σε λίγο έξι χρόνοι, που συντροφιά µοιράσαµε η σκέψη µου παγώνει». Μετά ήταν το γράµµα φι: «Φοβάµαι ότι δε θα βρω εις τη ληπή µου ζήση µια συντροφιά που σαν κι εσάς θα µε ευχαριστήσει». «Ιδρώνω όταν θα σκεφτώ του χωρισµού την ώρα», δηλαδή όλα αυτά ήταν η ακροστιχίδα και αυτό ήταν και µία µαντινάδα. Για κάθε συµµαθητή είχα µία ή δύο µαντινάδες και για να βασανίζω τον εαυτό µου και για να το κάνω λίγο πιο δύσκολο και να εξασκούµαι, το έκανα κρατώντας απόλυτη αλφαβητική σειρά των µαθητών, όπως ήταν στο βαθµολόγιο των καθηγητών. Έπαιρνα τα παιδιά µε το επίθετό τους σε αλφαβητική σειρά και αυτό ήταν πολύ δύσκολο γιατί έπρεπε να ταιριάξεις το επίθετό του καθενός στη µαντινάδα µε το όνοµά του.
Το έκανα όµως και πέτυχα την αλφαβητική σειρά. Για παράδειγµα για τον κύριο Αλεξιάδη: «Αλεξιάδης άοκνος εις τον προορισµόν του, φιλόλογος για να γενεί ήταν το όνειρό του», γιατί το ξέραµε από τότε, το βλέπαµε.
- Ποια είναι η πηγή της έµπνευσής σας; Αφορµάστε από την παράδοση καθόλου ή από αλλά θέµατα και µοτίβα; Για ποιον λόγο;
Πηγή έµπνευσης είναι πρώτα – πρώτα το συναίσθηµά µου, το συναίσθηµα που σε διακατέχει κάποια στιγµή που θες να γράψεις. Μπορεί να είναι µια χαρά, µπορεί να είναι µία λύπη, αλλά αν περιγράφεις, εγώ έχω και πηγή έµπνευσης την ιστορία, την παράδοση, εδώ το περιβάλλον και τη φύση του νησιού και πολλές φορές φιλοσοφώ κιόλας µε µαντινάδες. Για τη χαρά ας πούµε µπορεί να γράψω, µπορεί να γράψω γιατί λύπη αυτή καθαυτή, όχι για το περιστατικό που µου συµβαίνει, αλλά το πως τη φαντάζοµαι και τι είναι. Κάτι άλλο που είχα ξεκινήσει να κάνω για να δώσω και λίγο χαµόγελο στους ανθρώπους, είχα ξεκινήσει να κάνω µαντινάδες τις ερωτοδουλειές των θεών του Ολύµπου.
Επειδή, οι θεοί ήταν άνθρωποι ας πούµε και όποτε έκαναν µία ανθρώπινη πράξη ή παράβαση της ηθικής, θεωρούνταν άνθρωποι ενώ ήταν θεοί. Ασχολήθηκα λίγο µε τους έρωτές του Δία και τα καµώµατα του Άρη του Απόλλωνα και της Αφροδίτης ή τα κόλπα της ήρας στο Δία για να τον ξεγελάσει, ώστε να πάρει την εύνοια του για κάποιον. Νοµίζω πως αν βρω διάθεση αυτό θα το συνεχίσω. Είναι κάτι που θέλω να ασχοληθώ λίγο περισσότερο. Διαβάζοντας το µετά ως µαντινάδες έχει ενδιαφέρον και πρωτοτυπία. Το βρήκα αυτό το θέµα διαβάζοντας κάτι για την αρχαία Ελλάδα και σκέφτηκα γιατί να µην περιγράφουµε και των θεών τις αδυναµίες και τους θέλουµε µόνο ανέγγιχτους.
