Γιάννης Εμίρης: Στις 9 Μαίου εορτάζεται ο Άγιος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης (1871-1957)

Γιάννης Εμίρης: Στις 9 Μαίου εορτάζεται ο Άγιος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης (1871-1957)

Στις 9 Μαίου εορτάζεται ο Άγιος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης (1871-1957) που εγκαταβιώνοντας στο μετόχι της Ι. Μ Σίμωνος Πέτρας στον Βύρωνα Αττικής έφερε το νηπτικό πνεύμα και πάλι στην Αθήνα και βοήθησε χιλιάδες πιστούς να γνωρίσουν την πραγματική Ορθοδοξία.

Ο βίος του περιλαμβάνεται στον Α’ τόμο του βιβλίου «Άγιοι που έζησαν στον 20ό αιώνα».

Η ΖΩΗ ΤΟΥ
Η πρόνοια του Θεού έφερε έναν ξεχωριστό Αγιορείτη ηγούμενο, τον Γέροντα Ιερώνυμο στην Αττική για να συμβάλει αποφασιστικά στην αναβάπτιση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις πατερικές και φιλομοναχικές της παραδόσεις.
Ο Άγιος Ιερώνυμος γεννημένος στα Αλάτσατα της Μ. Ασίας το 1871 εγκαταβίωσε από μικρή ηλικία στην Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρα, εκάρει μοναχός το 1893 και το 1920 έγινε ηγούμενος.
Ταπεινός, δημιουργικός και εργατικός συνέβαλε στην πρόοδο της ιστορικής Μονής καθώς και του μετοχίου της στον Βύρωνα Αττικής.
Γνώρισε πολλές δοκιμασίες καθώς, μετά από δέκα χρόνια ηγουμενίας, κατηγορήθηκε αδίκως από συμμοναστές του, διώχθηκε και εξορίστηκε αφ’ ενός μεν γιατί λειτουργούσε, εκτός Αγίου Όρους με το νέο ημερολόγιο, αφ’ ετέρου γιατί αρνήθηκε να συστρατευτεί με τοπικιστικές νοοτροπίες.
Υπέμεινε τις διώξεις χωρίς να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η δικαίωση ήρθε μετά από λίγο καιρό.
Το 1931 ανέλαβε, ως οικονόμος, το γνώριμό του μετόχι της Αναλήψεως στην Αττική το οποίο πολύ γρήγορα κατέστησε τόπο παρηγορίας και ανακουφίσεως για χιλιάδες πιστούς.
Το 1937 δέχθηκε πρόταση να επιστρέψει στη θέση του ηγουμένου, αλλά την αρνήθηκε.
Δρώντας σε ένα εντελώς αντιπνευματικό και αντιμοναχικό περιβάλλον, ο Άγιος Ιερώνυμος κατηύθυνε πνευματικά χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, ενώ οδήγησε στην μοναχική κουρά περισσότερους από τριακόσιους από αυτούς. Παράλληλα στάθηκε αρωγός στις κοινωνικές δυσκολίες που δημιουργήθηκαν στα χρόνια της προσφυγιάς και αργότερα της Γερμανικής κατοχής.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω γήρατος, είχε περιοριστεί στα πνευματικά του καθήκοντα. Ταλαιπωρήθηκε από επώδυνες ασθένειες αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να εξομολογεί και να συμμετέχει στις ακολουθίες.
Λίγες ημέρες πριν το τέλος, και παρά την πολύ κακή κατάσταση της υγείας του, πήγε στην Αίγινα για τα προσκυνήσει τα λείψανα του Αγίου Νεκταρίου με τον οποίο είχε ισχυρό πνευματικό σύνδεσμο και τον αποκαλούσε πατέρα του.
Μετά από σύντομη νοσηλεία κοιμήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1957. Η κηδεία του υπήρξε λαϊκό προσκύνημα για χιλιάδες πιστούς, δείχνοντας ότι στη συλλογική συνείδηση ήταν ήδη Άγιος

Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ

Πώς να αισθάνεται άραγε ο πρώην ηγούμενος ακούγοντας την πόρτα της Μονής της μετανοίας του, της Σίμωνος Πέτρας να κλείνει βαριά πίσω του;
Ίσως δεν γνωρίζει ότι ποτέ πια δεν θα τη διαβεί από την αντίθετη πλευρά, ίσως και να το γνωρίζει. Είναι μια από τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου του 1931. Γλυκό, αλλά όχι ανέφελο ξημέρωμα της φύσης. Ο εξηντάχρονος Γέροντας Ιερώνυμος παίρνει τον δρόμο για τη Μονή Κουτλουμουσίου, όπου τον έχει εξορίσει για έξι μήνες το Συμβούλιο της Κοινότητος του Αγίου Όρους. Το αγέρωχο οικοδόμημα της Σιμωνόπετρας που υψώνεται στην άκρη της βραχώδους οροσειράς καλύπτεται από ένα βαρύ σύννεφο -ίσως να ντρέπεται κι αυτό για όσα συμβαίνουν.
Ο Γέροντας δεν κοιτάζει πίσω αλλά ούτε και μπροστά βλέπει, προσβλέπει στον ουρανό! Στον Θεό έχει εναποθέσει, ούτως ή άλλως την ύπαρξή του. Για να τον δοξάσει έπραξε όσα μπορούσε, ως μοναχός και ως ηγούμενος. Υπομένει, λοιπόν, τη δύσκολη στιγμή και την προσωρινή επικράτηση της συκοφαντίας.
Η απόσταση από τη Σιμωνόπετρα μέχρι το Κουτλουμούσι είναι κάπου τεσσερισήμισι ώρες με τα πόδια, σχεδόν μία ώρα με το αυτοκίνητο. Υπάρχει κι άλλος τρόπος να πάει κανείς, να κατέβει στο λιμανάκι που είναι κάπου τρία τέταρτα της ώρας μακριά και από κει με καΐκι να κατευθυνθεί στη Δάφνη, από όπου υπάρχει μεταφορικό μέσο για τις, κοντινές στο Κουτλουμούσι, Καρυές.
Πώς να έφτασε άραγε εκεί; Να πήρε τον δρόμο με τα πόδια; Να υπήρχε κάποιο μεταφορικό μέσο, έστω ένα γαϊδουράκι ή κάποιο μουλάρι; Έτσι κι αλλιώς ατελείωτη θα έμοιαζε η ανηφόρα που ανεβαίνει αν δεν ήταν ένας άνθρωπος με πραγματική και απόλυτη πίστη στον Θεό.
Λίγο πριν φθάσει στον προορισμό του περνάει μια κατάφυτη πλαγιά που δεν την αγγίζει η ξηρασία του καλοκαιριού. Φτάνοντας στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου, οι αδελφοί τον υποδέχονται με αγάπη και θαυμασμό. Ίσως είναι αυτό μια πρώτη και αναγκαία ανακούφιση, αλλά την πραγματική παρηγοριά και δύναμη θα την αντλήσει σπεύδοντας, με το που πέρασε τον καστρότοιχο, να προσκυνήσει στο παρεκκλήσι τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας «Φοβερά Προστασία». Προσκυνά εν συνεχεία στο Καθολικό την εικόνα της Μεταμορφώσεως και την εικόνα της Παναγίας Στυλαρινής ή Γιάτρισσας.
Τίποτα δεν ζητά.
Νιώθει μόνο την ανάγκη να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει.
Ξέρει ότι ο Χριστός κι η Παναγία θα του σταθούν και σε αυτή τη δύσκολη στιγμή που διαδέχεται δέκα χρόνια ηγουμενίας, πολλά χρόνια αναγνώρισης και σημαντικών έργων.
Καλοδεχούμενος στη Μονή που τον φιλοξενεί, στο κέντρο της Αθωνικής Πολιτείας. Ο Άγιος θα ακολουθεί με ευλάβεια το πρόγραμμα της Μονής, θα περνά ατελείωτες ώρες προσευχόμενος και θα αλληλογραφεί με όλους εκείνους, τους πολλούς, που σπεύδουν να του συμπαρασταθούν. Θα προσφέρει και διακονήματα, όπως κάνει πάντα στη ζωή του, όπως δεν έπαψε να κάνει ούτε ως ηγούμενος. Ίσως θα κάνει και μια αποτίμηση της μέχρι τότε βιοτής του: εξήντα ετών? σαράντα επτά χρόνια μοναχικού βίου, ένδεκα χρόνια ηγουμενίας.

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ

Λίγους μήνες μετά την εκλογή του ως ηγουμένου της Σιμωνόπετρας (1920) έρχεται στην Αθήνα. Δεν κατευθύνεται όμως αμέσως στην αγαπημένη του «Ανάληψη» που περιμένει να τον υποδεχτεί, ως ηγούμενο πλέον. Παίρνει ένα πλοίο και πηγαίνει στην Αίγινα να συναντήσει τον ασθενή Άγιο Νεκτάριο. Έχουν περάσει είκοσι δύο χρόνια από την πρώτη τους γνωριμία στον Άθω, αλλά έχουν διατηρήσει την επαφή και τη φιλία τους. Τη σκέψη του Αγίου Νεκταρίου, την αγάπη του για τον μοναχισμό, την προσπάθεια για ανάπτυξη γυναικείων Μονών, ενστερνίζεται απολύτως ο νέος ηγούμενος. Για τον Άγιο Νεκτάριο το τέλος της επίγειας ζωής πλησιάζει. Όταν τον επισκέπτεται ο ηγούμενος Ιερώνυμος, είναι κλινήρης και είναι παραμονή της εορτής της Αγίας Τριάδος. Οι μοναχές διστάζουν να χτυπήσουν την καμπάνα καθώς δεν υπάρχει άλλος ιερέας και ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ιερουργήσει. «Σημάνατε και ο παπάς έρχεται» τους λέγει και πράγματι εμφανίστηκε, χωρίς προειδοποίηση, ο Γέροντας Ιερώνυμος που χοροστάτησε στην Αγρυπνία. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε μιλήσει αρκετά με τον Γέροντα Ιερώνυμο για τις αποκαλύψεις του και είχαν αναπτύξει έναν μεγάλο πνευματικό δεσμό. Στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο Ιερώνυμος λειτούργησε στην «Ανάληψη» και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Άγιο στο νοσοκομείο Αρεταίειο για να του προσφέρει το «ύψωμα» που είχε μνημονεύσει στο όνομά του. Ο Άγιος τότε του υποσχέθηκε ότι θα επισκεφθεί ξανά το Άγιον Όρος, αν ο Θεός του δώσει υγεία, σε λίγες ημέρες όμως, στις 11 Νοεμβρίου, κοιμήθηκε. Αργότερα ο Γέροντας Ιερώνυμος ανέλαβε την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών της Αγίας Τριάδος. Ήταν ο μόνος που έμενε στο κελί του Αγίου, δίπλα στη Μονή.

Πηγή Α’ τόμος του βιβλίου “Άγιοι που έζησαν στον 20ό αιώνα”, του Ιωάννη Εμίρη

9.5.2023

Καρπαθιακα Νέα