- Έχετε κάποιον ως πρότυπο;
Μου αρέσει πάρα πολύ ο Ερωτόκριτος και το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Το έχω διαβάσει πάρα πολλές φορές µε ενδιαφέρον και τώρα 70 χρόνων που είµαι άµα το διαβάσω το βρίσκω πάρα πολύ ωραίο. Θα ήθελα η βιογραφία µου κάποια στιγµή να ακούσω πως µοιάζει µε του Βιτσέντζου Κορνάρου. Είναι και η διάλεκτος µέσα και γράφω και εγώ σε διάλεκτο, όταν γράφω σε άλλα πράγµατα, όχι µόνο σε µαντινάδες. Γενικά, γράφω πολύ στη διάλεκτο.
Στα Ακριτικά ας πούµε, που θα δηµοσιευτούν το Μάρτιο, χρησιµοποιώ πολύ τη διάλεκτο, γιατί µου αρέσει να παραµένει.
14. Μαθήτευσατε κοντά σε κάποιον ή είστε αυτοδίδακτος;
Αυτοδίδακτος είµαι. Από τους γονείς µας τα µαθαίνουµε αυτά και από το περιβάλλον µας, αλλά και από τις παρέες και από το περιβάλλον του χωριού, του νησιού. Το ζούµε όλοι µας αυτό. Όλα τα χωριά της Καρπάθου έχουν το ίδιο γλέντι. Όλοι οι καρπάθιοι κάνουν µαντινάδες. Δεν είναι µόνο η Όλυµπος, δεν είναι µόνο τα Σπόα. Δεν είναι µόνο το Απέρι, δεν είναι µόνο η Βωλάδα. Είναι από την Αρκάσα µέχρι την Όλυµπο και το Διαφάνι. Βέβαια, τοπικιστικά κάθε χωριό θεωρεί ότι το δικό του γλέντι είναι καλύτερο από των άλλων χωριών. Έχουν δίκιο όµως όταν το λένε γιατί έτσι το 20 νιώθουν και επικοινωνούν καλύτερα, αλλά κάποιος τρίτος άνθρωπος το βλέπει το ίδιο πράγµα, είναι η ίδια φόρµα παντού.
- Αν είχατε επίδραση από κάποιον, η επίδρασή του αυτή σε ‘σας πότε και πώς σταµάτησε;
Ο ποιητής που µε χαρακτηρίζει είναι ο Κορνάρος, αλλά έχω διαβάσει τα πάντα, όπως Σολωµό, Καβάφη, Ρίτσο, Ελύτη και πολλούς άλλους. Δεν έχω “κολλήσει” κάπου όµως. Ας πούµε, εγώ δεν είµαι καθόλου του ελεύθερου στίχου και σε αυτό µπορεί να έχει παίξει ρόλο κύριος Αλεξιάδης, ο αγαπητός µου φίλος ο Μηνάς, που µου έλεγε να δώσω πολύ βάση στον δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Είναι κάτι ιδιαίτερο, είναι κάτι που µου έλεγε ότι το κατέχω πολύ καλά, που πολλοί ήθελαν να µου µοιάσουν σε αυτό και µε παρακινούσε µένω πάνω σε αυτό. Έτσι, δεν αξιοποίησα τους άλλους ποιητές που έχω διαβάσει. Σαν νέος, επειδή πέρασα και εγώ από διάφορα στάδια, διάβαζα Ρίτσο, Ελύτη και άλλα τέτοια πράγµατα. Ξέρω πολλούς στίχους του Καβάφη, αλλά πλέον δε θυµάµαι πολλά. Είµαι κολληµένος σε αυτό που κάνω, γιατί δεν ήθελα να µοιάζω σε κάποιον.
Ήθελα να είµαι εγώ, καλός ή κακός, γιατί µπορεί αύριο – µεθαύριο αν έχω κάποιες πρωτοπορίες εγώ να τις µιµηθούν κάποιοι άλλοι. Θα ήθελα, για παράδειγµα, αυτά τα δηµοτικά τραγούδια που έκανα τώρα που θα εκδοθούν, να ακολουθήσουν κι άλλα παιδιά και άλλοι νέοι, ώστε να αναπτυχθεί και πάλι αυτό το τραγούδι που υπήρχε πριν από πέντε ή έξι αιώνες. Αυτό το ακριτικό δηλαδή είδος.
16, Ποιος είναι ο αγαπηµένος σου ποιητής και ποιος συγγραφέας; Για ποιον λόγο;
Όχι, δεν είχα ποτέ επίδραση. Τίποτε από κανέναν. Δεν είχα πρότυπο, µου άρεσε όµως πολύ Ερωτόκριτος. Αν ποτέ τον πλησίαζα θα ήµουν ικανοποιηµένος. Κάνω δικά µου πρωτότυπα πράγµατα. Εχω σκέψεις και κάνω διάφορα, τα οποία δεν τα πήρα από κάπου.
- Εκτός από µαντινάδες γράφετε και άλλα είδη λόγου;
Έχω γράψει και µερικά τραγούδια όπως είπα. Έλεγα ότι θα τα δώσω, ότι πέτυχε η προσπάθεια µε την Πετροπέρδικα, αλλά τελικά αποφάσισα να µεταδώσω. Φοβήθηκα µήπως µπω στην εµπορευµατοποίηση και δεν τα αντάλλαξα έτσι, τα κράτησα. Επίσης, αυτό που έχω κάνει είναι κάποια ποιήµατα που τα λέω “Δεκαέξι κραυγές του πολέµου”.
Τα έγραψα τότε µε τον Πόλεµο του Κόλπου. Κάθε µέρα έκανα και από ένα ποίηµα ως αντιδρά στον πόλεµο. Αυτός εξοµολογούµαι στη συνέντευξη, αλλά δεν τα ξέρουν πολλοί. Εγώ τα έχω εδώ, δεν ξέρω όµως τι θα τα κάνω, θα το δούµε. Ένα ποίηµα δηλαδή και στις 16 µέρες του πολέµου, αντιδρώντας µε τον τρόπο που ήθελα εγώ, σιωπηλά. Σε πεζό κείµενο έχω δηµοσιεύσει έρευνες και συµµετέχω σε συνέδρια µε εισηγήσεις. Έχω αρκετές που έχω κάνει µε λαογραφικά πρωτότυπα θέµατα.
Μπορεί να έχω πάνω από 15 µε 20 21 εισηγήσεις και αν τις µαζέψουµε όλες αυτές κάνουµε ένα τεράστιο τόµο. Δηµοσιεύω όµως τις εφηµερίδες και στα περιοδικά εδώ στην Κάρπαθο µε λαογραφικές συνήθειες του χωριού µου µε τη γλώσσα του τόπου και έγραφα και σε εφηµερίδες της Ρόδου, όπως στη “Ροδιακή” και στην “Πρόοδο”.
Για παράδειγµα, τα δίστιχα “Στις ατραπούς της προσφυγιάς” έχει δηµοσιευτεί στη “Ροδιακη”, άλλα έγγραφα και περιέγραφα και λαογραφικά έθιµα, όπως τα πασχαλινά και τα χριστουγεννιάτικα έθιµα. Τα περιγράφω όµως µε λογοτεχνική χροιά όπως τα θυµάµαι, δεν είναι σκέτη περιγραφή, αλλά αποτύπωση της ιστορίας αναπολώντας και θυµούµενος.
- Κάτω από ποιες περιστάσεις δηµιουργείτε;
Είναι οι περιπτώσεις της χαράς και της λύπης.
- Πώς δηµιουργείτε; Αποµονώνεστε;
Πάντα το βράδυ γράφω. Πάντα το βράδυ και πάντα µόνος. Δεν µπορώ να γράψω µε κανέναν άλλο δίπλα.
- Μέσα από τους στίχους σας και τα κείµενά σας εκφράζετε τα συναισθήµατά σας για τον κόσµο και την κοινωνία;
Ακριβώς. Νοµίζω ότι δείγµατα είναι αυτά τα δίστιχα που σου έδωσα. Εκφράζοµαι και για την κοινωνία, το κάνω αυτό συχνά.
- Τι σας βοηθά ώστε να θυµάστε τους στίχους που γράφετε; Έχετε κάποια ιδιαίτερη τεχνική;
Όχι δεν θυµάµαι, δεν έχω κάποια τεχνική. Δεν έχω καλή µνήµη. Δε θυµάµαι αυτά που γράφω και δε θυµάµαι αυτά που λέω. Μαζεύω όµως αυτά που λέω από εκείνους που τα έχουν ακούσει και τα λένε. Εκτός αν είναι αυτά τα πολύστιχα που τα γράφω σε χαρτί. Δεν τα θυµάµαι όµως, δεν τα κρατάω. Αν δεν τα διαβάσω δεν µπορώ να θυµηθώ. Δεν έχω µία τεχνική που να µπορώ να το κάνω αυτό. 21, Αυτοσχεδιάζετε; Όλα αυτά γίνονται µε αυτοσχεδιασµό. Οι µαντινάδες στα γλέντια είναι αυτοσχεδιασµός της στιγµής, ακόµη πιο δύσκολος.
- Πόσο καιρό χρειάζεστε για να συνθέσετε;
Για παράδειγµα, η Προσφυγιά µου βγήκε σε ένα βράδυ. Δεν το αφήνω για άλλες µέρες, τότε που νιώθω, τότε προσπαθώ και να το τελειώσω και τότε το τελειώνω. Δεν το αφήνω µετά, διότι δεν έχω τον ίδιο ειρµό και τα ίδια συναισθήµατα. Ας πούµε η Οικονοµική Κρίση έγινε µε τον ίδιο τρόπο µε την Προσφυγιά, δεν τα έγραψα µαζί το ίδιο βράδυ, άλλη στιγµή αλλά την ίδια µέρα. Ό,τι πιάνω, εκτός από την αυτοβιογραφία µου – αυτή που κάνω που θα πάρει πάρα πολύ καιρό – από αυτές τις περιγραφές δηλαδή τις τελειώνω τη στιγµή που τις πιάνω, το ίδιο βράδυ.
- Γιατί ασχολείστε µε αυτό το είδος ποίησης;
Γιατί είναι το ιδιαίτερο είδος που υπάρχει στο νησί και θέλω κι εγώ να συνεχίσω αυτό που έκαναν οι πρόγονοί µας όλα τα χρόνια, δηλαδή τη µαντινάδα. Θέλω να βοηθήσω τιµώντας αυτούς. Προσπαθώ ο στίχος να είναι ποιοτικός, γιατί µου αρέσει όλα τα πράγµατα να είναι αρκετά ποιοτικά, όσο µπορώ να τα προσεγγίσω και να κάνω κι άλλα παιδιά ή άλλους νέους να ακολουθήσουν το παράδειγµα το δικό µου, ώστε να διαιωνιστεί µαντινάδα, που θεωρώ ότι είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Καρπάθου.
- Γνωρίζετε από Δηµοτική Ποίηση;
Ναι, βεβαίως. Στην Κάρπαθο έχουµε ανεπτυγµένη στη δηµοτική ποίηση. Τα τραγούδια που λέµε τα συρµατικά εδώ, τα πολύστιχα τραγούδια, είναι δηµοτικά τραγούδια, που µε µία παραλλαγή µπορεί να υπάρχουν στην Ήπειρο ή στην Κρήτη ή στη Μακεδονία ή κάπου αλλού.
- Θα µπορούσατε να µου πείτε κάποιους από τους αγαπηµένους σας στίχους;
Όχι, δεν έχω κάτι τέτοιο. Έχω και µία περιγραφή του εαυτού µου, το βιογραφικό µου δηλαδή, στα σεµινάρια χορού που έκανα όταν µε καλούσαν. Αντί να του στέλνω βιογραφικό µε λόγια τους έστελνα µαντινάδες. Δεν κρατάω όµως µαντινάδες. Γράφω τη µία και µετά πιάνω άλλη. Μία µαντινάδα µόνο δεν µπορεί να καλύψει όλα τα συναισθήµατα. Άλλη είναι της χαράς, άλλη είναι της λύπης, άλλη του αποχωρισµού, άλλη είναι της αντάµωσης Και τέτοιες λες κάθε κάθε φορά που ζεις αυτά τα συναισθήµατα. Γι’ αυτό εκείνοι που δεν έχουν εξοικειωθεί µε το γλέντι της Καρπάθου δεν µπορούν να καταλάβουν το συναίσθηµα. Μαντινάδα δεν είναι η ρίµα, Μαντινάδα είναι το ένα δίστιχο,
Τις λέµε αυτοσχεδιάζοντας εκείνη τη στιγµή στο γλέντι και συζητάµε. Μπορεί να συζητάµε και όλη τη νύχτα µε δίστιχα και µουσική µαζί µε τα όργανα. Φαντάσου τι είναι αυτό και πόσα µπορείς να πεις. Μία µαντινάδα θεωρείται πάρα πολύ καλή αν εκφράζει την αλήθεια, αν εκφράζει τα πράγµατα και αν πιάνει τον παλµό και το σφυγµό εκείνης της στιγµής του θέµατος. Εγώ, επίσης, δίνω και πολύ µεγάλη σηµασία στην οµοιοκαταληξία, είµαι πολύ σχολαστικός. Άλλοι δε δίνουν. Δεν σηµαίνει όµως ότι αν δεν έχει πολύ καλή οµοιοκαταληξία δεν είναι πολύ καλή και η µαντινάδα. Υπάρχουν µαντινάδες καλές ακόµα και τρικάτονες, αυτές δηλαδή που δεν έχουν οµοιοκαταληξία.
Είναι ένα είδος που το κοροϊδεύουµε εδώ. Το θέµα αυτό το έχω αναπτύξει και σε µία εισήγησή µου. Νιώθω όµως ότι προσπαθώ να κάνω οµοιοκαταληξία πολύ περισσότερο από κάποιους άλλους που γράφουν και λένε πολύ ωραίες µαντινάδες. Θεωρώ ότι προσπαθώ να είµαι όσο γίνεται σε απόλυτη οµοιοκαταληξία, δηλαδή να είναι τουλάχιστον τα τρία µε τέσσερα τελευταία γράµµατα ίδια από την τελευταία λέξη του κάθε στίχου. Πολλές φορές ψάχνω να βρω και απόλυτη οµοιοκαταληξία, αλλά δεν είναι εύκολο και το κάνω σε κάποιες περιπτώσεις.
Ψάχνω οµόηχες λέξεις µε διαφορετικό νόηµα.Αυτές τις λέξεις δεν είναι εύκολο να τις βρεις και σπανίζουν, αλλά τις ψάχνω. Και πάλι όµως λέω ότι δεν είναι απόλυτο να έχεις οµοιοκαταληξία, γιατί µπορεί να έχεις οµοιοκαταληξία αλλά µπορεί να µην έχεις καλή µαντινάδα. Η µαντινάδα η καλή δεν εξαρτάται µόνο από την άριστη οµοιοκαταληξία, στη µαντινάδα την καλή είναι και η οµοιοκαταληξία. Είναι το νόηµα, είναι η αλήθεια της στιγµής, το κλίµα της στιγµής και κάπου – κάπου δυσανασχετώ καλούς µαντιναδόρους να µην προσέχουν την τελευταία οµοιοκαταληξία, την απόλυτη. Απόλυτη τη θεωρώ εγώ όταν τα δύο τρία τέσσερα τελευταία γράµµατα είναι ίδια.
27. Τι κάνετε σε περίπτωση λάθους; Πώς καλύπτετε το κενό και πως το αντιµετωπίζετε;
Με στεναχωρεί να είναι κάτι λάθος και µε στεναχωρεί όταν είναι αθέλητα. Ας πούµε στο τραγούδι της Πετροπέρδικας έχει γίνει ένα λάθος σε µία φράση. Κάπου λέω “πού ‘σαι της µηλίτσας µήλο απού θάµπωσες τον ήλιο, που ‘σαι πετροπερδικά µου που πετάς στα όνειρα µου. Μαυροµάτα και ξανθή µου λεµονίτσα φουντωτή µου, χρόνους ψάχνω και ζαµάνια στ’ ουρανού τα µεϊντάνια, χρόνους ψάχνω, δε σε βρίσκω χρυσασκάλιστό µου ρίσκο”. Εγώ “δίσκο” το λέω και εκείνοι το λένε “ρίσκο” κι εγώ κάθε φορά στεναχωριέµαι που ακούω το ρίσκο, γιατί δεν ταιριάζει µε το κλίµα τραγουδιού. Με πειράζει όταν δεν ακολουθούνται αυτά που έχω πει και έχω γράψει κατά γράµµα. Το ίδιο ισχύει αν φτιάξω µία ρίµα. Την ξαναδιαβάζω για να δω αν την έχω γράψει σωστά και να τη διορθώσω. Το ψάχνω, δε θέλω να φύγει από τα χέρια µου αλλιώς απ’ ότι θα µπορούσα να το κάνω.
28. Ποιος είναι εκείνος που σας στηρίζει περισσότερο;
Όλη η κοινωνία µε στηρίζει. Οσο ζούσε, ο καλύτερος συµπαραστάτης µου ήταν η γυναίκα µου. Παρότι κλεινόµουν και έπρεπε να γράψω, µε παρακινούσε πάντα να το κάνω, γιατί έβλεπε ότι είχε αποτέλεσµα. Χρειαζόταν αυτά που έκανα να τα ακούσουν κι άλλοι και να περάσω µηνύµατα.
- Θεωρείτε τον εαυτό σας ως ένα κοµµάτι της συνέχειας της παράδοσης;
Ναι, τον θεωρώ. Απερίφραστα το λέω αυτό.
- Έχει τύχει να βραβευτείτε ή µε κάποιον άλλο τρόπο να αναγνωριστεί η δουλειά σας; Αν ναι µε ποιον;
Η δουλειά που κάνω µέχρι τώρα έχει αναγνωριστεί. Δεν έχω κάποιο πτυχίο Πανεπιστηµίου, αλλά όλοι οι καθηγητές σας και όσοι έχω γνωρίσει, ακόµη και στο εξωτερικό, όλοι έχουν µιλήσει και εκφραστεί µε τα καλύτερα λόγια. Είναι µεγάλη τιµή για ‘µένα να προλογίζει ένα έργο µου ο κύριος Μερακλής, µε δυόµιση σελίδες πρόλογο, κάτι που έκανε έκπληξη ακόµη και στον κύριο Αλεξιάδη το πόσο ωραία λόγια γράφει. Από τους επιστήµονες και πανεπιστηµιακούς καθηγητές που γνωρίζω εγώ, είναι αναγνωρισµένο το έργο. Ο κύριος Αλεξιάδης µε αποκαλεί καθηγητή της εφαρµοσµένης λαογραφίας.
Έγραψα, επίσης, και κάποια σενάρια για ντοκιµαντέρ στην Έκθεση Θεσσαλονίκης στο διαγωνιστικό κοµµάτι, µε λαογραφικά θέµατα πάντα. Τα δύο έχουν πάει πολύ καλά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το πιο σπουδαίο έργο που έχω κάνει είναι “Η Κάρπαθος και η ξενιτιά”, που είναι τραγούδι και χορός µε οπτικό υλικό. Ήταν ένα έργο που χαρακτηρίστηκε σαν οπερέτα. Το παίξαµε στην Αµερική και αφορά τη ζωή ενός Καρπάθιου που ξενιτεύεται. Όλα αυτά διαδραµατίζονται µε µαντινάδες, χορούς, µουσική, φωτογραφίες και µε ντοκιµαντέρ παλιά και καινούργια.
Μας ζήτησαν οι Σύλλογοι της Καρπάθου να πάµε να τους το παρουσιάσουµε και µόλις γύρισα εδώ ζήτησαν και στη Λυρική Σκηνή να το προβάλλουµε, µε συµπαραγωγή κιόλας και αυτό µε είχε συγκινήσει, δεν το πίστευα. Ήταν µεγάλη τιµή για ‘µένα.
- Γνωρίζετε άλλους ποιητές/συγγραφείς που δραστηριοποιούνται µε τον ίδιο τρόπο µε ‘σάς; Ποιοι είναι αυτοί;
Εγώ πιστεύω ναι, στην Κάρπαθο δραστηριοποιούνται πάρα πολλοί και µάλιστα ένα από τα έργα που έχουµε να κάνουµε σαν Ινστιτούτο εδώ είναι να βγάλουµε έναν µε δύο τόµους µε τους λαϊκούς ποιητές της Καρπάθου. Γράφουµε, γράφει ο κόσµος και οι γυναίκες και οι άντρες
- Πιστεύετε πως η λαϊκή ποίηση έχει µέλλον; Οι νέοι άνθρωποι ασχολούνται;
Απεριφράστως ναι µε την Κάρπαθο. Σύµφωνα µε τις εµπειρίες µου υπάρχουν. Στην Κρήτη για παράδειγµα της συνεχίζουν και γράφουν. Τώρα, βέβαια, η µαντινάδα έχει εµπορευµατοποιηθεί πολύ. Γράφουν πολλοί, την ελέγχουν, την ψάχνουν, ώστε να την δώσουν και να την πουλήσουν. Γράφουν όµως µαντινάδες. Δεν έχουν όµως το αυτοσχεδιαστικό της στιγµής, αυτό που σου έλεγα προηγουµένως.
Στην Κάσο λένε µαντινάδες. Στην Κύπρο έχουν τα τσιαντιστά, λένε. Στη Νάξο ας 25 πούµε µε µαντινάδες, δε ξέρω όµως πόσο κρατάει, γιατί το κάθε νησί έχει το δικό του τρόπο. Εγώ νοµίζω όµως ότι στιχάκια άρχισαν να πηγαίνουν και σε άλλα µέρη της Ελλάδας.
Νοµίζω ότι θα κρατηθεί αυτό, όµως για την Κάρπαθο θα κρατηθεί για καιρό. Φροντίζουν οι Καρπάθιοι να το µεταδώσουν. Αυτή τη στιγµή ακόµη κι αν έχει λιγοστέψει ο κόσµος και δεν έχουν πολύ κόσµο τα χωριά και ας είναι ακόµη και στο εξωτερικό ή στην Αθήνα ή στην Αµερική σε διάφορες Πολιτείες, έχουν Συλλόγους και δείχνουν στα παιδιά τους χορούς, να φτιάχνουν µαντινάδες και να τραγουδούν. Συνεχίζεται. Μεταδίδεται µε πολύ ενδιαφέρον. Θέλουµε τα παιδιά µας να ακολουθήσουν το δρόµο µας και τα εγγόνια µας. Θα πετούσα από τη χαρά µου αν τα εγγόνια µου, ας πούµε, θα περνάνε το δρόµο που έχουµε χαράξει όλοι εµείς. Τα παιδιά µου ξέρουν µαντινάδες, γλεντάνε και τα καταφέρνουν.
- Ποιοι είναι οι στόχοι σας για το µέλλον;
Στόχος µου είναι κάποια άµεσα πράγµατα τώρα. Να ‘µαι καλά να τελειώσω τη βιογραφία µου. Προσπαθώ να είναι µεγάλη και ποιοτική πρώτα και να µπει µε λεπτοµέρειες, γιατί θα δείχνει τη ζωή κάθε ανθρώπου, άσχετα αν είναι δικιά µου.
Πολλές φορές αν τα διαβάζει κάποιος θα βρει πολλά πράγµατα που θα είναι τα ίδια. Δεύτερον, να µπορέσω να εκδώσω αυτά τα οποία έχω µαζεµένα µέχρι τώρα και τις πολλές χιλιάδες µαντινάδες που έχω, όπως και όλες µου τις εισηγήσεις και όλες τις εργασίες που έχω κάνει. Με απασχολεί πάρα πολύ να το κάνω και να µπορέσω να βρω ένα φοιτητή που να ασχοληθεί µε τις µαντινάδες του πατέρα µου, ώστε να γίνει διδακτορικό. Μέσα σε αυτές τις µαντινάδες είναι ο λαϊκός πολιτισµός του νησιού. Θα ήθελα να το κάνω αυτό και θα το προσπαθήσω, είναι µέσα στα ενδιαφέροντά µου. Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς κάποιον να έχει τόσες χιλιάδες στίχους, όπως ο πατέρας µου. Μακάρι να µπορούσα να το κάνω και εγώ.
Συµπεράσµατα
Υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι που τα κοινωνικά µέσα µαζικής ενηµέρωσης και δικτύωσης έχουν αλλάξει τον κόσµο. Μέχρι σήµερα, τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αποκτήσει µια σταθερή θέση στο µέλλον µας και ελπίζουµε ότι οι δυνατότητες αυτών των διαδραστικών πλατφορµών θα επεκταθούν για την βελτίωση της καθηµερινότητας µας και την διευκόλυνση της ζωής µας. Σήµερα µπορεί να είµαστε ακόµα µακριά από την πλήρη εξάλειψη του λειτουργικού αναλφαβητισµού, αλλά πορευόµαστε ωστόσο µέσα στο περιβάλλον της γραφής, της εγγραµµατοσύνης. Επιπλέον, ζούµε σε εποχή της εικόνας και της απόλυτης οπτικοποίησης των µηνυµάτων.
Πλέον το άτοµο, αλλά και το σύνολο έχουν αλλάξει. Παραµένουµε χρήστες ορισµένων µορφών της παράδοσης µέσα από τις «αναβιώσεις», αλλά και καταναλωτές ταυτόχρονα του καινούριου. Μέσα σε αυτές τις µορφές ανήκει και η δηµιουργία των δηµοτικών τραγουδιών και άλλων µορφών ποίσης, που παρά την ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν έχει σταµατήσει η δηµιουργία τους.
Με πολύ αυστηρούς όρους, ό,τι θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε αυθεντικό δηµοτικό τραγούδι έπαψε µε το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Έχουν εντούτοις καταγραφεί και δηµοτικά των επόµενων δεκαετιών, όχι µόνο ληστρικά, ακόµα και πολύ µετά την εµφάνιση των ρεµπέτικων, που ενστερνίστηκαν πολλά δηµοτικά µοτίβα και ατόφιους στίχους, προσγράφοντάς τους όµως σε εξατοµικευµένο δηµιουργό. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν µπορούµε να παραλείψουµε την ύπαρξη των στίχων που µελετήθηκαν εδώ και να τους αγνοήσουµε, καθώς τα παλαιότερα ποιητικά είδη, όπως οι µαντινάδες, παραµένουν ακόµη σήµερα ζωντανά.
Κατερίνα Σχοινά – 2016
23.8.2023
Καρπαθιακά Νέα